του Giuseppe Caccia για το Political Critique

Tο Σαββατοκύριακο πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνάντηση του «Fearless Cities» (ΣτΜ: «Ατρόμητες Πόλεις»), που προωθείται από το Barcelona en Comú (ΣτΜ: «Βαρκελώνη από Κοινού»). Ήταν μια ευκαιρία να συναντηθούν και να συζητηθούν οι δοκιμασίες που έχουν τεθεί στον «νέο κοινοτισμό» και έχουν ενταθεί τα τελευταία χρόνια. Ο τίτλος της πρωτοβουλίας φαίνεται απόλυτα ταιριαστός, όταν οι ίδιες οι πόλεις και οι ελεύθερες και συνεταιριστικές μορφές κοινωνικής ζωής που δημιουργούνται εκεί βρίσκονται στο επίκεντρο διαφόρων επιθέσεων: από εθνικές και ευρωπαϊκές πολιτικές λιτότητας, από περικοπές του προϋπολογισμού και ιδιωτικοποιήσεις, από τις περιοριστικές πολιτικές μετανάστευσης και ασύλου, από τα χρηματοοικονομικά κερδοσκοπικά συμφέροντα για την αφαίρεση της περιουσίας των αστών, από περιβαλλοντικές πολιτικές που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα, από αυτές τις μορφές «ασύμμετρων πολεμικών επιχειρήσεων», που αποσκοπούν στη δημιουργία τρόμου, και από αυτές τις μορφές στρατιωτικοποίησης, που προσπαθούν να μειώσουν τους χώρους της ελευθερίας για όλους. Ως απάντηση, μέσα σε τόσες διαφορετικές φωνές, το «δεν φοβόμαστε» είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να αρχίσουμε να φέρνουμε πραγματικές εναλλακτικές λύσεις σε τοπικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο.

Η συζήτηση γύρω από την έννοια του «νέου κοινοτισμού» ξεκινά από ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός: τα αποτελέσματα των ισπανικών τοπικών εκλογών τον Μάιο του 2015, έδειξαν την εμφάνιση τόσο υποψηφίων για το αξίωμα του δημάρχου όσο και καταλόγων από «πλατφόρμες των πολιτών». Σε μερικές μεγάλες ισπανικές πόλεις- συμπεριλαμβανομένης της Μαδρίτης, της Βαρκελώνης, της Βαλένθια, της Σαραγόσα, της Λα Κορούνια- οι δήμαρχοι και οι συνασπισμοί αυτοί βρίσκονται τώρα στην κυβέρνηση. Σε άλλες, αντιπροσωπεύουν την κύρια δύναμη της αντιπολίτευσης. Το φαινόμενο αυτό σχετίζεται προφανώς με την ανάπτυξη νέων πολιτικών δυνάμεων σε εθνικό επίπεδο- ιδιαίτερα το Podemos είναι σχεδόν πάντα μέρος τέτοιων συνασπισμών- και συνδέεται με τον κύκλο των μαζικών κοινωνικών κινητοποιήσεων που βρέθηκαν στο προσκήνιο μετά το κίνημα 15M του 2011. Αλλά υπάρχουν και ορισμένοι σημαντικοί ειδικοί παράγοντες.

Πρώτον, η άνοδος των «πλατφόρμων των πολιτών» συνδέεται επίσης με τις δομικές αλλαγές που έπληξαν τις σύγχρονες πόλεις στην εποχή της καπιταλιστικής οικονομικοποίησης και με τον αντίκτυπο που είχαν οι πολιτικές λιτότητας στις αστικές περιοχές στην πρόσφατη ευρωπαϊκή διαχείριση της κρίσης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η περίπτωση της Barcelona en Comú, η οποία οδήγησε στην εκλογή της Άντα Κολάου, πρώην εκπρόσωπο του κινήματος για δικαίωμα στη στέγαση (PΑΗ), είναι τόσο ενδιαφέρουσα: δεν ήταν μόνο ικανή να προκαλέσει ισχυρά αποτελέσματα στην πολιτική φαντασία και στην πραγματικότητα, αλλά έδωσε και ένα νέο επίπεδο προσοχής στο θέμα της εναλλακτικής τοπικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη.

