της Μαρίας Απατζίδη
Βουλεύτριας Ανατολικής Αττικής με το ΜέΡΑ25

Όπως κατά την πανδημία του Covid-19, το μοναδικό που έκανε η κυβέρνηση ήταν η καταστολή με τον εγκλεισμό και η εξαγορά των μίντια με κρατικό χρήμα, ώστε να εξωραΐζουν την πραγματικότητα, ενώ δεν προέβη σε μία αντίστοιχη ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, σε μαζικά δωρεάν τεστ και ιχνηλάτηση και στις αναγκαίες προσλήψεις γιατρών, με παρόμοιο τρόπο και τώρα κάνει το μόνα δύο πράγματα που ξέρει να κάνει: καταστολή με αστυνομικούς και προπαγάνδα. Η ειρωνική διαφορά είναι ότι τώρα η καταστολή δεν έγκειται στο να εγκλωβίζονται οι πολίτες στα σπίτια τους, αλλά, αντιθέτως, στο να τα εκκενώνουν, η δε επικοινωνιακή πολιτική πέφτει στα βράχια της πηχτής και ασυγκράτητης λαϊκής οργής. Πρόκειται πάντως για μια ολοκλήρωση της λογικής της καταστολής: Το φθινόπωρο δεν θα είναι δυνατό να γίνει λοκντάουν, γιατί θα έχουν καεί τα σπίτια, στα οποία θα καλούνταν να εγκλειστούν οι πολίτες.

Σε κάθε περίπτωση, οι γυμνές ζωές των πολιτών, είτε έγκλειστες, είτε ασκεπείς, οι ζωές οι απογυμνωμένες από νόημα που να βασίζεται σε μία αρμονία με τη φύση, αποτελούν τη μεγαλύτερη ηδονή για την εξουσία, η οποία μπορεί έτσι να τις ελέγχει καλύτερα σε οποιαδήποτε συμμόρφωση προς τα κελεύσματά της. Ουσιαστικά ο καπιταλισμός λειτουργούσε πάντοτε έτσι: Η μετάβαση από τη φεουδαρχική στην καπιταλιστική εποχή πραγματοποιήθηκε με τις περιφράξεις των δημόσιων κοινοτικών χώρων και έκτοτε το καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί με συνεχή ξεριζώματα πληθυσμών, μία πρακτική που έχει ονομαστεί «απεδαφικοποίηση» από τους μελετητές του καπιταλισμού. Ο πρωθυπουργός πάλι όρισε ως ζητούμενο μια νέα «κουλτούρα εκκένωσης» που κατά βάθος είναι το ίδιο πράγμα. Χαρακτηριστικό είναι το ξερίζωμα που πραγματοποιεί στη Βραζιλία ο ακροδεξιός ηγέτης Ζαΐρ Μπολσονάρου, ο οποίος επίσης εργαλειοποίησε τις καταστροφικές πυρκαγιές στον Αμαζόνιο. Δυστυχώς, ένα παρόμοιο ξερίζωμα ζουν οι άνθρωποι και στις μέρες μας στην Ελλάδα από τον Έλληνα Μπολσονάρου με τελειοποιημένες από το κυβερνητικό καθεστώς μόνο τις τεχνικές της καταστολής και της επικοινωνίας και στο όνομα μιας μελλοντικής ανάπτυξης που ενδέχεται να περιλάβει και μια ψευδεπίγραφη μορφή υποτίθεται «πράσινης μετάβασης».

Πρέπει να προσέξουμε μία λεπτή διαφορά: Είναι άλλο η πολιτεία να παρέχει εγκαίρως την ειδοποίηση στους κατοίκους απειλουμένων περιοχών ότι πρέπει να τις εκκενώσουν για να σωθούν, το οποίο είναι απαραίτητο ή και αυτονόητο και δείγμα εύρυθμης λειτουργίας του κράτους. Και είναι άλλο να εκκενώνονται μαζικώς χωριά με τη βία, ακόμη και αυτά που δεν απειλούνται, με μία εντελώς δυσανάλογη παρουσία αστυνομικών που υπερκεράζουν τους πυροσβέστες. Το τελευταίο δυστυχώς δεν θυμίζει ένα φιλικό κράτος που σώζει πολίτες τους οποίους θεωρεί υπεύθυνους, αλλά μάλλον παραπέμπει σε άλλες πολύ σκοτεινές εποχές της Δεξιάς, όταν το κράτος εκκένωνε αντιφρονούντα χωριά με το ζόρι και κάπου έμπαινε και μία φωτιά ως πρόσχημα για να ολοκληρώσει το σκηνικό.

