Την προηγούμενη εβδομάδα έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 94 ετών, ο Βιετ-Κώστας, έλληνας αγωνιστής στο πλευρό του Βιετναμέζικου λαού, τα χρόνια του νικητήριου πολέμου κατά των ΗΠΑ. Προς τιμήν του, το ΤΡΡ δημοσιεύει αποσπάσματα από τη συνέντευξη που έδωσε, το 2016, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου «Λαϊκός Πόλεμος, Λαϊκός Στρατός» του θρυλικού στρατηγού Γιαπ, σε μέλη της οργάνωσης «Κόκκινη γραμμή- ομάδα για την εργατική αντεπίθεση». Μας παραχωρήθηκε από το Αρχείο του Νίκου Γκλεζάκου.
Γεννηθήκατε στη Θεσσαλονίκη το έτος;
-1927
Και μεγαλώσατε στη Θεσσαλονίκη
-Στην Τούμπα
Φαντάζομαι εκεί πήγατε σχολείο
-Δυστυχώς, είμαι τελειόφοιτος 4ης Δημοτικού, στο σχολείο Άγιος Θεράπων στην Κάτω Τούμπα, Θεσσαλονίκη.
Μάλιστα, και στη συνέχεια εργαστήκατε;
-Στη συνέχεια, η κατοχή, ο πόλεμος, εκδιώχτηκα από το σχολείο, διότι την περίοδο εκείνη ήτανε η οργάνωση ΕΟΝ του Μεταξά, εγώ δεν εισχωρούσα σ’ αυτή τη νεολαία και από το σχολείο με διώξανε και ήταν και η τελευταία μέρα του σχολείου επί Μεταξά. Λόγω του ότι η οικογένειά μου απαρτιζόταν από επτά άτομα συν δύο γονείς, εννιά, μεγάλη οικογένεια, κατοικούσαμε στα ξύλινα παραπήγματα που είναι παράγκες όπου ήταν ένα δωμάτιο 4 επί 4, 5 επί 5 -δεν ξέρω- και είχαμε σκάψει και ένα υπόγειο να μείνουμε από κάτω. Η ζωή ήταν δύσκολη. Ο πατέρας μου ήταν εργατικός. Δούλευε μηχανικός στου «Αλλατίνη», στους αλευρόμυλους. Η κατοχή με υποχρέωνε να βγω και εγώ στη πιάτσα που λέμε, από δω από εκεί, μαύρη αγορά κάτι τις, μέχρι που την περίοδο, σ’ ένα μπλόκο στον Βαρδάρη, στην οδό Ειρήνης, μια οδό του υποκόσμου που λέμε εκεί, εγώ πιτσιρικάς πηγαίναμε και κάναμε μαύρη αγορά τσιγαρόχαρτο με τους Γερμανούς, καπνό. Και από κει μας πιάσαν και με στείλαν στη Γερμανία.
Σε στρατόπεδο εργασίας-συγκέντρωσης;
-Στρατόπεδο εργασίας.
Σε ποιο μέρος στη Γερμανία;
-Δεν προλάβαμε να φτάσουμε στη Γερμανία. Στη Βιέννη, μάλλον στη διαδρομή προς Βιέννη, εγώ απόδρασα από το γκρουπ, απ’ την ομάδα, και αυτό χάρις σε μια φάλαγγα τραυματιών που επιστρέφαν στην Γερμανία. Σε μια γέφυρα είχαν σταματήσει και μου ζήτησαν να τους γεμίσω κάτι παγούρια νερό. Το γκρουπ αυτό που ήτανε οι τραυματίες με κρατήσαν μες στο όχημα και με πήραν μαζί τους για να τους εξυπηρετώ στη διαδρομή. Ήταν περίπου καμιά 5-10 μέρες πριν φτάσουν στο Ζάγκρεμπ. Λέει είναι αδύνατον διότι υπάρχει εμφύλιος, εγώ τη λέξη εμφύλιος πρώτη φορά την είχα ακούσει, αλλά ούτε καταλάβαινα τι σημαίνει. Τότε ήμουν 16 – 17 χρονών παιδάκι.