Η δυναμική που εκφράζεται από αυτήν την περίπτωση έγκειται κυρίως στην ικανότητά της να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της Βαρκελώνης, μιας πόλης που έχει γίνει από τις σημαντικότερες της Ευρώπης. Η σύγχρονη μητρόπολη είναι κατ’ εξοχήν ο χώρος της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Είναι το μέρος από όπου διέρχονται τα εφόδια και όπου γίνονται επενδύσεις μέσω εξαγωγικών πλατφόρμων. Είναι ο τόπος όπου, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ασκούνται οι σύγχρονες μορφές εκμετάλλευσης• το ιδανικό μέρος για να δοκιμαστεί η παρασιτική λογική του οικονομικού καπιταλισμού: η μόνιμη επιθετικότητά, μέσω των μηχανισμών του χρέους και των χρεογράφων και της κερδοσκοπίας στην ακίνητη περιουσία, στον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο [Brenner, 2004; Sassen, 2006; Barber, 2013].

Αλλά οι πόλεις μας είναι επίσης χώροι αντίστασης και δημιουργίας νέων μορφών ζωής: ελεύθεροι με τάσεις προς την ισοτιμία χώροι, όπου αυξάνονται οι νέες κοινωνικές συγκρούσεις, οι νέες μορφές αμοιβαίας συνεργασίας και οι ανεξάρτητες πολιτιστικές πρωτοβουλίες. Αυτή η δυναμική σχετίζεται, σύμφωνα με ορισμένες απόψεις, με την κοινωνική οργάνωση της μετα-φορντιστικής παραγωγής, όπως στο ευέλικτο μοντέλο συσσώρευσης που εφαρμόστηκε στις τέσσερις δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης «αντεπανάστασης». Αυτό προσδίδει σε κάθε σύγχρονη μητρόπολη έναν ρόλο παρόμοιο με εκείνον του εργοστασίου στην προηγούμενη περίοδο: ένα μόνιμο πεδίο μάχης, ο τόπος τόσο της εκμετάλλευσης όσο και του αγώνα, μια κυρίαρχη και χειραφετική οργάνωση, μια σκηνή ατέλειωτων εντάσεων
μεταξύ δυνάμεων που μετρούν την κοινωνική τους σχέση εξουσίας [Harvey, 2012].

Πόλεις υπό επίθεση και αντίσταση στο ευρωπαϊκό καθεστώς κρίσης

Τέτοιου είδους διαρθρωτικές τάσεις έχουν ενισχυθεί τα τελευταία οκτώ χρόνια του ευρωπαϊκού αυταρχικού καθεστώτος της κρίσης: τόσο η χρηματοοικονομική διαχείριση του δημόσιου χρέους όσο και οι πολιτικές λιτότητας, σε επίπεδο των θεσμών διακυβέρνησης και στα μεμονωμένα εθνικά κράτη, επηρεάζουν έντονα την κοινωνική ζωή των αστικών κοινοτήτων.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι τοπικές κυβερνήσεις άρχισαν να αποκτούν την δυνατότητα για πρόσβαση στην αγορά «παραγώγων», ενώ μειώθηκαν ταυτόχρονα οι μεταβιβάσεις κρατικών πόρων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την εκθετική αύξηση του χρέους των δήμων, των επαρχιών και των περιφερειών, ένα χρέος με επιτόκια που ήταν στενά συνδεδεμένα με τις κερδοσκοπικές τάσεις στο πλαίσιο των κινήσεων της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς. Ομοίως, η αδίστακτη εφαρμογή των εσωτερικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας στις τοπικές αρχές δεν μπορεί πλέον να δικαιολογείται απλώς με την έλλειψη πόρων και θα πρέπει να θεωρείται ως ακόλουθη συνέπεια των ευρωπαϊκών πολιτικών που περιορίζουν τις δημόσιες δαπάνες (θεωρούνται «μη παραγωγικές») στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών και, ειδικότερα, των περικοπών στην κοινωνική πρόνοια. Όλα αυτά είναι μέρος της ίδιας επίθεσης που έδωσε κίνητρα και έφερε υποχρεώσεις για την ιδιωτικοποίηση των τοπικών δημοσίων υπηρεσιών που διαχειρίζονται τις εταιρείες και στην πώληση- ή μάλλον στο ξεπούλημα- των «περιουσιακών στοιχείων», τα οποία προηγουμένως θεωρούνταν κοινά αγαθά (σύμφωνα με μια ιστορική έννοια, δηλαδή, η μακρόχρονη συγκέντρωση των καρπών της συσσώρευσης και της  διαστρωμάτωσης των κοινοτικών πόρων), που μέχρι τώρα κατείχαν οι δήμοι και οι περιφέρειες. Το μέγεθος των αλλαγών στον εθνικό προϋπολογισμό, που εφαρμόζουν τις υπαγορεύσεις της ΕΚΤ από το 2011/12, επιβεβαιώνει ξεκάθαρα τις τάσεις αυτές [Caccia, 2012].