Δεν είναι, λοιπόν, απλώς ότι με το να τονίζουν αποκλειστικά και μόνο τη σωτηρία της «γυμνής ζωής» θέτουν «τον πήχυ πολύ χαμηλά», όπως είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι ότι το να διαχωρίζει ο πρωθυπουργός στο διάγγελμά του τη σωτηρία της γυμνής ζωής από τη σωτηρία του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και των περιουσιών και των δημοσίων υποδομών, θέτοντάς τα σε ιεράρχηση και λέγοντας ότι η συνολική διάσωση είναι «ανέφικτη», δίνει ένα πάρα πολύ παρωχημένο, αναχρονιστικό και εσφαλμένο μήνυμα. Δίνει το μήνυμα ότι μπορεί να επιβιώσει ο άνθρωπος χωρίς το φυσικό περιβάλλον, ακόμη κι αν αυτό θυσιαστεί. Ότι ένα ελαχιστοποιημένο (πλην αστυνομίας και επιτελικής προπαγάνδας) κράτος έχει χρέος να διατηρεί μόνο μία ελαχιστοποιημένη ύπαρξη, αποκομμένη από τη φύση και από όλες τις αξίες και τα νοήματα που συνιστά η σχέση με αυτήν, η αξιοποίησή της μέσα από την εργασία και μια ζωή μόχθου σε διάλογο μαζί της. Σήμερα που είναι περισσότερο ανάγκη από ποτέ να εμφυσηθεί η αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι ένα μέρος του φυσικού συνόλου και έχει απόλυτη αλληλεξάρτηση με αυτό για τη σωτηρία του, ο πρωθυπουργός έρχεται να μας πει ότι μπορεί να αποκοπεί ο άνθρωπος από τη φύση και, όχι τυχαία, και από την περιουσία του, αφού στους ανθρώπους του υλικού μόχθου αυτά τα δύο πάνε μαζί, και να επιβιώσει ανεξάρτητα από αυτά. Κάθε πρωθυπουργικό διάγγελμα σμπαραλιάζει δεκαετίες οικολογικής σκέψης για το μέλλον του πλανήτη, παλινδρομώντας σε αντι-οικολογικό βαρβαρισμό.

Κουλτούρα εκκένωσης: Η θυσία των τοπικών κοινωνιών, της δημοκρατίας και της οικολογίας στον βωμό της ανάπτυξης

Η διάλυση των τοπικών κοινωνιών στην Αττική και την Εύβοια, καθώς και στα άλλα μέτωπα, όπως στην Πελοπόννησο, θα είναι πρωτοφανής. Και δεν είναι μόνο τα σπίτια και οι περιουσίες. Είναι ότι κοινωνίες ολόκληρες ζούσαν πριν την πυρκαγιά από οικολογικές οικονομίες σχετιζόμενες με το δάσος, όπως από το μέλι, τη ρητίνη, τις ελιές, τα σύκα και έναν οικολογικό τουρισμό μικρής κλίμακας. Τώρα, όπως ανήγγειλε η Μητσοτάκης Α.Ε., στα ίδια δάση που ήταν η παραγωγική βάση των ανθρώπων αυτών θα μπουν οι «ανάδοχοι» ολιγάρχες ενώ οι άλλοτε οικείοι τους για να ζήσουν θα πρέπει να μεταναστεύσουν ή/και να αναζητήσουν δουλειά στον τομέα των υπηρεσιών αποκομμένοι από το περιβάλλον τους. Μαζί θα καταστραφεί και η πολιτική ζωή των τοπικών κοινωνιών, η δυνατότητά τους να ανθίστανται στο μεγάλο κεφάλαιο, γεγονός που δείχνει γιατί η κυβέρνηση των ολιγαρχών βιάζεται να τους επιβάλλει την «κουλτούρα εκκένωσης», δηλαδή την κουλτούρα να εκκενώνουν τα σπίτια τους, τις δουλειές τους, τις πολιτικές και κοινωνικές συνυπάρξεις τους και να γίνονται νομάδες, όπως θέλει ο καπιταλισμός της ύστερης νεωτερικότητας. Πληρώνοντας μάλιστα το εισιτήριο της φυγής τους, όπως άλλοτε οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης είχαν αναγκαστεί να πληρώσουν το εισιτήριό τους για το Άουσβιτς. «Κουλτούρα εκκένωσης» το είπε εύγλωττα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, οι θεωρητικοί του καπιταλισμού το ίδιο πράγμα το λένε «απεδαφικοποίηση» και «καπιταλισμό των νομάδων». Και είναι εξοργιστικό ότι η νεοφιλελεύθερη διανόηση μες στο τυφλωμένο της θράσος κάνει τώρα σχέδια για μια πιλοτική Εύβοια όπου θα εφαρμοστεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης, παραβλέποντας μυωπικά ότι η παλαιά Εύβοια που κάηκε, καθώς και άλλες πληγείσες κοινότητες, είχαν πολύ περισσότερο αυτό που χρειάζεται η ανθρωπότητα σήμερα: Μια μορφή οικολογικής ανάπτυξης με σχέσεις όπου η πολιτική συνύπαρξη χτιζόταν πάνω στην αρμονία με το περιβάλλον.

