Οι ειδησεις πριν. Η Άφιξη. Οι πρώτες εικόνες. Ο Λαϊκός Αποχαιρετισμός στο στρατηγό Κασέμ Σολεϊμανί. Η ήσυχη πορεία τριών εκατομμυρίων ανθρώπων. Η συγκέντρωση στην πρώην Αμερικάνικη πρεσβεία, νυν «Μουσείου Αλαζονείας» και «Φωλιάς των Κατασκόπων». Ανταπόκριση της Λαμπρινής Θωμά από την Τεχεράνη.

Φτάνω στην Κωνσταντινούπολη και η είδηση είναι παντού: Ο πρωθυπουργός του Ιράκ, ανακοινώνοντας την απόφαση του κοινοβουλίου τους, δεσμευτική ή μη, ότι ξαποστέλνουν το στρατό κατοχής, είπε ότι ο στρατηγός Σολεϊμανί είχε κληθεί από τον ίδιο για να συζητήσουν μια νέα πρόταση για ειρηνευτική συμφωνία. Τον δολοφόνησαν ενώ πήγαινε να μιλήσει για την αποκλιμάκωση της κρίσης με τη Σαουδική Αραβία. Ο Σολεϊμανί δεν προετοίμαζε κανένα πλήγμα εναντίον των Αμερικάνων. Εκπροσωπούσε ένα λαό τσακισμένο από τις κυρώσεις και ήλπιζε σε ένα τέλος. Δολοφονήθηκε σε ενέδρα, που στήθηκε με το χυδαιότερο τρόπο.

Μπαίνω στο αεροπλάνο της ανταπόκρισης, κάθομαι δίπλα σε έναν κινέζο από το Χονγκ Κονγκ, τον Τσάρλυ, που ανησυχεί λέει, αλλά είχε κανονίσει τις διακοπές του, και που στο Χονγκ Κονγκ δεν ανησυχεί γιατί «ήσυχα είμαστε, όχι όπως τα δείχνουν οι τηλεοράσεις, κανονικά ζω τη ζωή μου». Βρε τον Τσάρλυ! Του λέω πως, η εμπειρία μου από τους Ιρανούς είναι ενός λαού περήφανου, φιλόξενου, που αποζητάει την επαφή με τον έξω κόσμο κι έχει καταπληκτική κουζίνα. Η νεαρή από το μπροστινό κάθισμα σηκώνεται και μου χαμογελάει. «Έχετε πολύ δίκιο! Αυτοί είμαστε και είμαι περήφανη!».

Φτάνω στην Τεχεράνη, και βγαίνοντας από το αεροπλάνο, τον βλέπω παντού εμπρός μου. Οχι τον Τσάρλυ. Το στρατηγό Κασέμ Σολεϊμανί. Οθόνες παίζουν εικόνες που δεν έχω ξαναδεί ποτέ. Ασπρόμαυρο υλικό από την εποχή που ήταν φαντάρος, λοχαγός, μικρός στον πόλεμο ενάντια στην Ιρακινή Εισβολή, έναν ακόμη δολοφονικό πόλεμο των Αμερικάνων εναντίον του Ιράν. Ύστερα, σε άλλο βίντεο, με τους στρατιώτες του, γλυκός, πατρικός, γελαστός. Και μια εικόνα που την ήξερα μισή, εκείνη που τον φιλά στο κεφάλι ο Χαμενεΐ. Τώρα, στο βίντεο, τον παρασημοφορεί, αυτόν που δολοφόνησαν οι Αμερικάνοι, και ο Σολεϊμανί έχει χαμηλά το κεφάλι. Μόλις καρφώνεται το παράσημο, πάει να κάνει πίσω, να γυρίσει σε στάση προσοχής. Κι ο Χαμενεΐ τον τραβάει ελαφρά, ίσα να καταλάβει, ο στρατηγός γίνεται γιος και δέχεται εκείνο το φιλί της πατρικής αγάπης και περηφάνειας. Και χαμογελάει.

Χαμογελαστός. Φωτογραφίες. Γελαστός. Βίντεο. Γελαστός. Το «αγέλαστο παιδί», ο αυστηρός άνδρας των φωτογραφιών που ξέρω, που έχω δει και ξαναδεί, δεν έχει σχέση με ετούτη την εικόνα, την εικόνα που ο λαός του μοιράζεται σήμερα μαζί μου. Μια εικόνα που επανανοηματοδοτεί έναν ανεικονικό πολιτισμό και, μαζί, έναν λαϊκό αγώνα επιβίωσης, δεκαετιών.

