Παραφράζοντας την επική θερινή διοργάνωση του ΥΠΠΟΑ «Όλη η Ελλάδα ένας Πολιτισμός» θα λέγαμε πως «όλη η σύγχρονη εθνική πολιτιστική πολιτική βρίσκεται μέσα σε ένα καφάσι», καθώς το καφάσι είναι το σημειωτικό εκείνο αντικείμενο ή αλλιώς η λαϊκή ρητορική που έκανε δημοφιλές πολιτικό τρολ πριν από μερικά χρόνια τον Υφυπουργό σύγχρονου Πολιτισμού, Νικόλα Γιατρομανωλάκη.
Παρατηρούμε από την αρχή πολιτικής ανάληψης του κομβικού για τον σύγχρονο πολιτισμό υπουργείου, μια διαρκή σύγκρουση -άρνηση συμμετοχής σε ένα πολυδιάστατο διάλογο με την καλλιτεχνική κοινότητα… Όλα τα κρίσιμα ερωτήματα που θέτουν σωματεία, φορείς και πρωτοβουλίες, παραμένουν αναπάντητα μέσα σε μια απρόθυμη αποστολή αριθμών πρωτοκόλλων παραγνωρίζοντας τη θεμελιώδη προτεραιότητα της δημόσιας διαβούλευσης σε εθνικό επίπεδο γενικότερα, κι όχι μόνο στην περίπτωση του Εθνικού θεάτρου. Οι στρατηγικοί στόχοι του ΥΠΠΟΑ σε σχέση με το Εθνικό θέατρο βρίσκονται διαρκώς μέσα σε αδόκιμες γενικεύσεις, οι οποίες καθιστούν το διαχειριστικό πρόβλημα της κρίσης των τελευταίων μηνών σε ένα προδιαγεγραμμένο πάλι σχέδιο έντασης με την εναλλαγή απλώς ενός νέου ονόματος στην καλλιτεχνική διεύθυνση της πρώτης κρατικής σκηνής της χώρας. Η εισήγηση μιας μόλις σελίδας του Γιατρομανωλάκη στην ψήφιση της τροπολογίας της 14ης Απριλίου, αποτελεί άλλη μια ιδεολογική πόλωση ενός θεσμικού μηχανισμού που αρνείται να παρακολουθήσει τον δυσνόητο για αυτόν κοσμοπολιτισμό της σύγχρονης θεατρικής πραγματικότητας.
Αλήθεια όμως, ποια είναι σήμερα η ταυτότητα (όχι η εταιρική με σήμα κατατεθέν ένα καφάσι) του Εθνικού θεάτρου; Πώς συνομιλεί με τη σύγχρονη διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα; Γιατί υπάρχει μια διαρκής ανισότητα πρόσβασης τόσο για τους καλλιτέχνες όσο και για ένα μεγαλύτερο, πιο συμπεριληπτικό κοινό; Ποιο είναι το κοινό του; Ποιοι είναι σήμερα οι ιδεολογικοί προβληματισμοί του ιδρύματος; Ποια είναι η πραγματική, κι όχι η φανταστική, σήμερα πρόκληση για την ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού; Με ποια εργαλεία μπορεί να αναζητηθεί η θέση του μέσα στο εθνικό πολιτισμικό κεφάλαιο; Ποια είναι αυτή η βαριά εθνική πολιτιστική βιομηχανία; Κι όλα αυτά χωρούν σε μια τροπολογία; Η νομοθετική διαδικασία, ως ρυθμιστικό εργαλείο δράσης πόσο συνέβαλε στη λύση του προβλήματος του υπόδικου Λιγνάδη και των είκοσι ευνοούμενων φίλων του; Γιατί μέσα από πολιτικές γενικεύσεις αυτή η κυβέρνηση αρνείται την καταλυτική σημασία αυτού του πολιτικού σκανδάλου; Ας κοιτάξει τις δημοσκοπήσεις και τις πιστώσεις που τις αναλογούν.
Από την προκλητική διαχείριση της πανδημίας, στο προκλητικό τσιμέντωμα της Ακρόπολης, στα έργα και ημέρες του ιδιότυπου διδύμου Μενδώνη – Γιατρομανωλάκη, όλα ένας φιλελεύθερος δρόμος. Όλα μέσα στο ίδιο καφάσι.