Σκεφτείτε τα μέτρα που, σε όλη την Ευρώπη με μεταβλητή γεωμετρία, σηματοδότησαν την πίεση στις τοπικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια. Εάν τα περιγράψουμε το ένα μετά το άλλο, μπορούμε να δούμε πώς ο πραγματικός τους στόχος ήταν να καταργήσουν συστηματικά την εδαφική αυτοδιοίκηση και να μειώσουν την τοπική αυτονομία σε μια εξαρτημένη μεταβλητή, μια δευτερεύουσα και καθαρά εκτελεστική λειτουργία στο σχεδιασμό του περιορισμού των δημοσίων δαπανών. Αυτό που συνέβη ήταν η μαζική μεταβίβαση, σε όλα τα επίπεδα, των αυξανόμενων ποσών του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου (και της κοινωνικής ανακατανομής του, τόσο σε νομισματική μορφή όσο και έμμεσα, με την παροχή δημοτικών υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας) στα ιδιωτικά έσοδα και στα παρασιτικά κυκλώματα των χρηματοοικονομικών κεφαλαίων. Αυτές οι διαδικασίες έχουν φθάσει σε πολύ προχωρημένο στάδιο, κάτι που πρέπει να αναγνωριστεί. Από την άποψη αυτή, ένα σημαντικό κομμάτι των πρόσφατων κοινωνικών αγώνων μπορεί να οριστεί ως αστικές κινήσεις αντίστασης και εναλλακτικά σχήματα «από κάτω» που έχουν έρθει αντιμέτωπα με αυτές τις διαδικασίες. Σκεφτείτε τον αγώνα για πρόσβαση στη στέγαση, την προστασία των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, την ανάπτυξη της αμοιβαίας συνεργασίας για την καταπολέμηση της φτώχειας, της εκβιομηχάνιση και την υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος ή ακόμα περισσότερο των κινητοποιήσεων ενάντια στα μεγάλα κερδοσκοπικά έργα υποδομής.

Όπως και στην περίπτωση άλλων «πλατφόρμων πολιτών», το Barcelona en Comù μπόρεσε να πολιτικοποιήσει και να ενισχύσει αυτήν την κληρονομιά αγώνων και δοκιμασιών συνδυάζοντας τις συνεισφορές και οργανώνοντας τη συμβολή των κοινωνικών κινημάτων και των πολιτικών πρωτοβουλιών με εκείνη των «παλαιών και νέων» πολιτικών δυνάμεων, όπως το Podemos, το Procés Constituent, οι οικολόγοι του ICV (ΣτΜ: Πρωτοβουλία για τους Πράσινους της Καταλονίας) και του Equo, οι κομμουνιστές της Esquerra Unida i Alternativa (ΣτΜ: Ενωμένη Εναλλακτική Αριστερά-EUiA) και μέρος των υποστηρικτών των ανεξάρτητων αριστερών Καταλανών. Υπό αυτήν την έννοια, ένας κοινωνικός συνασπισμός έγινε πολιτικός συνασπισμός [Candeias, 2015 και Russo Spena-Forti, 2016]. Με μεγάλη γενναιοφροσύνη, με την κοινή προθυμία να ακούσουν και σε με μια μόνιμη αναζήτηση για ενότητα.  Με σαφή στόχο την κοινωνική πλειοψηφία και τη μετατροπή της σε εκλογική πλειοψηφία, προκειμένου να πάρουν τη διακυβέρνηση της πόλης και να την μετατρέψουν σε αποτελεσματικό όργανο αλλαγής. Με μια υποψήφιο όπως η Alcaldessa (ΣτΜ: Η Άντα για Δήμαρχος), που κατάφερε να συνθέσει όλα αυτά τα σημεία.

