Η επίθεση της Χαμάς, κατά του Ισραήλ, την 7η Οκτωβρίου 2023, θύμισε σε πολλούς, αναλυτές και ιστορικούς, την επίθεση του Τετ, της πρωτοχρονιάς που καθορίζεται από το σεληνιακό έτος, στο Βιετνάμ του 1968. Ήταν κοινή επίθεση του στρατού του Βορείου Βιετνάμ και των κομμουνιστών του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου του Βιετνάμ, αυτών που μάθαμε να λέμε Βιετκόνγκ. Ξεκίνησε την παραμονή της βιετναμέζικης πρωτοχρονιάς, της Τετ (Tết Nguyên Đán) – εκείνη τη χρονιά έπεφτε την 31η Ιανουαρίου- και  αποδείχθηκε κρίσιμη στον αγώνα του βιετναμέζικου λαού για ελευθερία.

Οι ΗΠΑ είχαν μπει στον πόλεμο της Ινδοκίνας, επίσημα, τέσσερα χρόνια πριν. Νωρίτερα, βοηθούσαν υλικά και τεχνικά, τόσο τους γάλλους αποικιοκράτες όσο και την διεφθαρμένη κυβέρνηση του Νότιου Βιετνάμ, στο πλαίσιο του αντικομμουνιστικού τους μένους. Από την επίσημη εισδοχή τους μέχρι την ντροπιαστική αποχώρησή τους, περίπου 550.000 άνδρες του στρατού των ΗΠΑ εστάλησαν να πολεμήσουν στη νοτιανατολική Ασία. Οι αμερικανοί, τακτικός στρατός, έπρεπε να συνηθίσουν να απαντούν στο αντάρτικο, τα αστραπιαία χτυπήματα, ενός «στρατού» που δεν είχε επαρκή οπλισμό, αλλά είχε λαϊκη υποστηριξη και ήξερε πολύ καλά τη γη του.

Η πρωτοχρονιά θεωρούνταν ημέρα ανακωχής. Αν και ποτέ δεν είχε συμφωνηθεί, είχε κατά κάποιον τρόπο καθιερωθεί τα προηγούμενα χρόνια, που κανείς δε έκανε μια τέτοια μέρα γιορτής επίθεση. Πάρα πολλοί από το στρατό των νοτίων είχαν πάρει άδειες, πάρα πολλοί από τους αμερικανούς το είχαν ήδη ρίξει στο γλέντι. Γι’ αυτό ακριβώς και επιλέχθηκε από τις απελευθερωτικές δυνάμεις.

Οι μετακινήσεις των ανταρτών και του οπλισμού γίνονται πιο εύκολες, με το άλλοθι της πρωτοχρονιάς, των ταξιδιών για να βρεθούν οι οικογένειες. Χιλιάδες αντάρτες πήραν θέση και στην καρδιά του νότου, μετακινούμενοι δήθεν για οικογενειακούς λόγους. Κάποιοι μετακινήθηκαν και μετέφεραν όπλα χρησιμοποιώντας και το περίφημο Μονοπάτι του Χο Τσι Μινχ, ενα σύνολο υπογείων «δρόμων» που συνέδεε υπόγεια περιοχές, απλώνόταν σε 250 χιλιόμετρα και αποτελούσαν τρόπο μετακίνησης και μεταφοράς εξαιρετικής σημασίας για τους κομμουνιστές – άλλη μια αναλογία, σε μικρότερη κλίμακα, με τη Χαμάς.

Συντονισμένες επιθέσεις, σε δεκάδες σημεία της εμπόλεμης χώρας, σε πάνω από 100 χωριά, στρατόπεδα, πόλεις, ακόμη και στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο νότο, οργανωμένες καιρό πριν, συντάραξαν κάθε άκρη του Βιετνάμ. Όπου κατόρθωναν να επιβληθούν, έστω και για λίγο, εκτελούσαν όλους τους γνωστούς αντεπαναστάτες.