Μιλάμε για το καλοκαίρι του 1945…
-Του ’45, ναι. Οι άλλοι 4 -και εγώ μαζί 5- εφόσον απογοητευτήκαμε από την πρεσβεία, είχε βγει κάποιος ψίθυρος για κάποια λεγεώνα. Μας είχε πλησιάσει ένας άλλος Έλληνας, ο οποίος ήταν στη λεγεώνα, ήταν με τη στολή, ο οποίος λεγόταν Στέφανος Γκανάς -όλο ψάχνω να τον βρω και δεν μπόρεσα. Αυτός μας στρατολόγησε και πήγαμε στη Λεγεώνα των Ξένων, Αύγουστο του ’45. Στη Λεγεώνα μας εκπαιδεύσανε, το πώς να σκοτώνουμε, το πώς να σφάζουμε.
Έχω ακούσει για τη Λεγεώνα ότι έχει τη φήμη επίλεκτου και πολύ σκληρά εκπαιδευμένου σώματος, δεν ξέρω αν έτσι είναι τα πράγματα.
-Μάλιστα, ακριβώς έτσι είναι, γιατί υπάρχει και το σύνθημα που λέει: «Marche ou Grève» – «Προχώρα ή ψόφα». Αυτή η λέξη μόνο φτάνει. Όμως, ο σκοπός ήταν διαφορετικός. Άλλα μας διδάσκανε, άλλα… τέλος πάντων, θα τα πω ύστερα. Ήτανε πράγματι η Λεγεώνα αυτή. Από τα καψόνια, από τις τιμωρίες, διότι η Λεγεώνα του ’45 που γνώρισα εγώ με αυτά που έχω ακούσει για τη Λεγεώνα πριν το ’45 ήταν πολύ διαφορετική.
Είχε δηλαδή μεταξύ των απελευθερωμένων από τα γερμανικά εδάφη καλή φήμη η Λεγεώνα;
-Όχι, δεν ήταν καλή. Η διαφορά είναι ότι πριν τον πόλεμο ήταν διαφορετικός ο τρόπος ζωής. Μετά τον πόλεμο, η Λεγεώνα είχε δημιουργηθεί από 80% λεγεωνάριους Γερμανούς αιχμαλώτους. Λοιπόν, είχε πάθει μια νοθεία. Στελέχη που μπήκαν ήταν φασιστόμουτρα από τα SS (ΕςΕς). Αξιωματικοί, λοχαγοί ή υπολοχαγοί, οτιδήποτε, τους είχαν δώσει ένα βαθμό. Ενώ οι Γάλλοι στη λεγεώνα είχαν το πάνω χέρι η πλειοψηφία ήταν Γερμανοί και μιλούσαν τη γερμανική γλώσσα, δεν μιλούσαν πλέον γαλλικά.
Μετά το ’45 όλα αυτά
-Το ‘45. Ήταν βάρβαρη η ζωή. Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούσε η Λεγεώνα ήταν διαφορετικός από την προηγούμενη, γιατί στην προηγούμενη Λεγεώνα είχε στελέχη οι οποίοι ήταν Ευρωπαίοι, καθαροί, δημοκράτες, διάφορες φυλές. Διότι η Λεγεώνα απαρτιζότανε από διάφορες κατηγορίες ανθρώπων, από χίλιες καρυδιές καρύδια. Και μέχρι εκεί υπήρχαν και οι Ισπανοί κομμουνιστές που αποτύχαν το ’36 και διάφοροι άλλοι και ήταν κάπως διαφορετικοί. Η εκπαίδευση γινόταν με βάρβαρο τρόπο, σκληρά, δηλαδή, ήταν μια εκδίκηση που δημιουργούσανε. Για το τίποτα βασανίζανε ολόκληρη διμοιρία, το κάναν για παράδειγμα. Οι διαταγές ήταν στη γερμανική γλώσσα. Εμείς οι υπόλοιποι δεν καταλαβαίναμε και όταν ρωτούσαμε λέγαν «tu as compris quand même» – «έτσι κι αλλιώς κατάλαβες». Δεν μπορούσες να καταλάβεις.
Τον Ιανουάριο του ’46 μπαρκάραμε σ’ ένα βαπόρι και μας στέλνουν τώρα στην Άπω Ανατολή, δίχως να γνωρίζουμε η Άπω Ανατολή που βρίσκεται και τι είναι. Στο ενδιάμεσο, μας εξηγούσαν περί τίνος πρόκειται: θα πάμε πότε για να αφοπλίσουμε τους Γιαπωνέζους και πότε για να βάλουμε την τάξη. Και σ’ ένα χρονικό διάστημα υποτίθεται ότι θα επιστρέφαμε. Έτσι πήγαμε στη Λεγεώνα. 8 Φεβρουαρίου του ’46 φτάσαμε στη Σαϊγκόν.