Μια μακρά ιστορία, των «ελεύθερων πόλεων» και των αιρετικών πολιτικών παραδόσεων

Από την άλλη, μπορούμε να κοιτάξουμε τη σύγχρονη έννοια του «νέου κοινοτισμού» από την οπτική γωνία των διαφόρων παλιών περιπτώσεων που δεν είναι σε καμία περίπτωση υπερβολικές. Σκεφτείτε τις σελίδες που η Χάνα Αρέντ [1958] αφιέρωσε στις αρχαιοελληνικές πόλεις, εξιδανικεύοντάς τες μερικές φορές ως παραδειγματικό μοντέλο. Ή σκεφτείτε τις μεσαιωνικές πόλεις, στην Ιταλία και πέρα από αυτήν, που αναγνωρίστηκαν ως χώρος απελευθέρωσης από τους ανελεύθερους περιορισμούς, όπως μαρτυρείται με την έκφραση που είναι ίδια σε όλες τις γλώσσες: «ο αέρας της πόλης σε κάνει να νοιώσεις ελεύθερος». Και σκεφτείτε τη διπλή σύγκρουση που αντιμετώπιζαν αυτές οι πόλεις, με την Αυτοκρατορία και με τις φεουδαρχικές δυνάμεις, την ιστορία των μικρών «δημοκρατιών κατά την εποχή των μοναρχιών», ως εντελώς διαφορετικό μοντέλο κυριαρχίας. Και σκεφτείτε την αυτόνομη εμπορική δύναμη που αναπτύχθηκε στο δίκτυο των χανσεατικών πόλεων.

Σε περιπτώσεις πιο σύγχρονες, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε αυτές τις μορφές αντίστασης στις πολιτικές διαδικασίες συγκεντρωτισμού, ως χαρακτηριστικές στην κατασκευή του σύγχρονου εθνικού κράτους. Μερικές από αυτές ήταν απομεινάρια του Αρχαίου Καθεστώτος, αλλά οι περισσότερες συνενώθηκαν με το εκκολαπτόμενο εργατικό κίνημα και τις σοσιαλιστικές και αναρχικές κουλτούρες του. Αυτό ήταν ένα από τα θέματα ανοικτής διαμάχης μεταξύ του Προυντόν και του Μαρξ, αν και ο τελευταίος αναγνώρισε αργότερα ότι, με την εμπειρία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, ο πολλαπλασιασμός των δήμων («κομμούνες») σε άλλες πόλεις της Γαλλίας και η ελεύθερη ομοσπονδία τους, θα μπορούσε να αποτελέσει μια στρατηγική κίνηση για τη διαδικασία της επανάστασης.

Αν, όμως, από τη σκοπιά του Barcelona en Comù, παραμείνουμε στα σύνορα του ισπανικού κράτους, υπάρχει ένα έντονο και καταπιεσμένο παρελθόν, το οποίο συνδέεται με τη σκέψη του Φρανθίσκο Πι-ι-Μαργκάλ [1863], ενός Καταλανού φιλόσοφου και πολιτικού και δεύτερου πρόεδρου της Πρώτης Δημοκρατίας. Ο Μαργκάλ σχημάτισε μια θεωρία με ουτοπιστικές προσδοκίες, έναν φεντεραλισμό που βασιζόταν όχι μόνο στην αποκέντρωση των διοικητικών δυνάμεων αλλά στα «δημοτικά συμβόλαια», σε αμοιβαίες και διμερείς συμφωνίες που περιελάμβαναν μια κοινωνική οργάνωση εκτεινόμενη πέρα από την τοπική αρχή και το σύστημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας [Observatorio Metropolitano, 2014].