Στην επίθεση της Πρωτοχρονιάς πήραν μέρος 85.000 βιετναμέζοι, εκ του στρατού του βορρά και των ανταρτών κομμουνιστών της χώρας. Ο στόχος ήταν να επιτευχθεί  σε κάποιο από όλα τα μέτωπα που άνοιξαν μια αποφασιστική νίκη. Δεν έγινε δυνατό. Οι μάχες, με σημαντικότερη, το Φλεβάρη, τη Μάχη του Χουέ, μία από τις πιο άγριες μάχες του πολέμου, κόστισαν δεκάδες χιλιάδες ζωές από την πλευρά των ανταρτών. Από τους 85.000 έπεσαν, τραυματίστηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι οι 58.000. Από την πλευρά των νοτίων, σκοτώθηκαν περίπου 4.000 αμερικανοί στρατιώτες και 14.000 άμαχοι. Όπου η ύπαιθρος στήριξε το αντάρτικο, οι αμερικάνοι ξεκίνησαν πογκρομ, ισοπεδώνοντας ολόκληρα χωριά, πολλά από αυτά με από αέρος βομβαρδισμούς. Καμμία σημαντική πόλη ή στρατόπεδο δεν έμεινε στα χέρια των επιτιθέμενων. Ούτε μια σπιθαμή γης.

Τακτικά υπερίσχυσαν οι Αμερικάνοι. Και όμως, εκεί θεωρείται ότι μπαίνουν τα θεμέλια της ήττας τους. Γίνεται εμφανές στους πολίτες της χώρας ότι η νίκη που τους έταζε ο πρόεδρος Τζόνσον δεν θα ερχόταν καθόλου εύκολα και οι αμερικανοί στρατιώτες θα συνέχιζαν να πεθαίνουν, τα φέρετρα να έρχονται κατά εκατοντάδες πίσω. Οι εικόνες που έρχονταν στις τηλεοράσεις ήταν σοκαριστικές. Και οι συμβολισμοί κάποτε πεντακάθαροι.

Ο γνωστότερος δημοσιογράφος της αμερικάνικης τηλεόρασης, ο Γουώλτερ Κρονκάιτ, σχολιάζοντας ζωντανά τα πλάνα που φθάναν από την Επίθεση, είχε πει στον αέρα: «Τι διάολο συμβαίνει; Νόμιζα πως κερδίζουμε τον πόλεμο!».  Ο Κρονκάιτ έφυγε για το μέτωπο κι οι μεταδόσεις του, στις οποίες καλούσε για συνθηκολόγηση, σε «έναν πόλεμο που δεν μπορούμε να τον κερδίσουμε» έσπαγαν τις μετρήσεις. Λένε πως, το σχόλιο του προέδρου Τζόνσον, που έβλεπε τις μεταδόσεις αυτές, ήταν «αν έχασα τον Κρονκάιτ, έχασα το μέσο αμερικάνο». Δεν κατέβηκε καν στις εκλογές.

Μπορεί στην επίθεση κατά της αμερικάνικης πρεσβείας να είχαν σκοτωθεί όλοι οι επιτιθέμενοι βιετκόνγκ, αλλά είχαν προλάβει και να σκοτώσουν τους φρουρούς και να ανοίξουν τρύπα στον τοίχο. Εκείνη την εποχή, το Μάρτη του ’68, στην αποκλιμάκωση της Επίθεσης της Πρωτοχρονιάς, αμερικανοί στρατιώτες προβαίνουν στη σφαγή του Μάι Λάι, ενός ολόκληρου χωριού. Οι βιασμοί, τα βασανιστήρια, οι δολοφονίες αμάχων, παιδιών, γερόντων, γίνονται γνωστά από τον Τύπο που αγρυπνεί. Από δω και πέρα το αντιπολεμικό κίνημα, που είχε ήδη ξεκινήσει με την επίσημη εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο, παίρνει τα πάνω του ειδικά στις ΗΠΑ, με διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες εκατοντάδων χιλιάδων.

Ακριβώς για όλα αυτά, όπως έγραψε ο, καθηγητής διεθνών σχέσεων στο Λάιντεν, Ντανιέλ Τομας, «πολλοί μπήκαν στον πειρασμό να συγκρίνουν την επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ με το Γιομ Κιπούρ, όμως η Επίθεση της Πρωτοχρονιάς στο Βιετνάμ μπορεί να αποδειχθεί πιο διδακτική ως ιστορική παραλληλία..» Η επίθεση της Χαμάς έγινε σε μέρα μνήμης, το Ισραήλ μπορεί να μην έχει χωριστεί στα δύο, σαν το Βιετνάμ τότε, αλλά είναι βαθιά διχασμένο, όπως έδειξαν οι επί τετράμηνο πορείες κατά της ακροδεξιάς κυβέρνησης Νετανιάχου, ενός ηγέτη διεφθαρμένου, όπως η τότε κυβέρνηση των νοτίων.