Εκεί η κατάσταση που αντιμετωπίσατε αφού φτάσατε στη Σαϊγκόν ποια
ήταν;
-Φτάνοντας στη Σαϊγκόν, εγώ, γενικά όλοι, περιμέναμε να δούμε τους Γιαπωνέζους να έρθουν να μας παραδώσουν τα όπλα τους. Δυστυχώς ούτε Γιαπωνέζους είδαμε ούτε και όπλα να μας παραδώσουν, παρά είδαμε ότι πιο μπροστά από εμάς είχαν έρθει κάτι άλλοι, ο γαλλικός στρατός. Η Λεγεώνα ξαναεπιστρέφει στο Βιετνάμ. Και την πρώτη μέρα, κιόλας, πήραμε την χαριστική βολή, δηλαδή πήραμε το βάπτισμα που λέει. Ήταν ένα παιδάκι που πούλαγε κάτι προϊόντα – καρύδες. Εμείς πιο πολύ, άγνωστο για εμάς τι είναι η καρύδα, προσπαθούσαμε να παζαρέψουμε με το πιτσιρικάκι και να δούμε πόσο την τρώνε. Και έρχεται ένας αστυφύλακας από την αστυνομία του στρατού, του δίνει μια κλωτσιά του πιτσιρικά και μια κλωτσιά στο καλάθι που κρατούσε. Αντιδράσαμε και τον ρωτάμε «γιατί αυτά;» και αυτός μας λέει «αν κάνετε σαν και μένα λίγο καιρό εδώ, θα δεις, θα κάνεις τα ίδια και τα χειρότερα». Εκείνη τη στιγμή, ήταν σαν να μπήκε μια μαχαιριά στη καρδιά μου και θυμήθηκα στην Τούμπα, που πηγαίναμε έξω από τον στρατώνα και περιμέναμε οι Γερμανοί να μας δώσουν το αποφάγι τους να φάμε, αλλά μας το δίναν με πιο ευγένεια και εδώ τα παιδιά που πουλάνε πράγματα και τα κλωτσάνε. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Αυτό ήταν το πρώτο στίγμα που με ενόχλησε και σε συνεννόηση με τους άλλους Έλληνες που ήμασταν μαζί, αποφασίσαμε ότι δε θα κάτσουμε εδώ, διότι δεν είναι για εμάς, δεν μας ταιριάζει το μέρος.
Αυτή ήταν μια απόφαση από τις πρώτες μέρες που φτάσατε στο Βιετνάμ. Το υπόλοιπο σώμα της Λεγεώνας που ήταν εκεί, μπροστά στη νέα αυτή κατάσταση πως αντέδρασε; Όταν δηλαδή κατάλαβε πλέον ότι εκεί έχουν πάει για να πολεμήσουν τους Βιετναμέζους.