Η δεκαετία του 1990 είδε την αναβίωση της συζήτησης για τον «κοινοτισμό» μέσω διάφορων απόψεων. Θυμηθείτε μόνο την πρόταση του Μάρεϊ Μπούκτσιν για τον «κοινοτισμό». «Το άμεσο πρόγραμμα του ελευθεριακού κοινοτισμού είναι να ανοίξει ξανά η δημόσια σφαίρα σε αντίθεση με κάθε κρατισμό, να επιτρέψει το μέγιστο της δημοκρατίας με την κυριολεκτική έννοια, να δημιουργήσει θεσμούς οι οποίοι σε εμβρυϊκή μορφή μπορούν να δώσουν δύναμη στον λαό», γράφει το 1987. Η αφετηρία του είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει πολιτική χωρίς κοινότητα. Και η ιδέα της κοινότητας προδιαγράφει μια ελεύθερη ένωση πολιτών σε επίπεδο δήμου, ενισχυμένη μέσα στη δική του αυτόνομη οικονομική ιδιότητα από οργανώσεις λαϊκής βάσης και από την υποστήριξη άλλων συνομοσπονδιών, οργανωμένων σε περιφερειακά δίκτυα. Η εξέγερση των Ζαπατίστας τον Ιανουάριο του 1994 θεωρήθηκε ότι ενίσχυσε την ιδέα της «αυτοδιοίκησης των κοινοτήτων», παρέχοντας επιχειρήματα ότι- στο πλαίσιο του «κινήματος της παγκόσμιας δικαιοσύνης»- υποστήριξε τόσο τις τοπικές συμμετοχικές διαδικασίες που είναι χαρακτηριστικό της Λατινικής Αμερικής, όσο και «αντι-ιμπεριαλιστικά» αυτοκρατορικά δίκτυα όπως το Φόρουμ των τοπικών αρχών.

Η Κοινότητα, η Κομμούνα, ο Κοινός πλούτος: η επανεξέταση της δημοκρατίας

Υπάρχει ένα αρχικό δίδαγμα που πρέπει να μάθουμε από αυτή τη διαστρωμάτωση των ιστορικών γεγονότων και των αιρετικών πολιτικών παραδόσεων: είναι αδύνατον να φανταστούμε έναν ορίζοντα «νέου κοινοτισμού» χωρίς μια ολοκληρωμένη ομοσπονδιακή προσέγγιση που χαρακτηρίζεται με τη σειρά του από ισχυρό υλικό, κοινωνικό και ισότιμο περιεχόμενο. Μπορούμε να διακινδυνέψουμε να πούμε: χρειάζεται μια ταξική οπτική γωνία. Με ένα μικρό λογοπαίγνιο θα μπορούσαμε να σχεδιάσουμε μια γραμμή που θα συνδέει την Κομμούνα (με την διπλή έννοια του αρχικού τοπικού θεσμού και την ιστορική περίπτωση της επαναστατικής ρήξης) και την έννοια του «κοινού». Στην πλούσια και πρόσφατα αναζωπυρωμένη συζήτηση για τον απλό λαό, η συνεισφορά συγγραφέων όπως οι Χαρντ και Νέγκρι [2009] έφερε μεταξύ άλλων έναν ορισμό που υπερισχύει οποιασδήποτε παρανόησης όσον αφορά τη νατουραλιστική και οργανική προσέγγιση: κοινή είναι η συλλογική και πολυπληθής παραγωγή υλικής και άυλης πραγματικότητας που προηγείται της οικειοποίησης από τον ιδιωτικό τομέα ή τον δημόσιο (δηλαδή το Κράτος). Εδώ η ιδέα της δημοκρατίας πρέπει να αμφισβητηθεί, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο.

Εντρυφώντας σε μια μάλλον σκληρή σύνθεση, η δημοκρατία σήμερα μπορεί να θεωρηθεί ως συλλογική πολιτική απόφαση, που λαμβάνεται από πολλούς, από το κοινό. Με αυτή την έννοια, ο «νέος κοινοτισμός» συνεπάγεται κατ’ ανάγκη με μια προσπάθεια να επανεξετάσουμε εκ βαθέων το νόημα και την πρακτική της δημοκρατίας.