Ως ΜέΡΑ25 πιστεύουμε στη βαθιά σύνδεση οικολογίας και δημοκρατίας, καθώς και οι δύο ξεκινούν από τοπικές αποκεντρωμένες σχέσεις. Στο πρόγραμμά μας, ενώ προβάλλουμε τις αρχές της σύγχρονης δικαιωματικής δημοκρατίας, η οποία διέρχεται κρίση, προσπαθούμε να τη μπολιάσουμε και με το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής συμμετοχικής δημοκρατίας, η οποία βασιζόταν στην τοπική συνύπαρξη σε αρμονία με τη φύση. Για αυτό λ.χ. δίνουμε έμφαση στα τοπικά συμβούλια με συνύπαρξη εκλεγμένων και κληρωτών και για αυτό πιστεύουμε ότι αυτή η έμφαση στην τοπικότητα δεν μπορεί παρά να συνδέεται με τον σεβασμό του τοπικού φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο ζει η κοινότητα. Το αντίθετο βλέπουμε στην τραγωδία που ζούμε: Ένα συγκεντρωτικό «επιτελικό» κράτος προβάλλει την «κουλτούρα εκκένωσης», για να ξεριζώσει τις τοπικές κοινωνίες και να τους επιβάλει την «ολιγαρχία» εν προκειμένω των αναδόχων ολιγαρχών που θα έρθουν απ’ έξω να επιβάλουν λύσεις προσαρμοσμένες στο ιδιωτικό συμφέρον τους. Για τον λόγο αυτό είναι απαραίτητο να τονίσουμε την αλληλεξάρτηση οικολογίας και μιας τοπικής συμμετοχικής δημοκρατίας.

Επικοινωνιακή διαχείριση αντί για πολιτική διαβούλευση

Όλα αυτά από έναν πρωθυπουργό που επιλέγει τον δρόμο των διαγγελμάτων σαν να είναι εστεμμένος μονάρχης και ένα ύφος γυμνασιάρχη της δεκαετίας του 1950, γεμάτο πατερναλισμό, νουθεσία, πατρονάρισμα και μια χαμογελαστή αυταρέσκεια στα όρια της κοινωνιοπάθειας. Έναν πρωθυπουργό που ενώ του χτίζουν οι επικοινωνιολόγοι προφίλ Μεσσία και Μωϋσή, μετά απορούν γιατί ο λαός τον στοχοποιεί για τα δεινά του. Περισπούδαστοι νεοφιλελεύθεροι διανοούμενοι σκανδαλίζονται για το «μίσος», τη «χυδαιότητα» και την πτώση επιπέδου στα συνθήματα του λαού, σαν το αντίστοιχο «έρχεται πίτσα» που χρησιμοποιούσαν προεκλογικώς και οι ίδιοι, αλλά ακόμη και υποψήφιοι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, να ήταν απλώς μια γαστρονομική διαπίστωση. Ξεχνούν ότι η κραυγή του ξεσπιτωμένου λαού απλώς προσπαθεί με κάθε τρόπο να διαπεράσει το φράγμα που έχει στήσει η με πακτωλό κρατικών εκατομμυρίων εξαγορά των συστημικών μίντια της Λίστας Πέτσα. Ένας λαός που η αγωνία του δεν μπορεί να ακουστεί παρά μόνο με ακραία φιλτραρισμένο τρόπο μέσα από επιβολή διαπιστώσεων ότι «η κυβέρνηση έκανε το καλύτερο ανθρωπίνως δυνατό» ορισμένες φορές δεν έχει άλλο τρόπο να ακουστεί παρά με μία κραυγή που πρέπει να σπάσει την προκλητική αυταρέσκεια του πρωθυπουργού και των επικοινωνιολόγων του, όπως αυτή αναπαράγεται στα πετσοταϊσμένα μίντια. Παράλληλα με την κραυγή αυτή υπάρχει ασφαλώς και ο δομημένος πολιτικός λόγος και θα συνεχίσει να αρθρώνεται μέσα από κοινωνικά προτάγματα. Αλλά η παρούσα κυβέρνηση καλλιεργεί τον τραμπουκισμό ακροδεξιών παρακρατικών, όπως είδαμε στον πρόσφατο προπηλακισμό των δημοσιογράφων του OPEN υπό τα αδιάφορα βλέμματα της αστυνομίας. Και φυσικά οι ολιγάρχες που ελέγχουν και τα μίντια, και την οικονομική ζωή, στο μέλλον και τα δάση, και τραμπουκίζουν όποιον εναπομείναντα δημοσιογράφο κάνει το καθήκον του, και εκφράζουν διά του πρωθυπουργού στη Συνέντευξη Τύπου την ενόχληση για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το μόνο που είναι προς ώρας ανεξέλεγκτο.

