κείμενο και φωτογραφίες του Νίκου Βεντούρα

Η γενιά των Beat ―ή σωστότερα, οι λιγοστοί beat λογοτέχνες και οι οπαδοί τους, αφού οι ίδιοι ουδέποτε επεδίωξαν να εκφράσουν τη γενιά τους― ήταν ένα από τα μεταπολεμικά κινήματα που θέλησαν να ζήσουν «χωρίς κενό χρόνο».

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε φέρει ένα γερό πλήγμα στο δυτικό μύθο της προόδου, αλλά και στην προοπτική της συμβατικής ζωής, η οποία στην Αμερική συμβολίζεται με την οικογενειακή ευωχία της μονοκατοικίας με τον άσπρο φράχτη (“white picket fence”) στα προάστια.

Πολλά ακόμα παρόμοια ρεύματα ―λογοτεχνικά, μουσικά, φιλοσοφικά, αλλά και ολοένα και περισσότερο πολιτικά―, θα κορυφώνονταν σε μαζικά κινήματα τη δεκαετία του ’50 και του ’60.

Εν’ αρχήν, όμως, οι κύριοι μεταπολεμικοί εκφραστές τους ήταν οι beat στην Αμερική και οι υπαρξιστές στην Ευρώπη.

Ο Λώρενς Φερλινγκέτι, ο οποίος χθες πήγε με τους πολλούς, δεν συμμετείχε σε αυτή την αρχή.

Παρέλαβε την beat λογοτεχνία έτοιμη από τους Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ, Μπάροουζ, Κόρσο, και την ευρύτερη παρέα τους, αρκετά χρόνια αργότερα από τις πρώτες τους περιπέτειες.

Έπαιξε όμως κεντρικό ρόλο ως ο εκδότης του (χαλαρού) αυτού κινήματος, ως μαχητικός υπερασπιστής της ελευθερίας του λόγου απέναντι στο κατεστημένο, ως ποιητής επηρεασμένος από το beat, και ως κεντρική φιγούρα των Αμερικανικών ελευθεριακών γραμμάτων στη Δυτική Ακτή σε πολύ ζόρικες δεκαετίες.

Για τους βιβλιόφιλους ήταν και κάτι παραπάνω: ήταν ο συνιδρυτής ενός από τα πλέον εμβληματικά βιβλιοπωλεία στον κόσμο, του City Lights, που στέκει 70 χρόνια τώρα σε εκείνη τη γωνιά της οδού Κολόμπους στο Σαν Φρανσίσκο ― κόντρα σε λογοτεχνικές μόδες, οικονομικές κρίσεις (γενικές και του μαγαζιού), αλλαγές στην αξία των ακινήτων, διαφωνίες, και άφθονες μηνύσεις.

Μέσω του City Lights, ο Φερλινγκέτι υπήρξε επίσης υπεύθυνος για την έκδοση σημαντικότερων έργων, με διασημότερη αυτή του «Ουρλιαχτού» του Γκίνσμπεργκ (την οποία ακολούθηση δίκη για «προσβολή της δημόσιας αιδούς», το αίσιο τέλος της οποίας άνοιξε το δρόμο για την κυκλοφορία πολλών απαγορευμένων στις ΗΠΑ βιβλίων).

Επισκεπτόμενοι, με την Λαμπρινή Θωμά, το Σαν Φρανσίσκο το 2008, ως κατάληξη της εκ μέρους μας επανάληψης της “On The Road” διαδρομής του Κέρουακ στα πενηντάχρονα από την έκδοση του, δεν μπορούσαμε να μην επισκεφτούμε το City Lights.

Σε έναν χαρακτηριστικό δρόμο της Πόλης, δίπλα στο «Σοκκάκι Τζακ Κέρουακ», Jack Kerouac Alley, και το εξίσου γνωστό στους λογοτεχνικούς κύκλους μπαρ «Βεζούβιος», το City Lights είχε σημάδια από όλες τις εποχές του, αλλά παρέμενε ένα ζωντανό βιβλιοπωλείο, που δεν ήταν καθόλου τουριστικό αντικείμενο (αίσθηση που δίνει λ.χ. το εξίσου διάσημο Shakespeare and Co στο Παρίσι).