Σύμφωνα με την ορολογία του Barcelona en Comù, αυτή η προσπάθεια θα ονομάζεται «ο πολίτης ως πρωταγωνιστής». Αλλά ο ορισμός της «ιθαγένειας» είναι επικίνδυνος και πρέπει να γίνει με μεγάλη προσοχή. Στις πόλεις μας, η ιδιότητα του πολίτη συχνά χρησιμοποιείται ως φορέας αποκλεισμού με βάση τη διαφορετικότητα από την σφαίρα ακριβώς των δικαιωμάτων που συνδέονται με αυτήν την ιδιότητα. Η Άντα Κολάου έστειλε ένα σαφές μήνυμα όταν έπρεπε η Βαρκελώνη να πάρει μια ξεκάθαρη θέση για το ζήτημα των προσφύγων, προτείνοντας ένα δίκτυο «πόλεων- καταφυγίων» που ασχολούνται με την πολιτική υποδοχής και κοινωνικής ένταξης, αψηφώντας ανοιχτά τις επιλογές των  κλειστών θυρών που ακολουθούν εθνικές κυβερνήσεις και ευρωπαϊκοί θεσμοί. Εδώ υπάρχει μια διευρυμένη και χωρίς περιορισμούς ιδέα της ιδιότητας του πολίτη, διότι το να αποφασίζεις ότι όλοι οι κάτοικοι στις πόλεις μας, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους και της κοινωνικής τους θέσης, μπορούν να απολαμβάνουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, είναι για την ώρα κάτι το ανατρεπτικό.

Πρέπει να είμαστε εξίσου σαφείς για το τι σημαίνει «πρωταγωνιστής». Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να εγκαταλείψουμε κάποιες αυταπάτες σχετικά με τη «συμμετοχικότητα», οι οποίες συνόδευαν το παγκόσμιο κύμα κοινοτισμού των αρχών της δεκαετίας του 2000 [Caccia, 2002]: δεν πρόκειται για επίσημες διαδικασίες διαβουλεύσεων και πρωτοκόλλων. Το ερώτημα είναι μάλλον αυτό το τι, πώς και κυρίως ποιος αποφασίζει. Η εστίαση στην πολιτική απόφαση είναι η πραγματική κληρονομιά των ανοικτών πλατειών του 2011, του κύκλου των αγώνων που ξεκινάει από το κίνημα 15Μ, των acampadas (ΣτΜ: κατασκηνώσεων) και στη συνέχεια των mareas (ΣτΜ: εργατικών παλιρροιών) [Candeias-Völpel, 2014]. Είναι τα διακριτικά χαρακτηριστικά της ποικιλίας των αγώνων εναντίον των ανισοτήτων που μπορούν να δώσουν ουσία και κοινωνικό νόημα στο γενικό σημαίνον «οι από κάτω εναντίον των από πάνω». Οι ολιγαρχίες, μερικές από τις οποίες είναι σταθερά εμφυσημένες στο πολιτικό σύστημα (και στα μέσα μαζικής ενημέρωσης), αλλά πρωτίστως είναι οικονομικές και χρηματοπιστωτικές, έχουν πάρει στην κυριαρχία τους- και προσπαθούν να το κάνουν καθημερινά στις πόλεις μας- τους συλλογικούς πόρους και την παραγωγή πλούτου και αυτό είναι κάτι το σύνηθες.

Υπό αυτή την έννοια, οι νέες κοινοτικές υποθέσεις προσπαθούν να αναπτύξουν τη ρητορική του «99 τοις εκατό έναντι του 1 τοις εκατό» σε μια κύρια πρακτική, με προτάσεις που αποσκοπούν σε μια πραγματική μεταμόρφωση της μητρόπολης (και των θεσμών της), έτσι ώστε να εξασφαλιστούν- όπως επαναλαμβάνεται στις Αρχές του Barcelona en Comù- «τα θεμελιώδη δικαιώματα και μια αξιοπρεπής ζωή για όλους» με μια «οικονομία βασισμένη στην κοινωνική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη».

Οι πλατφόρμες των Ιβήρων πολιτών και η τωρινές δοκιμασίες τους στην κυβέρνηση, εμπνέουν όλη την Ευρώπη για μια γενική επανεξέταση, κάτι που δεν μπορεί πλέον να αναβληθεί στις κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές χειραφέτησης της Αριστεράς σε τοπικό επίπεδο. Το να μιλάμε για ένα «μοντέλο» όμως, θα ήταν λάθος. Η Βαρκελώνη είναι ένα μοναδικό και ιδιαίτερο παράδειγμα, καθώς ανατρέπει την τάξη των καθορισμένων ρόλων. Είναι ένα παράδειγμα, όπως αυτά που εμπλουτίζουν τις σελίδες της Ηθικής του Σπινόζα. Εάν είμαστε έτοιμοι να κατανοήσουμε το βαθύ πνεύμα της νέας σκέψης περί κοινοτισμού, θα καταλάβουμε εύκολα πώς η ισχυρή φανταστική σημασία αυτών των εμπειριών μετατρέπει ενδεχομένως οποιοδήποτε τοπικό γενικό πλαίσιο σε ένα πραγματικό «εργαστήριο» που εξελίσσεται μέσα από τη δική του κοινωνική, πολιτική και θεσμική δυναμική.

