Ένα ιστορικό κείμενο που δίχασε το αναρχικό κίνημα, και επανέρχεται πάντα επίκαιρο σε συγκυρίες σαν την πρόσφατη κλιμάκωση στην περιοχή του Κόλπου.
To 1916, o Πιότρ Κροπότκιν κι ο Ζαν Γκραβ, υπερασπίστηκαν την εμπλοκή των Αναρχικών στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξεκάθαρα κατά της αυτοκρατορικής Γερμανικής μηχανής. Μαζί με 13 ακόμη συντρόφους, υπέγραψαν το περίφημο Μανιφέστο των 16 (που ήταν 15).
Το Μανιφέστο των 16 έβλεπε την στήριξη στον πόλεμο των Συμμάχων ως πράξη Αντίστασης έναντι της Ιμπεριαλιστικής, βάρβαρης μηχανής της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αναρχικοί, έλεγε, πρέπει να συνταχθούν με τις δυνάμεις των Συμμάχων, μέχρι την ήττα αυτής της μηχανής. Κάτι τέτοιο, υποστήριζε, θα βοηθούσε και τη γενίκευση του αναρχικού κινήματος στην Ευρώπη. Θα αποτελούσε φυσική γέφυρα με το λαϊκό, εργατικό αίσθημα.
Το Μανιφέστο, για το οποίο ο Κροπότκιν υπέστη απίστευτες προσβολές από τους ίδιους του τους συντρόφους («όποιος καλεί σε πόλεμο δεν είναι ούτε αναρχικός ούτε αντιμιλιταριστής»), αποτελεί ένα κείμενο πάντα επίκαιρο. Όπως έχει γραφτεί, με αυτό, τόσο εκείνος όσο και οι άλλοι 14, αρνήθηκαν να μπουν στα στεγανά της ιδεολογικής καθαρότητας, υπερασπιζόμενοι τους λαούς και ανοίγοντας νέα πεδία στον τρόπο που το κίνημα αντιμετωπίζει τον πόλεμο και ερμηνεύει το δικαίωμα στην αυτοάμυνα. Κυρίως, όμως, και γι’ αυτό επιλέγω να το μοιραστώ, ως προβληματισμό, απορρίπτει το «όλοι ίδιοι είναι» και βλέπει ηθική, ή δίκαιο αγώνα, σε μία πλευρά και βαρβαρότητα στην άλλη.
Αποσπάσματα ενός επίκαιρου μανιφέστου
«Aπό διάφορες πλευρές, υψώνονται φωνές που ζητούν Ειρήνη και Άμεσα. Αρκετά με την αιματοχυσία, λένε, αρκετά με την καταστροφή, καιρός να τελειώνουμε με αυτά, έτσι ή αλλοιώς. Περισσότερο από τον καθένα, και καιρό τώρα, εμείς και οι εφημερίδες μας είμασταν ενάντια σε κάθε επιθετικό πόλεμο μεταξύ λαών, και ενάντια στο μιλιταρισμό, όποια στολή κι αν φορούσε, αυτοκρατορική ή δημοκρατική. Θα ήταν χαρά μας να δούμε να συζητούνται – αν γινόταν- οι όροι της Ειρήνης, από τους εργάτες της Ευρώπης, σε διεθνή συνδιάσκεψη. Ειδικά καθώς ο Γερμανικός λαός επέτρεψε στον εαυτό του να ξεγελαστεί τον Αύγουστο του 1914, και αν τότε νόμιζαν ότι κινητοποιούνται για την περιοχή τους, έχει περάσει αρκετός χρόνος για να καταλάβουν, πια, ότι κάναν λάθος να ξεκινήσουν έναν κατακτητικό πόλεμο.
Όντως, οι Γερμανοί Εργάτες, τουλάχιστον στις λίγο ή πολύ προχωρημένες οργανώσεις τους, πρέπει να καταλάβουν ότι τα σχέδια για την εισβολή στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Ρωσία ετοιμάζονταν από καιρό και, αν δεν άρχισε αυτός ο πόλεμος το 1875, το 1886, το 1911 ή το 1913 είναι γιατί οι διεθνείς σχέσεις δεν ήταν τόσο ευνοϊκές, και οι στρατιωτικές προετοιμασίες δεν ήταν αρκετά προχωρημένες, ώστε να υπόσχονται μιαν Γερμανική νίκη. Έπρεπε να ολοκληρωθούν στρατηγικές γραμμές, να επεκταθεί το κανάλι του Κιέλου, και τα μεγάλα πολιορκητικά όπλα να τελειοποιηθούν. Και τώρα, μετά από είκοσι μήνες πολέμου και τρομακτικών απωλειών, πρέπει να καταλάβουν ότι οι κατακτήσεις που έκανε ο Γερμανικός στρατός δεν μπορούν να διατηρηθούν, ειδικά δε να αναγνωρίσουν την αρχή (που ήδη έχει αναγνωρίσει η Γαλλία το 1859, μετά την ήττα της Αυστρίας) ότι ο πληθυσμός της κάθε περιοχής πρέπει να αποφασίζει αν επιθυμεί και συμφωνεί με την προσάρτηση.
