του Γιάννου Γιαννόπουλου

Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη επίπτωση αυτής της διαδικασίας δεν είναι το αποτέλεσμα, αλλά ο τρόπος: Πολλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ συνειδητοποίησαν το τελευταίο διάστημα, τι σημαίνει να ψηφίζει για την ηγεσία τους οποιοσδήποτε το επιθυμεί, και όχι η Κεντρική Επιτροπή ή το συνέδριο, ούτε καν τα προϋπάρχοντα κομματικά μέλη. 

Το ζήτημα δεν είναι ότι η διαδικασία αυτή επιτρέπει σε κάποιον “ξενόφερτο” να κάνει highjack σε ένα κόμμα. Αυτό θεωρητικά μπορεί να γίνει, αλλά είναι αρκετά δύσκολο, αφού χρειάζεται κάποιος να κινητοποιήσει -στα μεγάλα κόμματα- χιλιάδες άσχετους για να ψηφίσουν τον αρχηγό της αρεσκείας του. 

Στον ΣΥΡΙΖΑ δεν συνέβη αυτό: σημαντικά τμήματα του κομματικού μηχανισμού, που πριν στοιχίζονταν αναφανδόν με τον Αλέξη Τσίπρα, στήριξαν τον Σ. Κασσελάκη, χρησιμοποιώντας ακριβώς την επιχειρηματολογία που είχε στήσει προηγουμένως το προεδρικό μπλοκ απέναντι στην εσωκομματική μειοψηφία («βαρίδια του 3%», γραφειοκράτες, γερασμένοι, υπεύθυνοι για νόμους όπως του Κατρούγκαλου -λες και οι εφαρμοστικοί νόμοι του 3ου μνημονίου δεν ήταν συνολικός κυβερνητικός σχεδιασμός- κοκ). Επιχειρηματολογία που συνδυάστηκε με το κριτήριο του «ποιο πρόσωπο μπορεί να κερδίσει τον Μητσοτάκη», ως εάν να έχει υπάρξει ποτέ μεγάλη πολιτική αλλαγή -έστω και εντός συστήματος- χωρίς στοιχειώδες πολιτικό αφήγημα και πρόγραμμα.

Το ζήτημα είναι ότι τα πολιτικά κόμματα, ακόμα και από απλώς δημοκρατική σκοπιά, είναι ο μοναδικός πολιτικός οργανισμός που «πατάει» ταυτόχρονα -πολύ σχηματικά- και στους κρατικούς μηχανισμούς και στην κοινωνία. Μπορεί να λειτουργεί επομένως, έστω και στρεβλά, ως ιμάντας μεταβίβασης των κοινωνικών ερεθισμάτων στα κρατικά κέντρα λήψης αποφάσεων, μέσα από τις κομματικές διαδικασίες: τις συζητήσεις στις κομματικές οργανώσεις και τα κομματικά όργανα, τις συνεδριακές αποφάσεις κλπ. Όταν αυτή η λειτουργία διαρρηγνύεται, φτωχαίνει ακόμα και η αστική δημοκρατία. Ο τρόπος εκλογής προέδρου (όπου υπάρχει πρόεδρος), είναι κομβικός σε αυτή τη διαδικασία, γιατί ορίζει ποιος νομιμοποιεί τον πρόεδρο, άρα ποιος τον δεσμεύει και σε ποια βάση: Αν εκλέγεται από συνέδριο, τότε θεωρητικά δεσμεύεται στη βάση  συνεδριακών αποφάσεων, και η ισχύς του εδράζεται στους αντιπροσώπους των κομματικών οργανώσεων. Ακόμα περισσότερο, αν εκλέγεται από την Κεντρική Επιτροπή, η ίδια θεωρητικά μπορεί να τον ανακαλέσει. Αν όμως εκλέγεται από οποιονδήποτε αποφάσισε την ίδια μέρα να πάει να ψηφίσει σε μια κάλπη, χωρίς άλλες προϋποθέσεις (χωρίς να έχει συμμετάσχει ποτέ έστω σε μία κουβέντα με τα υπόλοιπα «μέλη»), τότε δεν δεσμεύεται από περίπου τίποτα, αφού η βάση νομιμοποίησής του είναι ένα απροσδιόριστο κοινωνικό σώμα. Η σημασία αυτής της διαδικασίας είχε εξηγηθεί αναλυτικά ήδη από το 2004 από τον Α. Καρκαγιάννη στην Καθημερινή, με αφορμή την εκλογή του Γ. Παπανδρέου ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ «από την -κοινωνική- βάση». 

Έχει αξία να θυμόμαστε ότι η νομιμοποίηση αυτής της διαδικασίας στον ΣΥΡΙΖΑ δεν συνέβη τώρα, αλλά το 2022, όταν για να εκλεγεί ξανά πρόεδρος ο Α. Τσίπρας, και παρότι δεν υπήρχε αντίπαλος, ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε εκλογές με «αυθημερόν μέλη». Και δεν αξιοποίησε καν αυτή την απότομη «μαζικοποίηση» για να ενισχύσει την παρέμβασή του στον εργατικό ή φοιτητικό συνδικαλισμό ή σε οποιαδήποτε άλλη διαδικασία της κοινωνικής βάσης. 