-Από εκείνη τη μέρα μέχρι τη μέρα που αποφάσισα, πέρασε μια περίοδος δύο μήνες. Στους δύο μήνες μέσα που ήμουν στον γαλλικό στρατό στο Βιετνάμ είδα τα τρισχειρότερα του πολέμου. Φυσικά τα έχω γράψει λεπτομερώς στο βιβλίο, αλλά εν γένει είδα ότι ο σκοπός μας ήταν όχι άδικος αλλά, πώς να το χαρακτηρίσω δεν μπορώ, εγκληματικής φύσης. Πηγαίναμε, μας είχαν στείλει πράγματι να σκοτώσουμε, όχι να κάνουμε αυτά που μας έλεγαν, να επιβάλλουμε την τάξη ή οτιδήποτε άλλο ούτε να πολεμήσουμε τους Γιαπωνέζους. Είδα πολλά περιστατικά μπροστά στα μάτια μου. Κάποια περιστατικά με σοκάρισαν ακόμα περισσότερο. Η τελευταία στιγμή που είχα αποφασίσει, ήταν όταν μια ολόκληρη διμοιρία πήραν εργολαβία με τη σειρά να κακοποιούν ένα κοριτσάκι 14-15 χρονών. Σε πολλές περιπτώσεις, πήγαίναμε σ’ ένα σπίτι ας υποθέσουμε και οι γυναίκες για να μας δείξουν ότι ήταν μητέρες άνοιγαν τα στήθη τους και πατούσαν τη ρώγα να βγάλουν γάλα, να δούμε ότι είναι μητέρα για να μην την βιάσουνε. Είχαμε δει να ανοίγουν σε έγκυες γυναίκες τις κοιλιές και να βγάζουν τα μωρά και να τα πετάνε. Είχαμε δει τέτοια φρικαλέα περιστατικά που όσο η καρδιά να ήτανε από πέτρα ή ατσάλι δεν θα άντεχε. Γι’ αυτό και είπα, τέλος πάντων, αποφάσισα… Εντωμεταξύ, είχα και το δαιμόνιο να ψάχνω να ερευνήσω, να δω. Έτσι, συμπωματικά, ο λοχαγός μου, είχε φέρει μια -πώς να την πούμε τώρα αυτή- κονκιμπίνα [επίσημη ερωμένη], γυναίκα του, μια υπηρέτρια, μια πόρνη δεν ξέρω, μια κοπέλα την οποία την είχε μαζί του. Εγώ τότε 17 χρονών παιδάκι, το αίμα μου έβραζε. Η κοπέλα ήταν αρκετά όμορφη και πήγα να την ενοχλήσω, να προσπαθήσω. Λέω, γιατί ο λοχαγός και όχι εγώ. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν πόρνη και έτσι, παίρνω έναν μισθό που είχα πάρει, μόλις είχαμε πληρωθεί το «engagé volontaire» που λέγεται {η αποζημίωση του εθελοντή}, κάπου 300 γαλλικά φράγκα. Την εποχή εκείνη ήταν πολλά λεφτά. Τόσο βλάκας που ήμουν, τα ‘δωσα όλα για να την αποκτήσω. Έρχομαι το βράδυ στο Μερίνο, που είμασταν μαζί, έναν Ισπανό, και του λέω έτσι, «θα την καταφέρω», του λέω. Μου λέει «μην βιάζεσαι». Και όντως την άλλη μέρα, η κοπέλα μου επιστρέφει τα λεφτά. Εκείνη η επιστροφή, τα λεφτά, εκεί ήταν που έμεινα να πούμε ντενγκώ {dengue}. Και μου λέει ο Μερίνο «Γκρέκο, οι Ισπανοί είχαν πολλά τέτοια περιστατικά, πρόσεχε». Μου είπε μια λέξη «πρόσεχε». Και όντως αποδείχθηκε ότι η κοπέλα αυτή δεν ήταν ούτε πόρνη, παρά ήτανε μυστική πράκτορας. Γνωριστήκαμε.
Μυστική πράκτορας η οποία δούλευε για…
-Τους αντάρτες. Θα το πω το όνομα, γιατί τη μνημονεύω, «Λιλί». Κοπελάρα αγνή, για μένα ήταν αγνή γιατί ό,τι έκανε το έκανε για τη πατρίδα. Ύστερα κατάλαβα τι έκανε. Ήταν ο πρώτος σύνδεσμος που άρχισα να αποκτώ μαζί τους.
Μάλιστα. Αποκτήσατε, λοιπόν, αυτή την επαφή. Εκτός από εσάς, οι άλλοι τρεις Έλληνες που ήταν μαζί ή άλλοι στρατιώτες της Λεγεώνας ή του Εκστρατευτικού Σώματος ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο; Δηλαδή, προσπάθησαν να φύγουν από τον γαλλικό στρατό;
-Γι’ αυτό, όπως σας είπα προηγουμένως, οι λιποτάκτες στο γαλλικό στρατό ήταν γύρω στις 1.500 με 2.000. Η πλειοψηφία Γερμανοί. Υπήρχαν και Γάλλοι και αξιωματικοί Γάλλοι. Και από τις διάφορες εθνότητες. Στη Λεγεώνα υπήρχαν από Γερμανούς, Ισπανούς, Έλληνες, Ρουμάνους, Τσέχους, Ρώσους, απ’ όλη την Ευρώπη που είχαν μπλεχτεί στον πόλεμο. Ηλικιακα αυτοί ήτανε ώριμοι άνθρωποι. Είχαν κουραστεί και από τον πόλεμο, το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικά οι Γερμανοί. Γιατί μια ζωή, πόσα χρόνια ήτανε πόλεμο, από το τριανταπόσο, από τον ισπανικό πόλεμο. Αυτοί αποφάσισαν να λιποτακτήσουν όχι ιδεολογικά παρά βαρέθηκαν τον πόλεμο. Ύστερα, λέγανε, εμάς μας πήραν την πατρίδα, τώρα το Βιετνάμ δεν τους αφορούσε και λούφα και παραλλαγή. Υπήρχαν και μερικοί που ήταν από το μπριγκάντ του Τέλμαν αν έχετε υπόψιν… {ενν. το Τάγμα Τέλμαν των Διεθνών Ταξιαρχιών}. Το κομμουνιστικό μπριγκάντ, οι Γερμανοί που έχουν πολεμήσει στον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία, «Brigades Internationales». Αυτοί ήρθαν από κει και ήταν οι πρώτοι που ήρθαν με τον Χο Τσι Μινχ.
