συνέντευξη στους Κωνσταντίνο Πουλή και Θάνο Καμήλαλη

«Δεν θα δούμε το ποτήρι μισοάδειο, θα το δούμε μισογεμάτο. Το ότι φτάσαμε ως εδώ, να έχουμε ένα μισό ποτήρι γεμάτο, είναι μία μεγάλη κατάκτηση των θυμάτων. Των παιδιών αυτών που πήρανε πάνω τους όλη αυτή τη φθορά, την ψυχική που υπέστησαν, όλη αυτήν την αγανάκτηση, όλη αυτή τη δημόσια έκθεση. Είναι πρωτίστως μία νίκη αυτών των παιδιών, αλλά και των ανθρώπων που τους συμπαραστάθηκαν. Κυρίως όμως, είναι μία νίκη της κοινωνίας, γιατί πραγματικά εντυπωσιαστήκαμε όλοι οι παράγοντες της δίκης, από την τεράστια συμπαράσταση που εκδήλωσε η κοινωνία σε αυτά τα θύματα. Συμπαράσταση που εκδηλώθηκε ακόμα περισσότερο, με την αγανάκτηση που εκφράζεται μετά από αυτό το τελευταίο, πικρό αποτέλεσμα της αναστολής» ανέφερε αρχικά ο δικηγόρος, σχολιάζοντα ςτην ακταδικαστική απόφαση και τόνισε:

«Αλλά πρέπει να δούμε ότι είναι μία απόφαση τεράστιας σημασίας, διοτί για πρώτη φορά ένας άνθρωπος της υψηλής κοινωνίας, με διασυνδέσεις σε κυβερνήσεις, στον πολιτικό κόσμο, με θέσεις εξουσίας, με απόφαση της ελληνικής δικαιοσύνης καταδικάζεται. Δικαστές τον καταδικάσανε. Βεβαιως το ότι υπήρξε αυτή η πικρή απόφαση να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους και προϋποθέσεις που, καθ’ημάς, ως Πολιτική Αγωγή, δεν πληρούνταν, αυτό είναι ένα ζήτημα και εκεί δικαίως αγανακτεί η κοινωνία. Είναι μία απόφαση στην οποία κάνουμε κριτική αλλά στο αποτέλεσμά της τη σεβόμαστε. Έχουμε το Εφετείο, όπου η υπόθεση θα κριθεί από την αρχή, ειδικά μετά την Έφεση της Εισαγγελίας Εφετών. Και εκεί ελπίζουμε να δικαιωθούν πλήρως όλα τα θύματα.

Με όλες τις ατέλειες, με όλες τις αδυναμίες, παρόλα αυτά που είχαμε, έχουμε μία πρωτόδικη απόφαση καταδίκης και έχουμε έτσι έναν λόγο να προτρέπουμε και άλλα θύματα, είτε έχουν υποστεί κακοποιήσεις, είτε θα υποστούν στο μέλλον, να έχουν τελικά εμπιστοσύνη. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να εμπιστευόμαστε την αστική δικαιοσύνη, έτσι όπως είναι, στο συνταγματικό πλαίσιο στο οποίο απονέμεται. Αυτή είναι η τελευταία καταφυγή για τα θύματα και εν πάσει περιπτώσει είναι η εξ’ορισμού, φύσει και θέσει, προστάτιδα της κοινωνίας».

Λίγες μέρες μετά την πρωτόδικη απόφαση, η εισαγγελέας Εφετών άσκησε έφεση, για τις ποινές που επιβλήθηκαν αλλά και για την υπόθεση του τρίτου βιασμού, για τον οποίον ο Λιγνάδης αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών κατά πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι στον δεύτερο βαθμό, στο Εφετείο, η υπόθεση ουσιαστικά θα κριθεί από την αρχή. «H έφεση της Εισαγγελέα Εφετών αφορά δύο σκέλη. Το ένα να επανασυζητηθεί η αθώωση ενός εκ των θυμάτων, η οποία έγινε κατά πλειοψηφία, με καταδικαστική πρόταση του κ.εισαγγελέα. Το δεύτερο σκέλος είναι να επανεξεταστεί το πλαίσιο των ποινών, διότι μέσα στο εκ του νόμου προβλεπόμενο πλαίσιο, ο καταδικασμένος πρωτοδίκως, για το ένα έγκλημα του βιασμού εισέπραξε την κατώτατη δυνατή ποινή και για το δεύτερο μία μέτρια ποινή. Το πλαίσιο είναι, 5 χρόνια το ελάχιστο, 15 το μέγιστο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, με βάση την προσωπικότητα του κατηγορούμενου, την απαξία της πράξης, την επικινδυνότητα… μέσα σε αυτό επιμετράται η ποινή. Εδώ έχουμε βιιασμό ανηλίκου, με συνθήκες μάλιστα ειδεχθείς. Για εμάς, ως Πολιτικής Αγωγή, ειδεχθής είναι η συνθήκη της εξάρτησης. Επρόκειτο για φτωχά μεταναστόπουλα, τα οποία ο κατηγορούμενος, με διάφορες υποσχέσεις, έφερνε στο σπίτι του και τα βίαζε. Αυτά λοιπόν είναι κριτήρια που δημιουργούν σε μεγάλη, αυξημένη όπως είπε και η κ.Εισαγγελέας στην έφεσή της, απαξία της πράξης και είναι αδιανόητο για μία τέτοια πράξη να παίρνει κάποιος το ελάχιστο της ποινής πρωτοδίκως» εξήγησε ο Γιάννης Βλάχος.