Αν οι Γερμανοί εργάτες αρχίσουν να εννοούν την κατάσταση, όπως την αντιλαμβανόμαστε εμείς, και όπως ήδη την κατανοεί μια αδύναμη μειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών – και αν μπορούσε η φωνή τους να φτάσει στην κυβέρνησή τους – τότε θα υπήρχε κοινό έδαφος για να αρχίσουμε τις συζητήσεις για την ειρήνη. Ομως τότε θα έπρεπε να διατρανώσουν ότι δεν εγκρίνουν, ότι αρνούνται κάθε προσάρτηση, ότι αρνούνται να παίρνουν «συνεισφορές» από τα σκλαβωμένα έθνη, ότι αναγνωρίζουν το καθήκον του Γερμανικού Κράτους σε επανορθώσεις, όσο είναι δυνατόν, των υλικών ζημιών που προκάλεσαν οι εισβολές του σε γειτονικά κράτη, και ότι δε σκοπεύουν να επιβάλουν συνθήκες οικονομικής υποδούλωσης, που βαφτίζονται «εμπορικές συμφωνίες». Δυστυχώς, μέχρι τώρα δε βλέπουμε τέτοια σημάδια αφύπνισης του Γερμανικού λαού. […]
Όσο για το τι σκέφτονται στη Γερμανία για τους όρους της ειρήνης, ένα είναι σίγουρο: ο αστικος τύπος προετοιμάζει το έθνος για την πλήρη και απλη προσάρτηση του Βελγίου και των διαμερισμάτων της βόρειας Γαλλίας. Και δεν υπάρχει, σε όλη τη Γερμανία, ούτε μια φωνή ενάντια σε αυτό. Οι εργάτες των σωματείων άφησαν τον εαυτό τους να αρπάξει τον ιμπεριαλιστικό πυρετό, και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, πολύ αδύναμο για να επηρεάσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης προς ειρήνευση – ακόμη κι αν αντιπροσωπεύει μια συγκροτημένη μάζα- έχει διχαστεί σε αυτό το ζήτημα, σε δύο εχθρικά κομμάτια, και η πλειοψηφία τους συμπλέει με την κυβέρνηση.
Η Γερμανική Αυτοκρατορία, γνωρίζοντας ότι οι στρατοί της είναι, για 18 μήνες, 90 χλμ από το Παρίσι, και με την υποστήριξη του Γερμανικού Λαού, στα όνειρά της για νέες κατακτήσεις, δεν βλέπει γιατί να μην έχει κέρδος από τις κατακτήσεις που έχει ήδη κάνει. Πιστεύει ότι είναι σε θέση να υπαγορεύει τους ότους της ειρήνης που θα της επιτρέψουν να χρησιμοποιήσει τα νέα της δισεκατομμύρια από τις συνδρομές [των υπόδουλων] σε νέους εξοπλισμούς, ώστε να επιτεθεί στη Γαλλία όταν θεωρεί ώριμες τις συνθήκες, να αρπάξει τις αποικίες της, όπως και άλλες επαρχίες, και να μην ανησυχεί πια για καμμία αντίσταση.
Όποιος μιλάει για Ειρήνη αυτή τη στιγμή, παίζει ακριβώς το παιγνίδι της άρχουσας τάξης της Γερμανίας, των στρατηγών και των πρακτόρων τους. Από την πλευρά μας, αρνούμεθα απολύτως να μοιραστούμε τις φαντασιώσεις ορισμένων μας συντρόφων, σχετικά με τις ειρηνικές διαθέσεις όσων αποφασίζουν τη μοίρα της Γερμανίας. Προτιμούμε να αντικρύσουμε τον κίνδυνο κατά πρόσωπο και να αναζητήσουμε τρόπους να τον απομακρύνουμε. Αγνοώντας τον συγκεκριμένο κίνδυνο, απλώς τον αυξάνεις.