Και ενώ η νεοφιλελεύθερη διανόηση σκανδαλίζεται για τον λαϊκισμό και ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει το αδιανόητο θράσος να συνδέει εντελώς αυθαίρετα την κριτική προς τις ανεμογεννήτριες με το αντιεμβολιαστικό κίνημα κάνοντας διπλό κακό και στην πολιτική των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και στην εμβολιαστική πολιτική, στην πραγματικότητα είναι η δεξιά κυβέρνηση που έρχεται να καπηλευτεί ύπουλα τα πρωτοπόρα αριστερά προτάγματα, διαστρέφοντας ασφαλώς το νόημά τους. Είναι η κυβερνώσα παράταξη που κάνει εμπρησμολογία και ψευδείς συνωμοσιολογίες χαμηλότατου επιπέδου, είναι ο πρωθυπουργός που αναζητεί δικαιολογίες στην κλιματική αλλαγή, λες και η κλιματική αλλαγή είναι μια φυσική εξέλιξη ή θεομηνία και δεν είναι το απότοκο των πολιτικών που αυτός εφαρμόζει, όπως οι εξορύξεις και η γεωπολιτική των αγωγών σε αγαστή συνεργασία με τις Exxon-Mobil, Total κ.ά. Αντί ο πρωθυπουργός να χρησιμοποιεί την έκφραση «κλιματική αλλαγή» με δέος και μετάνοια για τις δικές του πολιτικές που συμβάλλουν σε αυτήν, την επικαλείται σαν ένα είδος μασίφ εξωτερικού παράγοντα που δικαιολογεί τα πάντα ή σαν μια «στραβή στη βάρδια» που του έτυχε, όπως θα έλεγε μια πρώην περιφερειάρχης. Και στους μεν κατοίκους δόθηκε η γνωστή λύση της απλής αναστολής και όχι κατάργησης πληρωμών (Δ.Ο.Υ., ασφαλιστικά ταμεία) και αναγγέλθηκαν αποζημιώσεις, μέρος των οποίων θα είναι δάνειο, ώστε να εκμεταλλευτούν την καταστροφή και οι φίλοι της κυβέρνησης τραπεζίτες. Η δε διαχείριση θα είναι και εδώ επικοινωνιακή με τον Σταύρο Μπένο, που «ξέρει από καταστροφές και ανασυγκρότηση» στον ρόλο μιας «Γιάννας Αγγελοπούλου» των δασών.

Όμως, έχει έρθει πια η ώρα να μην ακολουθούμε τα επικοινωνιακά τερτίπια της κυβέρνησης και τα ψευδοδιλήμματα που μας θέτει, αλλά να θέσουμε τα δικά μας προτάγματα. Η σωτηρία των δασών αλλά και του πλανήτη δεν μπορεί παρά να είναι ταυτόχρονα σοσιαλιστική, δημοκρατική, οικολογική και φεμινιστική. Όταν οι ολιγάρχες φτάνουν να μπουν ακόμη και στα δάση και να μας προτείνουν ως δόγμα την «κουλτούρα εκκένωσης», προκύπτει μια νέα μορφή του διλήμματος «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Ένας σοσιαλισμός, όμως, που περιλαμβάνει οπωσδήποτε και την οικολογία και τον φεμινισμό, καθώς η δασοκτονία δεν είναι παρά μια άλλη ευρύτερη μορφή γυναικοκτονίας. Όλες αυτές τις μέρες ζήσαμε στο πετσί μας, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο, τι σημαίνει βαρβαρότητα. Μένει να δούμε τι σημαίνει σοσιαλισμός.