Εννοείτε τις Διεθνείς Ταξιαρχίες που είχε πολεμήσει το ’36 και ήταν στη Λεγεώνα των Ξένων και λιποτάκτησαν.
-Ναι μερικούς απ’ αυτούς. Έτσι από τους 4 Έλληνες, ο ένας ο Κώστας Φουτιτσόγλου, έχει πεθάνει πρόσφατα από ατύχημα στη Κέρκυρα, είχε λιποτακτήσει και αυτός όπως και εγώ• όμως, σε άλλη περιοχή. Από τους τέσσερις τους υπόλοιπους, ένας Στέφανος Γκανάς –τον οποίο ψάχνω να τον βρω- είχε τραυματιστεί, κάποιος Ταυροπόδης Παναγιώτης, βορειοηπειρώτης, και ο Παναγιώτης Παπαδόγγονας, ο οποίος τον οποίο όταν επέστρεψα στην Ελλάδα τον αντάμωσα, τους άλλους όχι. Σημαίνει ότι από τους πέντε Έλληνες που είχαμε πάει οι δύο πήγαμε στο βουνό και έμεινα ο τελευταίος. Στις γραμμές της Λεγεώνας υπήρχε μια αναστατωσούρα. Γιατί ο πόλεμος δεν ήταν ένας πόλεμος που λέγεται «μοντέρνος» πόλεμος, ήταν ανταρτοπόλεμος. Εκεί οι συνθήκες των μαχών ή η ζωή, η επιβίωση είναι διαφορετικές. Δεν είναι σε στρατώνες. Είναι σε αποκλεισμένα φυλάκια, σκόρπια, ανά διμοιρία ή ανά ομάδα και οι μικρές μονάδες αυτές που ήταν σε φυλάκια ήτανε πάντα με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Δεν είχαν έτσι μια ηρεμία, μια ψυχραιμία, μια ζωή που να είναι κάπως χαλαρή. Πάντα ήταν σε ένταση, σε αναβρασμό, σε νευρική κατάσταση και όλα αυτά δημιουργούσαν προβλήματα. Ήταν πολλοί που την κοπανάγανε και οι γραμμές τους μέσα στη Λεγεώνα, αποδεικνύεται και από το νούμερο: 1.500-2.000 ήταν πρωτοφανές ποσοστό λιποταξίας σε ένα πόλεμο τέτοιο.