«Η πραγματική σημασία της Επίθεσης της Πρωτοχρονιάς ήταν το πολιτικό σοκ στην αμερικάνικη κοινωνία». Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, βεβαίως, τι θα συμβεί από δω και πέρα στο μέτωπο της Γάζας, ποιοί και πως θα αποκλιμακώσουν ή θα κλιμακώσουν, όμως ήδη η διεθνής κοινή γνώμη έχει στραφεί σχεδόν ολόκληρη στο πλευρό των Παλαιστινίων. Αμερικάνικες μετρήσεις δείχνουν, σύμφωνα με το Τζων Μερσχάιμερ, ότι ενώ την επομένη της επίθεσης της Χαμάς οι φιλοπαλαιστινιακές πορείες ήταν το 65% και οι φιλοϊσραηλινές του 35%, σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά την «απάντηση» Νετανιάχου οι φιλοπαλαιστινιακές αποτελούν το 95%. Όσο για το εσωτερικό, η δημοφιλία του Μπίμπι είναι στα τάρταρα. Και ακόμη δεν έχει βγει ο λογαριασμός. Μια μόλις μέρα μετά την επίθεση της Χαμάς, ο πρώην αναλυτής του Ισραηλινού υπουργείου Αμύνης και σήμερα καθηγητής στο Χάρβαρντ, Τσαρλς Φρέιλιτς,  είχε πει «Για λίγο, όλοι θα μαζευτούν γύρω από τη σημαία. Όμως, μόλις κατακαθίσει η σκόνη, θα έχουμε σημαντικές πολιτικές εξελίξεις». Αυτές που προσπαθεί να αποφύγει ο Νετανιάχου, συνεχίζοντας τη γενοκτονία.

Όπως ο Τζόνσον πουλούσε το παραμύθι της νίκης που ερχόταν, ο Μπίμπι και η ακροδεξιά του κυβέρνηση, πουλούσαν το παραμύθι της ασφάλειας.

