Το ντοκιμαντέρ πραγματεύεται την ιστορία ενός πολιτικού, του Γιώργου Μυλωνά, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εξορίστηκε στην Αμοργό. Το 1969 οργανώνεται μια διεθνής συνωμοσία για την απόδρασή του: συμμετέχουν Αμερικανοί που περιθάλπουν τους βασανισμένους Έλληνες, Σουηδοί διπλωμάτες, καθώς και μια ομάδα Ιταλών εθελοντών που παριστάνουν στην Αμοργό τους τουρίστες. Την ώρα που οι νεοναζί της Χρυσής Αυγής ξεδιπλώνουν τα σύμβολα της δικτατορίας, μια συγκλονιστική ιστορία εκτυλίσσεται για το αληθινό πρόσωπο της χούντας.
Ο Στέλιος Κούλογλου συζητάει με τη Νεφέλη Τσιάπου για το ντοκιμαντέρ αλλά και τη συσχέτιση της τότε χούντας με τη σημερινή Χρυσή Αυγή:
Πώς ήρθε η ιδέα να ασχοληθείτε με έναν πολιτικό, τον Γιώργο Μυλωνά, που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός ούτε σα προσωπικότητα αλλά ούτε η καθαυτή ιστορία του στο ευρύ κοινό;
Είναι μία άγνωστη ιστορία και αυτό πάντα έχει το ενδιαφέρον του. Έτυχε να τον γνωρίζω παλαιότερα, μου είχε διηγηθεί την ιστορία του, μου είχε δώσει το βιβλίο του που είχε γράψει και η ιστορία του πάντα ερχόταν στο μυαλό μου. Κάποια στιγμή έπεσα κατά τύχη πάνω σε ένα σκηνοθέτη στην Τουρκία, και πάνω στην κουβέντα που είχαμε, μου είχε πει ότι του είχε πάρει μια μεγάλη συνέντευξη λίγο πριν φύγει από τη ζωή. Με βάση αυτή τη συνέντευξη έστησε λοιπόν σε μεγάλο βαθμό την ιστορία. Παράλληλα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο ο γαμπρός του Μυλωνά που μιλούσε για την απόδραση του Μυλωνά. Μ’ αυτό τον τρόπο όλα αυτά με οδήγησαν να ασχοληθώ περισσότερο. Επί της ουσίας ήθελα με τον τρόπο μου να θυμίσω στον κόσμο την βαρβαρότητα και τη γελοιότητα της δικτατορίας. Θεωρώ πως η περίοδος και τα βιώματα της δικτατορίας αρχίζουν και ξεφτίζουν, διότι λόγω της Χρυσής Αυγής και της γενικότερης κρίσης έχει αρχίσει να υπάρχει η θεωρία ότι δεν ήταν και τόσο άσχημα τότε, ήθελα να θυμίσω τους βασανισμούς, τις εξορίες αυτής της περιόδου.
Το ντοκιμαντέρ από μόνο του αφήνει ένα αισιόδοξο τέλος και κατά τη διάρκειά του είναι ιδιαίτερα χιουμοριστικό. Γιατί επιλέξατε αυτή την οδό;
Κλείνω το ντοκιμαντέρ με το ανοιχτό βιβλίο δίπλα «για τον ύμνο της Ελευθερίας» στο κρεβάτι του Μυλωνά. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Επειδή οι προηγούμενες ταινίες μου, η Ολιγαρχία και η Νονά, ήταν σα μία «γροθιά στο στομάχι», είπα να κάνω κάτι που να έχει happy end.
Κάθε χρόνο εδώ και τρία χρόνια δημιουργείτε ένα νέο ντοκιμαντέρ πηγαίνοντάς το και στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Αυτό γίνεται σκόπιμα λόγω της συγκυρίας των γεγονότων;
Τα δύο προηγούμενα έγιναν μόνο λόγω της συγκυρίας. Ήταν από τη μία μεριά η κρίση και τα μνημόνια, και από την άλλη ο κίνδυνος για τη Χρυσή Αυγή. Το τελευταίο έγινε επειδή είχα μαζέψει κάποιο υλικό. Νόμιζα ότι είναι μία καλή ευκαιρία να κάνω κάτι διαφορετικό. Ήταν πιο εύκολο από πλευρά παραγωγής , αλλά και μικρότερο σε έκταση, σε σχέση με το προηγούμενο μου ντοκιμαντέρ, «Νονά». Επίσης, ως προς το σενάριο, η ταινία σε οδηγούσε πιο εύκολα, έχοντας αρχή μέση και τέλος. Δεδομένου το ότι κατά τη διάρκεια της δημιουργίας του είχαμε πολλές πολιτικές εξελίξεις αλλά και είχε κάποιες άλλες ασχολίες, ήταν κάτι που μπορούσα να το παρακολουθήσω. Είμαι ικανοποιημένος από το αποτελέσματα.
Το ντοκιμαντέρ το ολοκληρώσατε πριν της τελευταίες εκλογές, έχοντας μία δεξιά κυβέρνηση να κυβερνά τη χώρα. Τώρα, που η κυβέρνηση άλλαξε και έχουμε μία αριστερή πιστεύετε πως το πρόβλημα της Χρυσής Αυγής θα αρχίσει να επουλώνεται;
Όχι αναγκαστικά. Εάν η κυβέρνηση αποτύχει δεν θα έρθουν πίσω οι μαριονέτες του κ. Σόιμπλε αλλά θα έρθει η Χρυσή Αυγή στην εξουσία. Ο κίνδυνος είναι πάντα υπαρκτός. Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι μάλλον η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Οι χώρες σε περιόδους κρίσης πηγαίνουν δεξιά και ακροδεξιά. Και αυτό πρέπει να το καταλαβαίνουν κάθε φορά στην Ευρώπη που πηγαίνουν να στραγγαλίσουν την ελληνική οικονομία μέσα από ασφυκτικά μέτρα για πολιτικούς λόγους.
Πιστεύετε ότι εάν δοθεί η ελληνική ιθαγένεια στα παιδιά δεύτερης γενιάς θα βοηθήσει το πρόβλημα της Χρυσής Αυγής;
Πιστεύω πως ναι. Νομίζω πως ο Σύριζα θα μπορέσει να το καταφέρει αυτό. Και συγκεκριμένα ο ήρωας του ντοκιμαντέρ, ο Μυλωνάς, στη συνέντευξη που είχε δώσει πριν 20 χρόνια είχε μιλήσει προφητικά για τους πρόσφυγες. Εξηγεί πως πέρασε πολύ καλά μένοντας στη Γενεύη αλλά και ξέροντας τη γλώσσα. Όμως λέει υπάρχουν πάρα πολλοί που τους αντιμετωπίζουν ρατσιστικά.
Πώς έγινε η χρηματοδότηση του ντοκιμαντέρ αλλά και των 2 προηγούμενων;
Όπως λέω κάποιοι μαζεύουν γραμματόσημα, άλλοι πηγαίνουν ταξίδια, εμένα μου αρέσει να χαλάω τα χρήματα μου σ αυτό που μου αρέσει το ντοκιμαντέρ. Πάντα παρουσιάζω τα ντοκιμαντέρ μου σε όλη την Ελλάδα αλλά και επειδή κυκλοφορώ τα ντοκιμαντέρ μου σε DVD, κερδίζω κάποια χρήματα για την επόμενη δουλειά μου.