Από αυτή την άποψη, ένα από τα πιο συνηθισμένα λάθη είναι η κατασκευή αναλυτικών ονειρικών κατασκευών, όπου προφανώς τα πάντα φαίνονται ταιριαστά. Ή να θεωρήσουμε, με βάση τέτοιες κατασκευές, μια αφηρημένη «κεντρική θέση» αυτής ή εκείνης της πολιτικής θέσης. Δεν πρέπει να φορτώσουμε στους ώμους των νέων κοινοτικών δοκιμασιών το βάρος της δραστικής ανάκαμψης, που θα χρειαζόταν για να σώσουμε την Ευρώπη από τον εαυτό της και από τη διαδικασία της αποσύνθεσης. Τέτοιες δοκιμασίες είναι σίγουρα ένα σημαντικό αντίδοτο ενάντια στην επικίνδυνη επιστροφή του εθνικισμού. Αποτελούν έναν καθοριστικό χώρο για τη δοκιμή καινοτόμων πρακτικών με τους πολίτες άμεσους πρωταγωνιστές στη λήψη πολιτικών αποφάσεων και μπορούν σίγουρα να χρησιμεύσουν στην ανασυγκρότηση ενός κοινωνικού ιστού, ο οποίος ξεφτίζει μετά από τέσσερις δεκαετίες νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αν όμως θέλουμε σήμερα στην Ευρώπη να θέσουμε τη δημοκρατία και την κοινωνική ισότητα στο πρόγραμμα, πρέπει να τολμήσουμε να ακολουθήσουμε μια πολυεπίπεδη λογική και να μάθουμε από πιο εξελιγμένες μορφές «κοινωνικής διακυβέρνησης» [όπως για παράδειγμα στον Joerges-Sand-Teubner, 2004]. Η συσσώρευση της δύναμης που απαιτείται για να αντιστραφεί η δραματική ασυμμετρία των σημερινών σχέσεων εξουσίας μπορεί να προέλθει μόνο από μια πληθώρα πρωτοβουλιών, από τη σύνδεση και τον συγχρονισμό τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο «νέος κοινοτισμός» δεν έχει να κάνει με μια μικρότερη κλίμακα, μια που είναι πιο προσιτή «από κάτω» σε σύγκριση με το εθνικό ή διακρατικό επίπεδο, ακόμη και αν έχει τροφοδοτηθεί από  τη ρητορική του ότι «το μικρό είναι και όμορφο», προτείνοντας σε ένα πιο χαμηλό επίπεδο την τοπικιστική  ιδεολογία του «Kleinen Vaterländer» (ΣτΜ: των μικρών μας πατρίδων).

Εσωτερικά και εξωτερικά όρια του Νέου Κοινοτισμού: Πώς να τα ξεπεράσουμε

«Η νίκη στις εκλογές δεν είναι το ίδιο με το να ξανακερδίσεις την πόλη» [Shea Baird, 2015]. Η κυβέρνηση και η εξουσία είναι δύο ξεχωριστά πράγματα και μια νέα αντίληψη του πρώτου μπορεί να αποφύγει τις παγίδες της αβέβαιης λογικής του αντιπροσωπευτισμού μπροστά στην προοπτική του νέου κοινοτισμού. Η κρίση στην πολιτική εκπροσώπηση είναι σοβαρή, βασική και αμετάκλητη. Δεν χρειάζεται να ανατρέξουμε εδώ στους ιστορικούς λόγους για τους οποίους ο σχέση μεταξύ της ανάθεσης και της άσκησης των πολιτικών υποχρεώσεων καταργήθηκε οριστικά. Αυτό που έχει σημασία είναι η ρήξη μεταξύ καπιταλισμού και δημοκρατίας, κάτι που είναι εμφανέστατο. Οι πλατφόρμες των πολιτών όπως το Barcelona en Comù μπόρεσαν να κερδίσουν τις τοπικές εκλογές στην Ισπανία φέρνοντας ένα ισχυρό μήνυμα και αυτό ήταν η έκκληση για μια κοινή συναίνεση που δεν θα ήταν «αντιπροσωπευτική των αγώνων» (δηλαδή το δικαίωμα για ένα βήμα «για λογαριασμό» των κοινωνικών κινημάτων), αλλά θα είχε τη διακυβέρνηση της πόλης, προκαλώντας πραγματική αλλαγή.