Βιετνάμ γιε – γιε

Σε άρθρο του Ντονγκ Μπάο Νγκαν Χα,  του Ινστιτούτου ΜακΓκιλ, τον Ιούνιο του 2021, υπενθυμίζονταν – πάλι υπό το καθεστώς ισραηλινών επιθέσεων κατά της Γάζας – πως «οι ΗΠΑ βομβάρδισαν το Βιετνάμ μέχρι να το στείλουν στην Λίθινη Εποχή». Έχοντας βιώσει το θανατικό που ακολούθησε, από τις βόμβες και τις χειροβομβίδες που εκρήγνυνταν στα χέρια των παιδιών, κάτω από το αλέτρι των αγροτών, και τα χημικά που δηλητηρίασαν τη γη, και κόστισαν χιλιάδες ζωές ακόμη σε Βιετνάμ, Λάος και Καμπότζη, ανέφερε πως, όπως τότε, έτσι και στη Γάζα, «όλα ξεκινούν με μια σειρά ψεύδη», κυβερνητικά ψεύδη. Όπως οι αμερικανοί κατασκεύαζαν «τον κομμουνιστή άλλο» έτσι σήμερα η Δύση κατασκευάζει τον «μουσουλμάνο άλλο» ταυτίζοντάς τον, εδώ που συμφέρει, με τον παλαιστίνιο. Γι’ αυτό και οι ΗΠΑ «που στέκονται αμετακίνητες στο πλευρό του Ισραήλ, δηλητηριάζουν με μύθους και απάτες το αμερικάνικο κοινό». Όπως τότε κυκλοφορούσαν αφίσες που έγραφαν «όπου Κομμουνισμός εκεί Τρομοκρατία και Θάνατος» στα βιετναμέζικα, έτσι και τώρα ολόκληρη η Γάζα ταυτίζεται με την τρομοκρατία. Ενώ από την αρχή γνώριζαν, οι κυβερνώντες τις ΗΠΑ, ότι αυτός ο πόλεμος δεν κερδίζεται, έλεγαν ψέμματα με το τσουβάλι στον αμερικάνικο λαό – όπως απέδειξε ο ηρωικός Ντάνιελ Έλσμπεργκ, με τα Πένταγκον Πέηπερς – γιατί απλώς ήθελαν να περιορίσουν την επιρροή της Κίνας του Μάο. Όπως τότε οι ΗΠΑ στήριζαν τη διεφθαρμένη κυβέρνηση του Νοτίου Βιετνάμ παρότι ήξεραν με τι έχουν να κάνουν, έτσι σήμερα στηρίζουν την ακροδεξιά κυβέρνηση Ντανιάχου. Όπως οι ΗΠΑ τότε είδαν «μια εύκολη στρατηγική στον μέχρι ισοπέδωσης βομβαρδισμό από αέρος του βορείου Βιετνάμ» έτσι σήμερα χτυπούν τη Γάζα. Κι όπως οι ΗΠΑ τότε αδιαφορούσαν πλήρως για τους «κίτρινους» αμάχους, έτσι και σήμερα αδιαφορούν, Ισραήλ και ΗΠΑ, για τους «σκουρόχρωμους» αμάχους. Όπως στο Βιετνάμ εφαρμόστηκε η συλλογική τιμωρία, το ίδιο γίνεται και στη Γάζα. Κι όπως οι κομμουνιστες του Βιετνάμ ήταν η μόνη κοινωνική πρόνοια στην εμπόλεμη χώρα, έτσι και «ο ρόλος της Χαμάς είναι του μόνου πολιτικού φορέα που μπορεί να χτίσει κοινωνικά δίκτυα και κοινωνική πρόνοια». Το 2006 εξελέγη, σημειώνει, «ως απάντηση της διαφθοράς της Παλαιστινιακής Αρχής και της εγκατάλειψης του λαού της Γάζας σε συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις». Ακόμη χειρότερα «η μυθομανία του Ισραήλ δεν εμπλέκει μόνο τους Παλαιστίνιους, αλλά επίσης συκοφαντεί διεθνείς οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και Τύπο. Το καλοκαίρι του 2014, ο ισραηλινός στρατός κατηγόρησε την Υπηρεσία Αρωγής και Έργων των Ηνωμένων Εθνών για τους Παλαιστίνιους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή (UNRWA) ότι στους χώρους της αποθήκευε όπλα η Χαμάς [με την άδεια της]. Στη συνέχεια, το Ισραήλ προχώρησε στον βομβαρδισμό πολλών εγκαταστάσεων της UNRWA, συμπεριλαμβανομένων σχολείων και καταφυγίων. Το 2021, το Ισραήλ ισχυρίστηκε ότι η Χαμάς κρυβόταν στον πύργο Αλ Τζαλάα, και έδωσε στους εντός μια ώρα να εκκενώσουν την τοποθεσία για να την ισοπεδώσουν… Εκεί είχαν γραφεία το Associated Press και το Al Jazeera.. ήταν η προσπάθεια του κατακτητή να εμποδίσει τον κόσμο να δει τα εγκλήματά του. Ακριβώς όπως η προπαγάνδα των ΗΠΑ για τον Ερυθρό Κίνδυνο, έτσι και το Ισραήλ οπλίζει την κολοσσιαία βιομηχανία προπαγάνδας του, τη χασμπάρα, με ψεύδη και διεξάγει ψυχολογικό πόλεμο και πόλεμο στα κοινωνικά δίκτυα. Πρόκειται για ένα εξελιγμένο δίκτυο κυβερνητικών και στρατιωτικών, αξιωματούχων, ακαδημαϊκών, δημοσίων προσωπικοτήτων, ακόμη και απλών πολιτών που εργάζονται για να ξεπλύνουν την εικόνα του Ισραήλ στη διεθνή σκηνή, χαρακτηρίζοντας τη χώρα ως τη “μόνη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή”. Επιπλέον, οι εκστρατείες χασμπάρα προσαρμόζουν το ψέμα ώστε να είναι αποδεκτό από τα μέσα ενημέρωσης, με τη χρήση ψεύτικων εικόνων και πειραγμένων μοντάζ για να δικαιολογήσουν τις σφαγές των Παλαιστινίων.».