Έχουμε βαθιά συνειδητοποιήσει ότι η Γερμανική επιθετικότητα ήταν μια απειλή – μια απειλή που τώρα πραγματοποιήθηκε – όχι μόνο ενάντια στις ελπίδες μας για χειραφέτηση αλλά ενάντια και σε κάθε ανθρώπινη εξέλιξη. Για αυτό και εμείς, οι αναρχικοί, οι αντιμιλιταριστές, οι εχθροί του πολέμου, οι παθιασμένοι παρτιζάνοι της Ειρήνης και της αδελφοσύνης των λαών, τασσόμεθα στο πλευρό της Αντίστασης και γι’ αυτό δεν νοιώθουμε ότι πρέπει να διαχωρίσουμε τη μοίρα μας από τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν είναι απαραίτητο να εξηγήσουμε ότι θα προτιμούσαμε να δούμε τον κόσμο να αναλαμβάνει ο ίδιος την υπεράσπισή του. Όμως, αυτό αποδείχθηκε αδύνατο, και δεν απομένει παρά να υποστούμε αυτό που δεν μπορούμε να αλλάξουμε.
Και με εκείνους που αγωνίζονται, θεωρούμε ότι, ειρήνευση δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνον αν ο Γερμανικός πληθυσμός επιστρέψει στη λογική της Δικαιοσύνης και του Δικαίου, και τελικά αρνηθεί να υπηρετήσει, από δω και πέρα, το ρόλο του οργάνου της παν-γερμανικής πολιτικής κυριαρχίας.
Αναμφίβολα, παρά τον πόλεμο, παρά τους φόnους, δεν ξεχνάμε ότι είμαστε διεθνιστές, ότι θέλουμε την ενότητα των λαών και την εξαφάνιση των συνόρων. Όμως, επειδή ακριβώς θέλουμε την συμφιλίωση των λαών, και του Γερμανικού λαού επίσης, πιστεύουμε ότι πρέπει να αντισταθούμε στους επιδρομείς που εκπροσωπούν την καταστροφή κάθε ελπίδας απελευθέρωσης.
Να μιλάς σήμερα για Ειρήνη ενώ αυτός που, για 45 χρόνια, μετέτρεψε την Ευρώπη σε ένα απέραντο στρατόπεδο, υπαγορεύει τους όρους, θα ήταν το πιο καταστροφικό λάθος που θα μπορούσε κανείς να κάνει. Η αντίσταση και η καταστροφή των σχεδίων του είναι που θα προετοιμάσουν το δρόμο για το λαό της Γερμανίας, που είναι ακόμη στα συγκαλά του, και θα τον εξοπλίσουν για να τους ξεφορτωθεί. Ας καταλάβουν οι Γερμανοί σύντροφοί μας ότι αυτό είναι το μόνο αποτέλεσμα που συμφέρει και τις δύο πλευρές, και είμαστε έτοιμοι να συνεργαστούμε μαζί τους.».
Όχι μόνο για τον Κροπότκιν, αλλά και για την Αριστερά παλαιότερων εποχών πολλά από αυτά ήταν αυτονόητα, και τα σημερινά διλήμματα ακατανόητα, όπως και ο ισαποστακισμός («Μα καλά, πρέπει να είμαι σώνει και καλά με τις ΗΠΑ ή με τους Μουλάδες;»). Η παγκόσμια Αριστερά, τότε που δεν αντέγραφε τα δικαιωματικά σλόγκαν ασκεπτί, χαιρέτησε ως γνωστόν και την Ιρανική Επανάσταση του ’79, αλλά και άλλα, «οπισθοδρομικά» καθεστώτα. Όχι αναγκαστικά επειδή συμφωνούσε σε όλα, αλλά επειδή συμφωνούσε πως, όταν σου ρίχνουν βόμβες και έχουν την πατρίδα σου υπό Κατοχή, η Ελευθερία σου και η Ελευθερία του Λαού, προέχει από την ελευθερία του να φοράς μίνι. Και επειδή γνώριζε ότι δεν έχουν όλοι οι λαοί φτάσει το ίδιο ιστορικό σημείο (καθώς δεν είχαν και την ίδια ιστορική πορεία), ούτε έχουν αναγκαστικά τον ίδιο τρόπο ζωής ή την ίδια άποψη για την θρησκεία. Χωρίς να σημαίνει ότι πρέπει να τιμωρηθούν για αυτό ή να τους επιβληθεί η «δημοκρατία» των βομβών. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραγνώριζε συστημικές ή άλλες αδικίες όσων λαών ή κρατών υποστήριζε σε σχέση με τον ιμπεριαλισμό.
*Η μετάφραση/απόδοση του αποσπάσματος έγινε από τα αγγλικά.