Φεύγετε, λοιπόν, από τη λεγεώνα Μάϊο περίπου του 1946 αν υπολογίζω σωστά…
-4 Απρίλη ’46
4 Απρίλη του ’46 και πάτε να συναντήσετε μέσω του συνδέσμου που έχετε βρει φαντάζομαι τον Λαϊκό Στρατό;
-Μετά, με την κοπέλα τη Λιλί, την ηρωίδα αυτή, χάσαμε επαφή διότι ο αξιωματούχος είχε κάποια μετακίνηση. Και σε μια άλλη περιοχή κοντά, που λέγεται «Μουρινέι» πιάσαμε συμπτωματικά έναν αιχμάλωτο, έναν πολίτη. Ο αρχηγός της ομάδας, ο Γερμανός, όταν τον έψαξε τον βρήκε να έχει επάνω του πολλά λεφτά, ποσό. Θάμπωσε το μάτι του και τον πήραμε τάχατις ότι είναι Βιετμίνχ. Το ευτύχημα είναι ότι μου τον παρέδωσε εμένα να τον φυλάω. Το κακό γι’ αυτόν ήταν ότι εγώ μ’ αυτόν είχαμε έχθρα, είχαμε προηγούμενα, τσακωμούς. Άρα, αυτός προσπαθεί τώρα να με εκδικηθεί με μπαμπέσικο τρόπο. Να μου δώσει τον αιχμάλωτο να τον φυλάω, να γίνει κατιτίς και να στείλει εμένα στο πειθαρχείο. Είχε τον δικό του σκοπό• εγώ έχω τον δικό μου. Εγώ, όμως, χάρις τα όσα είδα προηγουμένως κατάλαβα ότι εδώ δεν είναι για εμένα. Ήμουν 17 χρονών παιδάκι, τελείωσα το δημοτικό, δεν έμαθα πολλά γράμματα, αλλά αυτό που έχει μείνει μέσα μου ήταν ότι είμαι Έλληνας και δεν θα ματώσω τα χέρια μου. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, ο παππούς μου έχουν ιστορία. Και του ανοίγομαι.
Παίρνω πρωτοβουλία. Με τα λίγα γαλλικά που ξέρω και με κάνα δυο βιετναμέζικες λέξεις που άρχισα να μαθαίνω για να μπορέσω να συνεννοούμαι με τον κοσμάκη. Στην αρχή, δίστασε. Φοβήθηκε ότι είναι κάποιο δόλωμα και ψάχνω να τον ψαρέψω. Εν τέλει, μου σκάει το παραμύθι και μου λέει «εάν με πας στο βουνό θα σου δώσω 36.000 ντονγκ {νόμισμα Βιετνάμ}», σαν κι αυτά, όσα λεφτά είχε μαζί του, που τα πήρε ο αξιωματικός. Λέω «λάθος κάνεις, δεν πάω για λεφτά. Εγώ είμαι Έλληνας και θέλω να πάω μαζί σου, πως δεν με ενδιαφέρει, θέλω μαζί σας…». Με αυτά που μου είχε πει η Λιλί, εντάξει, είχα κάνει μια εικόνα, δηλαδή περίπου, και δέχτηκε. Δέχτηκε. Και έχω τώρα μαζί μου έναν σύντροφο Ισπανό λεγεωνάριο, Σάντο Μερίνο τον λένε, ο οποίος θυσιάστηκε στο Βιετνάμ, σκοτώθηκε. Και του λέω «Μερινο, εγώ πάω. Έρχεσαι;». «Πάμε», μου λέει. Είχα και τον τρίτο φίλο, ένα Ιταλό. Στην αρχή, δίσταζα, διότι είναι μακαρονάς αυτός, μήπως είναι μπαμπέσης. Εν τέλει αποδείχθηκε ότι ήταν έντιμος, αλλά είχε αρρωστήσει με ελονοσία και μου λέει «Γκρέκο, πήγαινε. Εγώ είμαι τάφος». Πράγματι, θα μπορούσε να μας προδώσει για να σωθεί αυτός, αλλά δεν το ‘κανε. Έτσι, με το Μερίνο και με τον Βιετναμέζο, το στέλεχος, συνεννοηθήκαμε και με τους αιχμαλώτους που είχαμε συνάμα, στις 4/4/46, στις δύο τα μεσάνυχτα, αποδράσαμε. Η απόδραση ήταν περιπετειώδης. Τέλος πάντων, να μην τα συζητάμε. Πήγαμε στο βουνό. Φτάσαμε στο βουνό, μετά από ταλαιπωρία 2-3 μέρες μες στη ζούγκλα, διότι και ο οδηγός μας πλέον και αυτός είχε χάσει τον μπούσουλά του απ’ τα χτυπήματα. Το κεφάλι του είχε ζαλάδες, δεν αισθανόταν καλά, δεν μπορούσε να προσανατολιστεί καλά, τέλος πάντων, τα καταφέραμε. Ερχόμαστε και ανταμώνουμε -γελάω- ένα τάγμα άοπλους ανθρώπους, με κοντάρια, με μαχαίρια, με τόξα, με τσάπες και κάνω τον σταυρό μου. Πρώτη φορά. «Παναγιά μου», λέω, «να πολεμήσω τώρα ποιόν». Και λέω τον Μερίνο «αν δεν έρθουν τα γένια μας στα γόνατα» λέω… Λέγαμε και οι δυο «τώρα, vamos, πάμε».