Στα παραθυράκια των γκισέδων, στον έλεγχο διαβατηρίων, η εικόνα του – άλλη φωτογραφία εδώ ή εκεί, μα πάντα ο στρατηγός – είναι παντού, εκτός από ένα: αυτό για τους αλλοδαπούς, τους ξένους πολίτες. Ευγένεια προς εμάς ή φόβος ότι μπορεί κάποιος να τον προσβάλει ηθελημένα ή αθέλητα; Δεν ξέρω.

Το βιογραφικό του Ναϊμ Τζίνα (Na’eem Jeenah), του νοτιοαφρικανού διανοούμενου ερευνητή της Μέσης Ανατολής και προέδρου του Αφρο-Μεσανατολικού Κέντρου, είναι πολύ μεγάλο – όχι μονο λόγω ερευνητικού έργου αλλά και λόγω της προσωπικής του, ακτιβιστικής δράσης την εποχή του Απαρτχάιντ. Γνωριζόμαστε στο μοιρασμένο ταξί που μας πάει στο ξενοδοχείο. Πιάνουμε την κουβέντα που του πιάνουν όλοι, μου λέει. «Την ημέρα της δολοφονίας έδωσα 18 συνεντεύξεις με τις ίδιες ερωτήσεις». Και μία σήμερα. «Το πρόβλημα αυτή τη στιγμή εδώ το έχει η κυβέρνηση. Προσπαθεί να συγκρατήσει το λαό, που ζητάει την πιο ακραία εκδίκηση. Η οικονομία της χώρας είναι σε άσχημη κατάσταση, λόγω των κυρώσεων, και το Ιράν δεν μπορεί να κάνει πολλά. Ομως η λαϊκή απαίτηση γιγαντώνεται». Έρχεται κατ’ ευθείαν από την Νότιο Αφρική, 25 ώρες άυπνος, δεν επιμένω, αλλά υπόσχεται να τα πούμε αύριο κάποια στιγμή.

Στα διαφημιστικά ταμπλώ και στις γέφυρες, η εικόνα του. Διάφορες εικόνες του, φαρσί οι λέξεις και δεν τα μιλώ φαρσί. Μονο μια φράση καταλαβαίνω, γραμμένη στα αγγλικά: An entire world will avenge you. Ένας κόσμος ολόκληρος θα πάρει εκδίκηση. Για σένα.

Στο ταξί, η εικόνα του. Ο οδηγός ξέρει όλες τις λεπτομέρειες για όσα τελετουργικά θα γίνουν, βιάζεται να μας αφήσει για να πάει στον αποχαιρετισμό. Εκεί που έκλαψε ο Αγιατολάχ Χαμενεΐ. Εκεί που οι άντρες λύγισαν, τα αγόρια ορκίστηκαν εκδίκηση και οι γυναίκες όρθωσαν ανάστημα. Όμως, αργούσε ακόμη να ξημερώσει. Στο δρόμο, ώρα πέντε το πρωί, και είναι σα να είναι μέρα. Μποτιλιάρισμα. Γιατί δεν είναι μόνο ο ταξιτζής μας που θέλει να πάει να τον αποχαιρετήσει.

Από το ξενοδοχείο φεύγω κατευθείαν για την κηδεία. Μόνο καφές. Οι χρόνοι πιέζουν.

Με περιμένει η Τεχεράνη των δέκα εκατομμυρίων κατοίκων. Φασαρία, νέφος, μποτιλιαρίσματα, κορναρίσματα, μηχανάκια πάνω στα πεζοδρόμια που δε λογαριάζουν πεζούς.  Αυτά θυμάμαι.Όχι σήμερα, όμως, όχι την τρίτη και τελευταία ημέρα του πανεθνικού πένθους. Σήμερα τα αυτοκίνητα ακολουθούν σιωπηλά το ένα το άλλο. Υπομονετικά. Τα μηχανάκια δεν τρέχουν. Κανείς δε βιάζεται, κανείς δε θέλει να ακουστεί. Είναι άλλη πόλη από αυτήν που έζησα μόλις δέκα μήνες πριν.

Ο ταξιτζής με αφήνει λίγο πριν την πρώην Αμερικάνικη Πρεσβεία, την νυν «Φωλιά των Κατασκόπων» και «Μουσείο Αλαζονείας», απέναντι από τον ελληνορθόδοξο ναό της πόλης. Σήμερα τα φώτα και οι φωτισμοί και το λαϊκό και εθνικό πένθος. Η πρώην πρεσβεία έχει αλλάξει διάκοσμο. Όλες οι παλιές τοιχογραφίες έχουν αντικατασταθεί με νέες. Με τον Τραμπ, με την υπόσχεση της Εκδίκησης. Και, απειλητικοί, λευκοί σταυροί έχουν κάνει την εμφάνισή τους, ο ένας πίσω από τον άλλο, στο εσωτερικό της. Δακρυσμένα αγόρια στηρίζονται στους τοίχους της. Κορίτσια ανάβουν κεράκια μπρος στη φωτογραφία του. Πάλι.