Το γεγονός ότι πλέον όλα τα μεγάλα συστημικά κόμματα (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) εφαρμόζουν τέτοιο σύστημα εκλογής, είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας αντιστροφής της ηγεμονίας στην ελληνική κοινωνία, όσον αφορά τις κομματικές δομές. Η «εκλογή προέδρου από την κοινωνία» ξεκίνησε στο ΠΑΣΟΚ το 2004 (Γ. Παπανδρέου), συνεχίστηκε στη ΝΔ το 2009 (Α. Σαμαράς) και επικυρώθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ το 2022. Η επικύρωση αυτής της λογικής, μιας λογικής υποβάθμισης της κομματικής συμμετοχής και αχαλίνωτης αναβάθμισης του ρόλου του προέδρου, είναι μάλλον η μεγαλύτερη ζημιά που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2019, όχι μόνο στον εαυτό του -αυτό είναι δικό του ζήτημα- αλλά ευρύτερα.  Μάλιστα, στον ΣΥΡΙΖΑ έγινε και η εκλογή της Κεντρικής Επιτροπής «από την κοινωνική βάση», ενώ στο ΠΑΣΟΚ η ΚΕ τουλάχιστον εκλέγεται από το συνέδριο, και στη ΝΔ με μικτό σύστημα ex officio – συνεδρίου. 

Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν και το ότι υπήρξαν αρκετοί προοδευτικοί άνθρωποι που συμμετείχαν στις εκλογές προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, μην έχοντας προηγούμενη σχέση με το κόμμα, θεωρώντας ότι έτσι διαδραματίζουν κάποιο ρόλο στις εξελίξεις. Υπήρξαν και άλλοι που μετάνιωσαν το γεγονός ότι δεν συμμετείχαν, με την ίδια λογική που υπάρχει για τις εθνικές εκλογές: «αφού και οι εκλογές στα μεγάλα κόμματα επηρεάζουν με κάποιο τρόπο τη ζωή μας, γιατί να μην συμμετέχουμε;»

Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από όταν αυτό που σήμερα φαντάζει «αυτονόητο» ήταν περίπου αδιανόητο: Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, είχε εμπεδωθεί μια εντελώς διαφορετική λογική. Μέσα στο ορμητικό κύμα της μεταπολίτευσης, και της μαζικής λαϊκής συμμετοχής στα πολιτικά πράγματα, ακόμα και η ΝΔ είχε αναγκαστεί να ακολουθήσει -μερικώς- τον τρόπο οργάνωσης των Κ.Κ. ώστε να μπορέσει να αντιστοιχηθεί στις λαϊκές διαθέσεις. Η ΝΔ ήταν το πρώτο κόμμα που έκανε διαδικασία με εκλεγμένους συνέδρους (1979) πέραν της Αριστεράς. Ακόμα και έτσι, σε περίοδο που σίγουρα δεν είχε έλειπαν ακροδεξιά στοιχεία, υπήρχε έντονη κριτική από τμήμα της κομματικής βάσης.

Η “Κίνηση της Βόλβης” που έκανε γνωστή ο Σ. Τσιώλης στο «Ας περιμένουν οι γυναίκες», έκανε σφοδρή κριτική στη λειτουργία της ΝΔ για το γεγονός ότι ο τρόπος συγκρότησης δεν επέτρεπε στα μέλη του κόμματος να αναδειχθούν σε θέσεις ευθύνης με στοιχειωδώς ισότιμο τρόπο: Η εισήγηση του Ν. Φούντζηλα στο 1ο πανελλαδικό συνέδριο της  “Κίνησης” είναι αποκαλυπτική. 

Σε σημεία (στην παρένθεση ο χρόνος στο video): 

  • σχεδόν όλοι οι βουλευτές της ΝΔ έχουν συγγενική σχέση με το παλαιότερο πολιτικό κατεστημένο (10:35).
  • το κόμμα δεν λειτουργεί ως κόμμα αλλά ως εκλογικός σχηματισμός, δεν έχει σεμινάρια, εκλογές βάσης, επαφές με ξένα στελέχη κοκ (11:30). 
  • Δεν υπάρχει ΝΔ, υπάρχει μόνο Κ. Καραμανλής (17:18). 
  • Πρέπει να υπάρχει συμμετοχή των εργατών στη διοίκηση και των φοιτητών στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα με συνταγματική κατοχύρωση! (19:13).
  • Η δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργεί κάθε 4 χρόνια (19:00). Οι γνώμες, τα αιτήματα, τα συμφέροντα αλλάζουν από μέρα σε μέρα όχι ανά 4ετία, επομένως χρειάζεται υποδομή κομμάτων αρχών, μέσα από την οποία θα υπάρχει η ουσιαστική επαφή με το λαό (20:40). 