Εν τέλει μας δεχτήκανε, με μεγάλη ικανοποίηση. Αυτοί πεινάγανε, αλλά ψάξαν να βρούνε να μας σφάξουν ένα γουρούνι, να μας περιποιηθούν την πρώτη μέρα και ξέρετε γιατί περισσότερο; Όχι για μας. Για το οπλοπολυβόλο που είχαμε πάρει μαζί (γέλια). Έτσι, λοιπόν, μετά από δύο μέρες μας δοκιμάζουνε και καλά κάνανε. Χτυπάει συναγερμός και έρχεται ένας αντάρτης μ’ ένα ρώσικο όπλο, που ήταν τρία μέτρα περίπου, έπρεπε να βάλεις και ένα μπαστούνι από κάτω να το κρατάς, ήταν πολύ βαρύ (γέλια), να μας πάει στο βουνό να μας κρύψει. Εγώ με τον Μερίνο, όμως, δεν προσέξαμε και μιλάγαμε λίγο δυνατά. Και μας λέει «στ!, προσέξτε μήπως από δω περάσουν οι Γάλλοι». Και έτσι ο στρατιώτης, του λέω εγώ «εάν έρθουν» -,επειδή φοβήθηκα, δηλαδή, μήπως εκείνη τη στιγμή ήμουν κοντά σε κάποιο δρόμο, δεν ξέρω που βρισκόμαστε- και του λέω «εάν έρθουν οι Γάλλοι τίποτα, εσύ σκότωσε εμένα και τον φίλο μου, μπαμ-μπαμ, και εσύ όπου φύγει-φύγει
να σωθείς».
Σε πέντε ακριβώς λεπτά χτυπάει η λήξη συναγερμού. Αυτός φυσικά πήγε και έκανε αναφορά, τη συμπεριφορά μας. Έρχεται ο αξιωματικός, ο αείμνηστος για μένα ήρωας Ουί Ζάν λέγεται το όνομά του, ταξίαρχος, και μας ζητάει συγνώμη για τη δοκιμασία. Μου λέει «τα αποδεικτικά στοιχεία είναι ζωντανά. Δηλαδή, έχεις φέρει 25 αιχμαλώτους και τον αξιωματικό και τα όπλα. Τι ήταν να κάνω εγώ τη δοκιμή; Αλλά, με συγχωρείς» λέει «γιατί είχαμε ένα πρόβλημα προηγούμενο» και με εξιστορεί. Μου λέει «ήταν κάποιος, ένας Σέφας, ένας Γερμανός». Και τον Σέφα αυτόν τον γνωρίζω, ήταν στη διμοιρία μου. Στην Αφρική ήταν ο παλαιστής-πρωταθλητής της Ευρώπης το ’45, Σέφας, Γερμανός. Αυτός ανέβηκε στο βουνό και σε μια απροσεξία ενός κομισάριου, που τον έβγαλε να πάνε βόλτα. Όμως αυτός ήταν οπλισμένος, δεν του είχαν βγάλει το όπλο, το περίστροφο, και σκότωσε τον κομισάριο και έφυγε. Του λέω «καλά κάνατε». Από εκείνη τη στιγμή πλέον μας ορκίζουνε, ορκιζόμαστε. Παίρνω το όνομα του Nguyen Van Lap εγώ και Nguyen Vi ο Ισπανός.
Έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία το όνομα;
-Έχει σημασία, αλλά είναι ένα όνομα. Και από κει μπήκαμε στις γραμμές του αντάρτικου, του λεγόμενου τότε Απελευθερωτικού Στρατού του Βιετνάμ.
[…]
Ήθελα επίσης να σας ρωτήσω σε σχέση με δυο προσωπικότητες του πολέμου, τώρα μιλάμε για το πρώτο στάδιο, για τον Χο Τσι Μινχ, τι σημαίνει ο Χο Τσι Μινχ για τον Βιετναμέζο, δηλαδή, πως τον αντιμετώπιζε και για τον στρατηγό Γκιάπ που κάναμε και τη μετάφραση τώρα τα άρθρα του .