Αυτό είναι εφικτό μόνο αν διατηρηθεί ανοικτή μια διαρκής διαλεκτική μεταξύ της συγκρουσιακής και της προτεινόμενης κοινωνικής δυναμικής αφενός, και των δημιουργικά δεκτικών θεσμικών δομών, αφετέρου. Με έναν τρόπο που συνδυάζει την προώθηση από κάτω των «νέων θεσμών», με μια μεγάλη αλλαγή, ικανή να χρησιμοποιηθεί από τα ίδια «θεσμικά όργανα». Μια τέτοια διαδικασία είναι μοιραίο να βρεθεί αντιμέτωπη με τους εσωτερικούς και εξωτερικούς περιορισμούς ακόμη και της πιο υποκειμενικά ριζικής και καινοτόμου τοπικής περίπτωσης. Και εδώ δημιουργείται το ζήτημα της εξουσίας: Μέσα στον πυκνό αυτό ιστό των πραγματικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων των μέσων ενημέρωσης και της πολιτικής εξουσίας, που ενισχύουν τη ζωή της μητρόπολης. Ούτε πρέπει να ξεχνάμε τους νομικούς και θεσμικούς, οικονομικούς και δημοσιονομικούς περιορισμούς που επηρεάζουν κάθε απόφαση στη διακυβέρνηση της πόλης: από τους εθνικούς ως τους παγκόσμιους περιορισμούς, μέσα από τους δεσμούς που επιβάλλει ο εκτελεστικός ρόλος των κρατών-μελών στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.

Αυτή η διαδικασία μας φέρνει αντιμέτωπους με μια πρόκληση: πρέπει να επιβάλουμε αυτά τα όρια και να αναπτύξουμε, πέρα από κάθε πειρασμό για τοπικισμό, μια νέα στάση στη σχέση μεταξύ των «επαναστατικών πόλεων» (όπως κάποτε τις ονόμασε ο Τζεράλντο Πισαρέλο, επαναλαμβάνοντας τον Χάρβεϊ). Να κατασκευάσουμε έναν πολιτικό χώρο έκφρασης για τις «Ατρόμητες Πόλεις», τις πόλεις που έχουν την ικανότητα να διατηρούν και να ενισχύουν αποδοτικές σχέσεις τόσο με τους αγώνες όσο και με τα κοινωνικά κινήματα και με τα πολιτικά κόμματα που είναι προσανατολισμένα προς την αλλαγή σε εθνικό επίπεδο και ακόμη περισσότερο με το σημερινό απαραίτητο πλαίσιο της ευρωπαϊκής και ευρω-μεσογειακής διακρατικής δράσης. Στις πόλεις η μεταβίβαση της εκ των άνω κυριαρχίας, από τα θεσμικά όργανα στους πολίτες, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάκτηση χώρων δημοκρατικής κυριαρχίας από κάτω, προς ανώτερες εξουσίες. Και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια γρήγορη μεταβολή από τον ενθουσιασμό στην απογοήτευση, από την ευφορία στην κατάθλιψη.

Το άρθρο αυτό δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στη γερμανική γλώσσα για το LuXembourg Zeitschrift και στη συνέχεια στην ιταλική ιστοσελίδα του EuroNomade, προσμένοντας για μια ευρύτερη επικείμενη μελέτη. Ευχαριστούμε το Rosa-Luxemburg-Stiftung που επέτρεψε τη δημοσίευσή του στο PoliticalCritique.org.

Το TPP είναι αποκλειστικός συνεργάτης του Political Critique στην Ελλάδα