Η συγκεκριμένη κόντρα στη ΝΔ επέφερε εμφανείς αλλαγές μέσα στο μεταπολιτευτικό πλαίσιο: για μια μεγάλη περίοδο, αρκετά στελέχη της ΝΔ -του κατεξοχήν δεξιού αστικού κόμματος- προέρχονταν από τη ΔΑΠ, και ευρύτερα από μαζικούς χώρους -ακόμα και από το συνδικαλιστικό κίνημα. Έχει πολλή σημασία θα αναρωτηθεί κανείς, ποια είναι η κοινοβουλευτική σύνθεση ενός αστικού κόμματος, που είχε στις τάξεις του μέχρι και δολοφόνους παρακρατικούς τραμπούκους; Είναι σίγουρα  δείκτης ευρύτερων κοινωνικών τάσεων και της μετατόπισης του πολιτικού συσχετισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ο οποίος ενηλικιώθηκε πολιτικά μέσα σε εκείνη την πολιτική περίοδο, έχει επαναλάβει σε διαφορετικές συγκυρίες ότι στα κόμματα «δεν μπορεί να ψηφίζει ο κάθε περαστικός».

Σήμερα, η ΝΔ προσπαθεί να καταργήσει το φοιτητικό συνδικαλισμό, οι βουλευτές της προέρχονται όλο και περισσότερο από στελέχη επιχειρήσεων και πρόσωπα των ΜΜΕ, και ο πρόεδρος του μεγαλύτερου κεντροαριστερού κόμματος δηλώνει «αυτοδημιούργητος εφοπλιστής» με μηδενική προηγούμενη εμπλοκή με την πολιτική. Όσον αφορά τις κομματικές δομές, η «Κίνηση της Βόλβης» είχε πιο αριστερή αντίληψη από τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που αναδεικνύει το μέγεθος της μετατόπισης στη λειτουργία των κομμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι η γραφειοκρατία αποτελεί πλέον αγαπημένο στόχο για πολλά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ. «Η γραφειοκρατία όμως είναι το τέρας που εξέθρεψε το διεθνές εργατικό κίνημα στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την αστική τάξη», ώστε να μην κάνουν πολιτική μόνο οι προνομιούχοι, όπως έχει εξηγήσει με άλλη αφορμή ο Σ. Σιαμανδούρας. Έχει σημασία λοιπόν, αν στη θέση μιας γραφειοκρατίας έρχεται η οργανωμένη καθοριστική συμμετοχή των εργαζόμενων ανθρώπων, ή έρχονται άνθρωποι που έχουν χρόνο και πόρους να ασχολούνται με την πολιτική επειδή έχουν λύσει το βιοποριστικό τους.

Η διαδικασία διαλυτοποίησης των κομματικών μηχανισμών και αποθέωσης της «αδιαμεσολάβητης» συμμετοχής μόνο στο σημείο της προεδρικής εκλογής, είναι μία ακόμα νίκη του αστισμού απέναντι στα δημοκρατικά κεκτημένα της μεταπολίτευσης. Και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί: Χρειάζεται να υπερασπιστούμε την μορφή του κόμματος και της πολιτικής οργάνωσης. Να υπερασπιστούμε τη σημασία της εθελοντικής συμμετοχής σε οργανωμένες συζητήσεις που οδηγούν στη συλλογική δράση. Να επανοικοδομήσουμε την εμπιστοσύνη στις πολιτικές δομές, εμπιστοσύνη που καταρρακώθηκε μετά την μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015.  Οι πολιτικοί φορείς -και δη της Αριστεράς- είναι το βασικό όχημα που έχει ανακαλυφθεί για να συνενώνει ανθρώπους από διαφορετικούς κοινωνικούς χώρους (εργασιακούς, γειτονιές, σχολές κλπ), περιοχές και ηλικίες, και μπορεί να αντιπαρατεθεί με την αστική πολιτική: όχι μόνο με τα αστικά κόμματα, αλλά και με τον κρατικό μηχανισμό. Να διατάσσει δυνάμεις, να επανεκπαιδεύει απέναντι στην εκπαίδευση του σχολείου, των ΜΜΕ και της οικογένειας, να αιμοδοτεί τη συνδικαλιστική οργάνωση, να οργανώνει αντιπαραδείγματα μιας άλλης κοινωνίας στο σήμερα.

Έχει σημασία λοιπόν να γίνει ξανά μαζική αντίληψη, τουλάχιστον στους προοδευτικούς ανθρώπους, ότι οι «γενικές εκλογές» στα κόμματα δεν είναι ενδυνάμωση της πολιτικής συμμετοχής, αλλά αποδυνάμωσή της. Στους πολιτικούς οργανισμούς, από τη συνέλευση της γειτονιάς μέχρι το φοιτητικό σύλλογο, το εργατικό σωματείο και το πολιτικό κόμμα, το δικαίωμα εκλογής οφείλει να συνδέεται με την έννοια του μέλους -που φέρει ταυτόχρονα δικαιώματα και υποχρεώσεις- και με μία πιο μόνιμη σύνδεση με τη ζωή και τους σκοπούς του εκάστοτε οργανισμού. Και είναι αυτή η πιο μόνιμη συμμετοχή -έστω και σε μικρά πράγματα- που τελικά ενισχύει ουσιαστικά τη δημοκρατία.