Κι όπως τότε η διεθνής αλληλεγγύη ήταν από τις μεγαλύτερες πιέσεις κατά του πολέμου του Βιετνάμ τότε, έτσι οφείλει να αποτελεί συνεχή πίεση για την ελευθερία της Παλαιστίνης σήμερα. Αλληλεγγύη που το Βιετνάμ δεν έπαψε να δείχνει ποτέ. Στο σάιτ της Αναρχικής Ομοσπονδίας, πριν λίγες μέρες, δημοσιεύτηκε άρθρο της Λούνα Νγκουγιέν, για την σχέση του Παλαιστινιακού Αγώνα με τους αγώνες του λαού του Βιετνάμ, στο οποίο αναφερόταν ότι οι σχέσεις των δύο καλλιεργούνται από το 1968, την χρονιά της Επίθεσης της Πρωτοχρονιάς, των πιο δύσκολων και θανατηφόρων μαχών. Οι επαφές, τότε, ξεκίνησαν με πρωτοβουλία του ίδιου του Χο Τσι Μινχ, που δήλωνε το 1969: «Ο βιετναμέζικος λαός υποστηρίζει με όλες του τις δυνάμεις το απελευθερωτικό κίνημα του παλαιστινιακού λαού και τον αγώνα των αραβικών λαών για την απελευθέρωση των εδαφών που κατέχουν από τις ισραηλινές δυνάμεις». Οι αγώνες των δύο λαών ταυτίζονταν, κι όταν το Βιετνάμ απελευθερώθηκε, οι παλαιστίνιοι αντάρτες εκπαιδεύονταν εκεί, όλη την υπόλοιπη δεκαετία του ’70. Τα δε κείμενα του στρατηγού Γιαπ, έχουν όλα μεταφραστεί από την PLO τότε στην αραβική. Ο Γιαπ και ο Αραφάτ τα έλεγαν πολύ συχνά. Η παλαιστινιακή διπλωματική αποστολή εγκαθίσταται στο Βιετνάμ το 1976 και γίνεται επίσημα πρεσβεία το 1982.

Το διεθνές δίκαιο, το Βιετνάμ και η Παλαιστίνη

Οι αναλογίες των δύο πολέμων, και του αγώνα και των δύο λαών, και σε νομικό επίπεδο, έχουν αναδειχθεί από τους ειδικούς, που σημειώνουν πως «κίνητρο των βασικών πολιτικών παραγόντων [Ισραήλ και ΗΠΑ] και στις δύο συγκρούσεις είναι να αποφύγουν τους περιορισμούς στη χρήση βίας που επιβάλλονται από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών», που όμως γίνεται έρμαιο του συμβουλίου ασφαλείας, γιατί  «ακόμα κι αν η Γενική Συνέλευση προσπάθησε να καλύψει το κενό μεταξύ του διεθνούς δικαίου και αυτού του ανησυχητικού γεωπολιτικού προνομίου», του συμβουλίου ασφαλείας, εν τέλει «η εξουσία της περιοριζόταν συνταγματικά στο να κάνει “συστάσεις”, χωρίς υποχρεωτική ισχύ».

Το διεθνές δίκαιο, όπως διαμορφώνονταν στην αρχή αυτών των συγκρούσεων, δεν τις είχε προβλέψει. «Τόσο στην Ινδοκίνα όσο και στη Μέση Ανατολή ο πόλεμος δεν ήταν μεταξύ πολιτικών οντοτήτων συμμετρικών τεχνολογικών ικανοτήτων και τακτικών. Το διεθνές δίκαιο είχε εξελιχθεί για να αντιμετωπίσει τους πολέμους που διεξήχθησαν μεταξύ κυρίαρχων κρατών με περίπου ισοδύναμες δυνατότητες, και ασχολούνταν με τον περιορισμό και τη ρύθμιση του πολέμου, αντί να τον θέσει εκτός νόμου. Η εμπειρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έπεισε τους νικητές ότι υπήρχε ένα κενό στο νομικό πλαίσιο σχετικά με την προστασία των αμάχων που ζούσαν υπό στρατιωτική κατοχή, των αιχμαλώτων πολέμου και την αντιμετώπιση των τραυματιών στο πεδίο της μάχης. Από εκεί ξεκινούν οι τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, ενός νέου σώματος δικαίου που έγινε γνωστό ως “διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο”, ΔΑΔ.».