Αναζητάμε σήμερα τη διεύρυνση του διαλόγου με επίκεντρο μια τροπολογία που πυροδοτεί εκ νέου το θέμα της πολιτισμικής δημοκρατίας. Ήδη έχουν τεθεί από σωματεία και πρωτοβουλίες ξεχωριστά θέματα πολιτικής. Θέματα πολιτικής ατζέντας, θέματα πολιτιστικής διαχείρισης. Η πρωτοβουλία «Φανταστικό Εθνικό θέατρο» (shorturl.at/fBEN8) έχει καταθέσει δημόσια τις προτάσεις της (shorturl.at/wDO25) για αναμόρφωση του πλαισίου επιλογής της νέας καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Εθνικού αλλά και για ευρύτερα θέματα πολιτιστικής πολιτικής.
Ας επεκτείνουμε ωστόσο λίγο τον ορίζοντα της συζήτησης σε μια περιοχή μάλλον αντίρροπων αιτημάτων, ενδεχομένως μέρους της πολιτικής του προβλήματος. Το Εθνικό θέατρο σήμερα έχει έξι σκηνές. Πώς αυτές συγκροτούν σήμερα το καλλιτεχνικό του όραμα; Αν δούμε, για παράδειγμα, τα κρατικά θέατρα στη Γερμανία, κάθε κρατική σκηνή συγκροτείται συνήθως από δύο το πολύ διαφορετικές σκηνές με πλούσιο εναλλασσόμενο ρεπερτόριο που ευνοεί και τον πλουραλισμό της έκφρασης και την εναλλακτική επιλογή.
Η χρήση της έννοιας «πειραματικός» ή «ερευνητικός» στο Εθνικό θέατρο πόσο διαφοροποιεί σήμερα ή ανανεώνει την προσήλωση στο παλαιό – παραδοσιακό νομοθετικό πλαίσιο του 1936 ή του 1994; Η έννοια του «πειραματισμού» και της «έρευνας» τί ανταγωνίζεται σήμερα στην τέχνη; Δεν είναι όλοι οι ίδιοι δρόμοι προς το «ρεαλισμό»; Πως διεκδικεί στο έργο του το Εθνικό την πρόσβαση του παιδικού και εφηβικού κοινού; Μήπως έχει έρθει η ώρα τώρα να αυτονομηθεί το Ρεξ, ως πολιτιστικός οργανισμός με δική του συλλογική καλλιτεχνική διεύθυνση και να παραδοθεί σε καλλιτεχνικούς δρώντες της νεότερης γενιάς; Μήπως ήρθε η ώρα μιας αληθινής τομής για ένα νέο δραματολόγιο που θα αποκλίνει από το ένδοξο εθνικό ή παγκόσμιο παρελθόν; Γιατί κάθε χρόνο στην Επίδαυρο αναδιαμορφώνεται ή αναπαράγεται η εθνική ταυτότητα του Εθνικού θεάτρου μόνο μέσα από την παρουσίαση έργων του αρχαίου -ελίτ- δραματολογίου; Γιατί διαρκώς απουσιάζει η θεσμική συνομιλία στις σκηνές του με περισσότερα έργα του σύγχρονου ελληνικού δραματολογίου; Γιατί απουσιάζει τώρα η συνομιλία με το δημόσιο χώρο;
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία διαμόρφωσης ενός νέου μοντέλου εθνικής πολιτιστικής πολιτικής με καθοριστικά ερωτήματα που πρέπει να τεθούν και να δημιουργήσουν όλες εκείνες τις οσμώσεις που θα συνδιαμορφώσουν μια νέα εποχή για το μέλλον της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η ευκαιρία είναι τώρα. Η αλλαγή παραδείγματος οφείλει να είναι πρακτική και ριζοσπαστική τώρα. Οι συμμαχίες στο πεδίο είναι πολλές. Ο δογματισμός του καθεστώτος του καφασιού τρόλ, του ολοκληρωτισμού πρέπει να τελειώνει. Η δημοκρατία δεν μπορεί να περιμένει. Η ώρα του φανταστικού να γίνει πραγματικό είναι τώρα.