Αναλυτικά:
Ο Υπουργός κ. Άδωνις – Σπυρίδων Γεωργιάδης προέβη, προσφάτως, σε δημόσια δήλωση επ’ ευκαιρία της ομοφώνου κρίσεως του πενταμελούς Δικαστικού Συμβουλίου περί την ποινική ευθύνη πολιτικών προσώπων και δικαστικών λειτουργών. Η δήλωση έτυχε της πρέπουσας απαντήσεως από τη γραφίδα αρμοδίων, μεταξύ των οποίων η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων.
Μολοντούτο, η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας, εμείς τα μέλη της, αισθανόμαστε την ανάγκη να λάβουμε θέση επί της δηλώσεως του κ. Υπουργού. Και τούτο, όχι για να επαυξήσουμε τις δοθείσες απαντήσεις – ήταν τόσο περιεκτικές όσο απαιτούσε η σοβαρότητα της αιτίας που τις προκάλεσε και τόσο σύντομες όσο επέβαλαν οι περιστάσεις – αλλά για να εκφράσουμε την έντονη αποδοκιμασία μας στην αδόκητη, απρεπή αμετροέπεια με την οποία εκφράσθηκε για τα πέντε μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου, αλλά και, ονομαστικώς, για τον μέχρι προ ολίγων ημερών (30/6) Πρόεδρο του Δικαστηρίου μας.
Η κριτική των δικαστικών αποφάσεων είναι ωφέλιμη, μα και αναγκαία· όχι όμως οι προσβολές του προσώπου των δικαστικών λειτουργών που τις έλαβαν. Γι’ αυτό και νιώθουμε την ηθική υποχρέωση να ενημερώσουμε τους Συμπολίτες μας ότι ο επίτιμος πλέον Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας υπήρξε δικαστής εφάμιλλος των κρατίστων που είχε ποτέ η Ελληνική Δικαιοσύνη. Εκείνο που πάντα χαρακτήριζε τον εν Υπηρεσία βίο του κ. Δημητρίου Σκαλτσούνη ήταν το ανεπίληπτο δικαστικό ήθος. Αυτό που πάντα κυριαρχούσε κατά τη μόρφωση της δικανικής του κρίσεως ήταν η αμερόληπτη, ευθαρσής και νηφάλια θεώρηση προσώπων και πραγμάτων. Αυτή τη δικαστική προσωπικότητα έπληξε ο κ. Υπουργός χωρίς να τη γνωρίζει.
Για την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας
το Διοικητικό Συμβούλιο
Υπενθυμίζεται ότι η πρώτη δικαστική αντίδραση είχε έρθει από την μειοψηφία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία έκανε λόγο για προσβολές και ειρωνείες από πλευράς του υπουργού Ανάπτυξης.
Αντιθέτως, το προεδρείο της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων εξέδωσε μια «άχρωμη» ανακοίνωση, με χαρακτηριστική καθυστέρηση, και περιορίστηκε σε γενικότητες περί αυτοπεριορισμού των κριτών των δικαστών.