Τη δεκαετία του ’60, λόγω Βιετνάμ και Παλαιστίνης, εμφανίζεται η ανεπάρκεια των Συμβάσεων. Όταν οι συγκρούσεις δεν αφορούν σε ανάλογης ισχύος πολεμικές μηχανές. «Αυτό που φάνηκε από τους πολέμους της Ινδοκίνας και της Μέσης Ανατολής, τη δεκαετία του 1960, ήταν η σημασία της επέκτασης του ΔΑΔ σε συνθήκες συνεχούς πολέμου εντός κυρίαρχων κρατών, ειδικά όταν αυτές οι συνθήκες μεγεθύνονται σε ένταση από εξωτερικές επεμβάσεις, πολέμους δι’ αντιπροσώπων και γεωπολιτικές ευθυγραμμίσεις. Η αναγνώριση της επικράτησης αυτού του νέου τύπου βίαιων συγκρούσεων οδήγησε στη δημιουργία των δύο Πρωτοκόλλων της Γενεύης του 1977 που θεωρήθηκαν συμπληρωματικά των Συνθηκών του 1949. Ειδικότερα, το Πρωτόκολλο Α’, που ασχολείται με την προστασία των θυμάτων σε διεθνείς συγκρούσεις, αποτέλεσε έναν δύσκολο τομέα για το διεθνές δίκαιο, καθώς αμφισβητούσε τα κυριαρχικά δικαιώματα της κυβέρνησης συγκεκριμένων εδαφών, και ακόμη πιο δύσκολο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, καθώς επέκτεινε ρητά την προστασία του ΔΑΔ σε ένοπλες συγκρούσεις στις οποίες ένας λαός μάχεται ενάντια στην αποικιακή κυριαρχία, την ξένη κατοχή ή ρατσιστικά καθεστώτα. Αυτό σήμαινε ότι το Πρωτόκολλο Α’ εφαρμόζεται σε αλλότριες επεμβάσεις σε εσωτερικές ένοπλες συγκρούσεις, που ήταν αγώνες για τον έλεγχο του κράτους». Οι δυσκολίες των ΗΠΑ ήταν ουσιαστικά «αντίσταση στη διεθνοποίηση των αντιαποικιακών αγώνων, και σχετίζεται άμεσα με τις εμπειρίες του Βιετνάμ και της Παλαιστίνης. Ειδικά καθώς ο παλαιστινιακός αγώνας «έχει αποκτήσει νέα σημασία τα τελευταία πέντε χρόνια ως αποτέλεσμα της αναδυόμενης συναίνεσης της κοινωνίας των πολιτών ότι οι πολιτικές και οι πρακτικές του απαρτχάιντ του Ισραήλ εμποδίζουν την υλοποίηση των βασικών δικαιωμάτων του παλαιστινιακού λαού, τα οποία εδώ και πολύ καιρό του αρνούνται». Οι εχθροί του είναι δύο, «η υπεροχή της γεωπολιτικής απέναντι στο διεθνές δίκαιο και η υπεροχή των στρατιωτικών αναγκών στις συνθήκες πολέμου».

Εφόσον δεν υπάρχουν κεντρικοί δεσμευτικοί θεσμοί, σε παγκόσμιο επίπεδο, «το Διεθνές Δίκαιο περιθωριοποιείται». Οπότε ο ρόλος του Διεθνούς Δικαίου αποτελεί ουσιαστικά, ηθική πυξίδα και τίποτε παραπάνω, σε αυτές τις περιπτώσεις. «Ενισχύει τις δράσεις της κοινωνίας των πολιτών, αποτελεί δίαυλο των διαφωνιών στον πόλεμο…  μετριάζει τη συμπεριφορά των εμπόλεμων κρατών, στο βαθμό που αμοιβαία συμφέροντα υποστηρίζουν τη συμμόρφωση με τους διεθνείς νομικούς κανόνες, όπως λ.χ. στη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου».