Από το 2023 και βλέπουμε, η προσέγγιση της κυβέρνησης για τις φοροελαφρύνσεις σε μισθωτούς και συνταξιούχους , όπως ξεκαθάρισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης, μιλώντας στον Ant1. Όσον αφορά στον κατώτατο μισθό, ο ίδιος σημείωσε πως δεν προβλέπεται αύξηση ενώ στο έλεος της «αγοράς» τίθενται τα προνοιακά επιδόματα.
Ο υπουργός σημείωσε χαρακτηριστικά πως «παρά τα δέκα χρόνια μνημονίων και τα δύο χρόνια πανδημίας η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων που είναι μικρομεσαίοι δεν θα έχουν δυνατότητα συμψηφισμού οφειλών και επιστροφών». Αυτό σημαίνει πως θα κληθούν να πληρώσουν το σύνολο των οφειλών τους παρότι σε ελάχιστες περιπτώσεις ο τζίρος τους ήταν έστω επαρκής για την παραμονή τους σε λειτουργία.
Ο κ. Σκυλακάκης τόνισε ότι για περιπτώσεις επιστροφών «δεν πρόκειται να κάνουμε κανενός είδους συμψηφισμό, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρήσεις έχουν μία υποχρέωση που θα αρχίσει από 1η Ιανουαρίου του 2022, μία ήπια υποχρέωση που πιστεύω ότι θα ανταποκριθούν σε αυτήν. Το κράτος βρέθηκε δίπλα τους σε μία κρίσιμη ώρα, πρέπει και αυτοί να βρεθούν κοντά στην υπόλοιπη κοινωνία. Οι επιχειρηματίες υπό κανονικές συνθήκες παράγουν και προσφέρουν φόρους. Η μαζική ενίσχυση ήταν έκτακτη συνθήκη, όχι μόνιμη». Για τις πρώτες φορολογικές δηλώσεις, ο υπουργός σχολίασε ότι «προχωράει η ροή κανονικά, έχουμε σημαντικό αριθμό δηλώσεων. Φέτος θα είναι μία χρονιά που “θα σας πάρουμε λιγότερα”».
«Δεν προβλέπεται ακόμη αύξηση κατώτατου μισθού»
Για τον κατώτατο μισθό, τον οποίο δεσμεύτηκε να αυξήσει στα 800 ευρώ ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο των προτάσεων για το «Ελλάδα + Εργασία», ο υπουργός της ΝΔ σημείωσε: «Η σημερινή φάση είναι πολύ ευαίσθητη, ειδικά οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν ισορροπήσει, θέλουν λίγο χρόνο. Στην πορεία θα έχουμε μία πολύ αυξημένη ζήτηση εργατικού δυναμικού και μία αύξηση των μέσων μισθών, κατώτατων, όλης της γκάμας. Όταν αυτή αρχίσει να διαπιστώνεται, τότε θα πρέπει να προσαρμόσουμε και τον κατώτατο μισθό. Οι κυβερνητικές πρακτικές πρέπει να ακολουθούν την οικονομική εξέλιξη, δεν μπορείς να την επιβάλλεις διατάσσοντας» και πρόσθεσε πως «περιμένουμε σε διάφορους τομείς πολλές δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις, οι επιχειρήσεις ήδη αρχίζουν να αντιμετωπίζουν προβλήματα εύρεσης ανθρώπινου δυναμικού και ειδικά στα πιο εξειδικευμένα στελέχη θα υπάρχει αυξημένη πίεση», χωρίς να διευκρινίσει αν συνδέονται «εξειδικευμένα στελέχη» και κατώτατες αποδοχές.
«Το τι χώρο θα έχουμε θα το ξέρουμε όταν οριστικοποιηθούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι. Για το 2021 και το 2022 υπάρχει η ρήτρα γενικής διαφυγής, δηλαδή δημοσιονομική ελευθερία αρκεί να μην λαμβάνουμε μόνιμα μέτρα. Από το 2023 και μετά θα αρχίσει να δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος. Πόσος θα είναι, θα εξαρτηθεί από το πώς θα πάει η οικονομία φέτος, πόσα χρήματα θα αρχίσει να παράγει. Καλώς ή κακώς, εκεί θα κριθούν … στο βαθμό που θα υπάρχει χώρος, πρώτη μας προτεραιότητα είναι η μείωση φόρων για όσο μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού γίνεται» απάντησε ο γαλάζιος υπουργός όταν ρωτήθηκε για το τι θα γίνει με τους συντελεστές φορολόγησης για μισθωτούς και συνταξιούχους, ενώ φειδωλός στις απαντήσεις του υπήρξε για τους επιχειρηματίες.
Στην κυνική παραδοχή ότι όταν η οικονομία ευημερεί θα αυξάνονται τα επιδόματα, αλλά σε περιόδους κρίσης αντί να αυξάνονται τα προνοιακά κονδύλια θα αυξάνονται οι δικαιούχοι προχώρησε ο κ. Σκυλακάκης, κάνοντας λόγο όχι για πάταξη της φοροδιαφυγής αλλά για δημιουργία ενός περίπλοκου μηχανισμού για την απόδοση προνοιακών δικαιωμάτων. «Υπάρχουν κοινωνικά επιδόματα που λειτουργούν ως δίχτυ ασφαλείας. Το βασικό είναι το επίδομα ανεργίας. Αυτά πρέπει να προσαρμόζονται στο κόστος ζωής. Αν αυξάνεται το κόστος ζωής, πρέπει να αυξήσουμε και τα όρια των εισοδημάτων. Από εκεί και πέρα, αν μπορέσουν οι άνθρωποι να έχουν πολύ καλύτερα εισοδήματα, θα μπορούμε να βοηθήσουμε περισσότερο αυτούς που παραμένουν “σε ανάγκη”, παρά αυτούς που έχουν ήδη έναν καλό μισθό», είπε χαρακτηριστικά. «Σε μία χώρα με μεγάλη φοροδιαφυγή, κάποιος που φοροδιαφεύγει μετά μπορεί να έρθει να διεκδικήσει και επίδομα. Έχει νόημα να ψάχνουμε με πολλή προσοχή, να βοηθάμε όσους είναι σε δυσκολία πραγματικά. Γιατί πολλές φορές αυτά τα δίκτυα προστασίας δεν κοιτάνε την πραγματική ζωή των ανθρώπων» κατέληξε.