Κατεβαίνω όπως μου έδειξε ο ταξιτζής, για να συναντήσω την συγκέντρωση. Δε χρειάστηκε. Αρκεί να ακολουθήσεις το κόκκινο λάβαρο. Κόκκινα λάβαρα, άνθρωποι ντυμένοι κόκκινες σημαίες σαν εσάρπα, κίτρινα λάβαρα, μαύρες σημαίες με κόκκινα γράμματα.. Και, για αρκετή ώρα, καμμιά φωνή. Μες στο πανεπιστήμιο ο Χαμενεΐ κλαίει σα μικρό παιδί. Οι στρατιώτες κι οι φίλοι του. Οι άνθρωποι που τον αγαπούν και θα μάθουν στα παιδιά τους να τον αγαπούν. Που υπόσχονται πως δεν θα αφήσουν να γίνει ποτέ υποσημείωση της Ιστορίας αυτός που τους κράτησε όρθιους και περήφανους απέναντι στην Αυτοκρατορία. Και θα κρατήσουν την υπόσχεσή τους, ό,τι κι αν χρειαστεί. «Γη και αίμα», οι ιερές λέξεις. Είναι ο λαός του Χουσεϊν, ο λαός με τις κόκκινες σημαίες.

Η πορεία παγώνει για λίγο. Καθυστέρηση, ησυχία, ούτε φωνή. Κάποιος έχει στήσει ένα λάβαρο με τους δύο Αγιατολάχ και τον Σολεϊμανί, οι τρεις φωτογραφίες και μπουκέτα φρέσκα λουλούδια γύρω γύρω, κι όλοι θέλουν μια σέλφι. Κάποτε περνάμε, και το βήμα γίνεται σχεδόν κανονικό. Σταματάω για τσιγάρο και για να δω. Τα πρόσωπα. Το λαό του.

Και τώρα, σκέφτομαι μόνη μου, παρελαύνει το μπλακ μπλοκ. Το δικό τους μπλακ μπλοκ. Αυτές οι ατσάλινες γυναίκες που κρατούν τη μνήμη και το αύριο στα χέρια τους, ντυμένες τα τσαντόρ του πένθους. Σειρές, ουρές, μπλοκ το ένα μετά το άλλο. Με τα μωρά στα καρότσια, τα λίγο μεγαλύτερα από το χέρι, μαυροντυμένα κοριτσάκια με τσαντόρ κι όχι τα ροζ φουστανάκια που έχω συνηθίσει – ετούτα τα τσαντόρ είναι του πένθους, είναι για όλους.

Ο πατέρας που κουβαλά τη μικρή στους ώμους, γελάει όταν την ακούει να κλέβει την ηγεσία των συνθημάτων από την πρώτη φωνή – αυτόν που λέει πρώτος, για να επαναλάβει ο λαός. Μα η μικρή διαφωνεί, στο «Κάτω η Αμερική» απαντά, πριν προλάβουν οι άλλοι «Κάτω το Ισραήλ», και οι γύρω γελάνε και της κάνουν το χατήρι, για να πάρει εκείνο το κομμάτι της πορείας επάνω της, μες στην περηφάνεια των γύρω που βλέπουν το αύριο να μην υποκύπτει.

Γέροντες με μπαστούνια, σημειωτόν, άνθρωποι με ειδικές ανάγκες, αγόρια χέρι χέρι, ανάπηροι στα καροτσάκια – με το οξυγόνο ο ένας, και μια φωτογραφία του στρατηγού στα χέρια.