-Τώρα για τον Χο Τσι Μινχ είναι δύσκολο να μιλήσεις, είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορείς να πεις τίποτα πέρα από σεβασμό. Είναι ένας άνθρωπος που αν και δεν τον γνωρίζαμε και καλά, διότι κι εμείς ήμασταν μακριά, μεγάλες αποστάσεις, απ’ τη συμπεριφορά του, απ’ αυτά που λέγονται, από το πώς αυτός ο λαός τον αισθάνεται είναι κάτι το πρωτοφανές! Δεν έχω ακούσει καμιά φορά για κάποια προσωπικότητα τα ίδια λόγια. Από μικρό παιδάκι σηκώθηκε και έφυγε. Ο πατέρας του ήτανε μικρός υπάλληλος μιας κοινότητας, δεν ήταν πιο μεγάλη προσωπικότητα και σ’ ένα καλυβάκι ζούσε μέσα φτωχικά. Σε ηλικία 15-16 χρονών σηκώθηκε και έφυγε, πήγε στη Γαλλία. Σκοπός του ήτανε να μάθει, να δει πως είναι ο καπιταλισμός, οι ανθρώποι. Γύρισε όλο τον κόσμο. Αμερική πήγε, τον μάγειρα έκανε, τον δημοσιογράφο έκανε, όλα τα επαγγέλματα έχει κάνει. Εν τέλει μπήκε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας, πήγανε στη Ρωσία, με τον Λένιν ανταμωθήκαν, συζητήσανε και τότε που έγινε η διάσπαση του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Χο Τσι Μίνχ αποσύρθηκε διότι τους λέει όλα καλά αλλά δεν ακούω να μιλάτε για τις αποικίες. Και αποσύρεται από το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Γαλλίας και πάει στο Κομμουνιστικό Κόμμα του Βιετνάμ. Όλη του ζωή ήταν αυτό, όλη του η ζωή ήταν θυσία .
Στη Κίνα φυλακές, εξορίες. Εν τέλει αντάμωσε το στρατηγό Γκιάπ, μάλλον ο στρατηγός Γκιάπ αντάμωσε το Χο Τσι Μινχ. Στην Κίνα, εφόσον ήρθαν σε επαφή συνεννοηθήκαν και κρίνανε την κατάλληλη στιγμή, γι’ αυτό χρειάζεται η κατάλληλη στιγμή, οι προϋποθέσεις, αν και οι προϋποθέσεις του λαού υπήρχαν από ανέκαθεν, απ’ το ’30 ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα, πριν το Κομμουνιστικό Κόμμα το ’30 υπήρχαν…, το Κόμμα είχε διαφορετικά ονόματα, είναι καμιά 10αριά ονόματα που είχε αλλάξει από Κόμμα Εργατικό, Κόμμα, Κινήματα… και στο τέλος κατέληξαν εκεί. Μες στον πόλεμο πάλι άλλαξε το όνομα από Κομμουνιστικό έγινε Εργατικό Κόμμα και μετά πάλι άλλαξε και ξαναπήρε τώρα το αρχικό του όνομα. Υπήρχαν σταδιακές αλλαγές, προϋποθέσεις που ανάλογα το πως έπρεπε να κινηθούν και γι’ αυτό η σοφία του Γκιάπ με το Χο Τσι Μινχ ήτανε οι πιο στενά συνδεδεμένες και οι πιο ρεαλιστικές. Υπήρχαν κι άλλοι αξιωματούχοι αλλά είναι διαφορετικά.
Ως προς τον Γκιάπ, τι να πεις για τον Γκιάπ τώρα, τι είμαι εγώ τώρα να κρίνω τον Γκιάπ. Βλέπουμε από τις στρατιές της Ευρώπης, τους πολέμους, τους στρατηγούς και κρίνουμε τώρα τον Γκιάπ που ήταν μέσα από τη ζούγκλα βγαλμένος, μια διαφορά τεράστια. Εδώ μιλάνε για αυτούς της ερήμου, για κάτι τέτοιους, για κάτι Γερμανούς ξέρω πως τους λέγαν, ενώ το αποτέλεσμα μετράει, εδώ τον θαυμάζουν. Είχα μια συζήτηση μαζί του κάπου 45 λεπτά πριν κλείσει τα μάτια του. Τώρα, εντάξει, για τον Γκιάπ έχουν πει πολλά άλλοι τώρα εγώ τι να πω, περιττό είναι. Πάντως δεν ξέρω αν θα υπάρχει δεύτερος σαν και αυτόν.