Μάλιστα με τις αφίσες των Ζαπατίστας, συνθήματα κατά του πολέμου στο Ιράκ, και αντιπολεμικά σλόγκαν στους τοίχους, το City Lights φαίνονταν να μην είναι τόσο σημαδεμένο από τους beatnik (με τους οποίους ιστορικά έχει ταυτιστεί), αλλά από τη δεκαετία του ’60. Εκείνη την εποχή κατακλυσμιαίων αλλαγών στην Αμερικανική κοινωνία, στο τέλος της οποίας μπορούσες ― αν, όπως έγραψε ο Χάντερ Τόμσον είχες τα κατάλληλα μάτια ― «να δείς έως που έφτασε η στάθμη, το ακριβές σημείο στο οποίο το κύμα έσκασε, και τελικά μαζεύτηκε πίσω».

Ο ίδιος, δραστήριος πάνω από επτά δεκαετίες ως ποιητής, εκδότης, συγγραφέας, ακτιβιστής, αλλά και περιβόητος ταξιδευτής (στα Ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει και οι εντυπώσεις του από την επαναστατική Νικαράγουα), έλεγε ταπεινά πως απλά «έτρεχε το μαγαζί».

Και όντως, το έτρεχε για πάνω από μισό αιώνα, αφού ακόμα και όταν το City Lights έφτασε να έχει πάνω από μια ντουζίνα υπαλλήλους, ο ίδιος έδινε καθημερινά το παρόν μέχρι και τα 90 του.

Τον αποχαιρετούμε, μια που έφυγε χθες στα 104 χρόνια του, με ένα δικό του ποίημα από τη συλλογή «Το Κόνι Άιλαντ του μυαλού», του 1955 (και συγχωρέστε μου τη μετάφραση):

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος,
να γεννηθείς,
αν δε σας πειράζει που η ευτυχία,
δεν είναι πάντα διασκεδαστική,
αν δε σας πειράζει λίγη κόλαση,
που και που,
εκεί που όλα ήταν τέλεια,
εξάλλου ακόμα και στον παράδεισο,
δεν έχει μόνο τραγούδια και χαρές

Ο κόσμος είναι ωραίο μέρος,
να γεννηθείς,
αν δε σας πειράζει μερικοί να πεθαίνουν,
κάθε στιγμή,
ή και απλά να πεινάνε,
κάποιες στιγμές,
εξάλλου δεν είναι και φοβερό,
αρκεί να μη συμβαίνει σε εσάς

Ω, ο κόσμος είναι ωραίο μέρος,
να γεννηθείς,
αν δεν σας πειράζουν,
μερικά νεκρά μυαλά,
σε υψηλά αξιώματα,
ή μια-δυο βόμβες μια στο τόσο,
να σας ρίχνουν στα χώματα,
και άλλες τέτοιες απρέπειες,
θύμα των οποίων πέφτει,
η κοινωνία μας
― που είναι κοινωνία σινιέ ―
και έχει τους διακεκριμένους της,
τους εξαφανισμένους της,
τους ιερείς της
και τους μπάτσους της

και τις διάφορες ενορίες της,
και τις βουλευτικές ετυμηγορίες της,
και άλλες δυσκοίλιες στιγμές της,
τις οποίες η χαζή μας σάρκα,
κληρονόμησε

Ω, ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος,
για πολλά πράγματα,
όπως για διασκεδάσεις,
για ερωτοτροπίες,
για μεμψιμοιρίες,
για να τραγουδάει κανείς θλιμμένα,
και να εμπνέεται,
και να περπατάει,
να κοιτάει το κάθε τι,
να μυρίζει τα λουλούδια,
να χουφτώνει αγάλματα,
να σκέφτεται επίσης,
να φυλάει κόσμο,
να κάνει παιδιά, να φοράει παντελόνια,
να πλέκει καπέλα,
να χορεύει,
να πηγαίνει για μπάνιο στο ποτάμι,
σε πικ νικ μεσοκαλοκαιρα,
και γενικά,
να «ζει τη ζωή του»
Ναι,
και ακριβώς στη μέση όλων αυτών,
έρχεται ο χαμογελαστός,

νεκροθάφτης