Υπάρχουν στιγμές που δεν θέλω να σηκώσω την κάμερα του κινητού. Από σεβασμό, από ανησυχία, και, ναι, από την αίσθηση ότι είμαι η ξένη. Την εικόνα του βλέπω, μα ως εκεί. Τις χιλιάδες εικόνες του στην αγκαλιά των λαϊκών ανθρώπων. Μα ως εκεί. Δεν καταλαβαίνω το βάρος των λέξεων, εκτός από το Αμρίκα, το Ισραήλ, το Σουντ/ Σαουντ, το Ινγκιλίς, που ακολουθούν τη λέξη «θάνατος» ή τη λέξη «κάτω». Μόνο αυτά καταλαβαίνω. Και το θρήνο των ανδρών. Του ιμάμη που μιλά, ψέλνει τον ήρωα σε μία από τις πολλές μικρές εξέδρες, και ξαφνικά σπαράζει στο κλάμα κι αφήνει το μικρόφωνο για να πέσει στην αγκαλιά του διπλανού του. Του παππού που γέρνει πάνω στα κάγκελα της στάσης, με την παλάμη στο πρόσωπο και τα ήσυχα δάκρυα. Τον ανάπηρο γέροντα, στο καροτσάκι, που κλαίει με λυγμούς. Τους στρατιώτες που είναι σχεδόν παραταγμένοι, σιωπηλοί, αγέλαστοι, όπως νόμιζα πως ήταν κι ο ήρωάς τους. Τις ατσαλένιες γυναίκες που φωνάζουν τα συνθήματα και δεν κλαίνε. Που φωτογραφίζουν τα παιδιά τους με την εικόνα του μάρτυρά τους κι ελπίζουν στο Άμες, δε, γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες.

Δεν είναι μόνο η Τεχεράνη, είναι όλο το Ιράν. Το απόγευμα, μπροστά στην τηλεόραση, στα κανάλια, που φορούν πάνω αριστερά μαύρη κορδέλα, είναι ο λαός παντού, έχει ξεχυθεί στους δρόμους να αποχαιρετήσει αυτον που στον παράδεισο περιμένει με ανοικτές αγκάλες ο Χουσεϊν, ο τρίτος Ιμάμης, ο Ιμάμης της θυσίας. Μόνο με την κηδεία του Χομεϊνί μπορεί να συγκριθεί, ποτέ ξανά. Και ποτέ ξανά δεν πέρασε, εδώ και πολλά χρόνια, η σορός του ήρωα από τόσες πόλεις και τόσα ιερά, για τον ύστατο αποχαιρετισμό. Ποτέ ξανά, από το ’89, δεν μετακινήθηκαν τόσα εκατομμύρια άνθρωποι. Χωρίς να ποδοπατηθούν, χωρίς θύματα αυτή τη φορά. Με αυτή την εκκωφαντική ησυχία, που πότε πότε, στις πλατείες και όπου μαζεύονται παιδιά, σπάει από συνθήματα, για να ξανάρθει υποβλητική.

Τέσσερις πέντε ώρες στο δρόμο. Εγώ πάνω κάτω, εκείνοι πάντα μπρος. Μόνοι ακίνητοι οι αστυνομικοί, τα κορίτσια της Ερυθράς Ημισελήνου που ελπίζουν να είναι αχρείαστα, οι νερουλάδες για τους διψασμένους – το νερό στους λαούς της ερήμου… Κι ύστερα, σιγά σιγά, η διάλυση, η επιστροφή, με τα λάβαρα πάντα ολόρθα, χωρίς υποστολή, χωρίς τύλιγμα.

Πρέπει να πάω να κοιμηθώ. Η κούραση κι η αγρύπνια με κάνουν πιο ευσυγκίνητη από συνήθως και δεν πρέπει να γράψω έτσι. Μα, έχω τάξει στα παιδιά, στο ThePressProject, ένα δώρο από κάθε αποστολή – να χτίζουμε την μικρή μας συλλογή των αναμνήσεων. Περίμενα το τέλος της πορείας, της διαδήλωσης, του προσκυνήματος, γιατί, σκέφτηκα, ε, μα βόλτα δίπλα στους σκουπιδοντενεκέδες και θα είχα να διαλέξω, να τους πάω μια φωτογραφία του Σολεϊμανί από δω, από το τέλος της εν ζωή πορείας του και την αρχή του θρύλου.

Δεν είχα. Ούτε μία φωτογραφία, μικρή ή μεγάλη δεν υπήρχε κάτω. Έξι εκατομμύρια χέρια και ούτε ένα δεν αφέθηκε χαλαρό, έστω μια στιγμή. Περπάτησα 3,8 χιλιόμετρα, σύμφωνα με το I-phone, προς τα πίσω, την ίδια διαδρομή, αναζητώντας μια φωτογραφία του, κάτω, οπουδήποτε. Δε θα με πιστέψουν, σκέφτηκα, και έβγαλα φωτογραφία τα σκουπίδια…

Αυτός, λοιπόν, είναι «αυτός ο Σολεϊμανί». Ο Σολεϊμανί, τα άγια των αγίων του, που αποχαιρέτησε ο λαός του.