«Στο Εφετείο θα επανακριθεί ριθεί στο σύνολό της η υπόθεση και τα θύματα προσδοκούν να δικαιωθούν πλήρως, ως προς όλες τις κατηγορίες και τελεσίδικα πλέον» πρόσθεσε.

«Περισσότερο κι από το γεγονός της απελευθέρωσης μου έμεινε η πικρία της διαδικασίας»

Στη συνέχεια, ο δικηγόρος αναφέρθηκε στην ιδιαίτερα ψυχοφθόρα και τραυματική για τα θύματα διαδικασία της δίκη. «Δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της δίκης, αλλά πρέπει να δούμε και τη διαδικασία της δίκης. Και η διαδικασία, λυπάμαι που το λέω, δεν ήταν υποδειγματική, δεν μας δίνει λόγο να χαιρόμαστε ως δικαιοσύνη» ανέφερε αρχικά.

Έκανε λόγω για «χυδαιότητες» της πλευράς Λιγνάδη, όπως, όταν ο Αλέξης Κούγιας «ζήτησε, σε μία διαδικασία η οποία δεν προβλέπεται δικονομικά, στο ακροατήριο, έχοντας απέναντι του έναν άνδρα 25 ετών, που βιάστηκε στα 15, να του επιδείξει με το δάχτυλο συγκεκριμένα σημεία του σώματός του, τα απόκρυφά του δηλαδή. Σε μία προσπάθεια να επιτύχει τι; Αλλά το θέμα δεν είναι ότι το έκανε ο συνήγορος, το θέμα είναι ότι έγινε ανεκτό από την έδρα. Κι έπρεπε να διαμαρτυρηθούμε πάρα πολύ έντονα, αλλά παρά τις διαμαρτυρίες, παρά το γεγονός ότι υπέβαλα γραπτά ολόκληρο καταλογο παραπόνων για τον αντιδικονομικό και παράνομο τρόπο υπό τον οποίο έγινε η εξέταση των μαρτύρωνν και κυρίως των θυμάτων, αυτή η διαδικασία δεν διορθώθηκε»

«Κι εδώ το λέω δημοσίως και αναλαμβάνω την ευθύνη, σεβόμενος το αποτέλεσμα και θεωρώντας το μία μεγάλη νίκη του κινήματος του metoo και των θυμάτων» συνέχισε, «παρόλα αυτά, περισσότερο κι από το γεγονός της απελευθέρωσης του κατηγορουμένου  μου έμεινε η πικρία της διαδικασίας. Η πικρία του ότι, παρά τον νόμο, παρά τις διεθνείς συνθήκες που έχει υπογράψει η Ελλάδα, για την προστασία των θυμάτων έμφυλης βίας, που έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό Δίκαιο, παρά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ο οποίος απαγορεύει συγκεκριμένες ερωτήσεις, παρά τις παραβιάσεις όλου αυτού του νομικού πλέγματος, η Πρόεδρος δεν σταμάτησε ποτέ αυτήν την απαξιωτική, προσβλητική, χυδαία επίθεση κατά των μαρτύρων και των θυμάτων. Ειδικά των θυμάτων».

Ανέφερε λίγο αργότερα ότι το γεγονός πως «επιτρέπονταν όλου του είδους οι ανοίκειες, παράνομες ερωτήσεις και η σφοδρή επίθεση αυτή καταρράκωσης της προσωπικότητας, κατατρομοκράτησης των μαρτύρων στο ακροατήριο από τη διευθύνουσα τη συζήτηση και ότι ενώ διαμαρτυρηθήκαμε έντονα, συνέχισε να επιτρέπεται» τον «κλόνισε» κατά τη διάρκεια της δίκης.

«Ο δικηγόρος εκτελεί κατ’εντολήν του πελάτη του. Εάν ο δικηγόρος κάποιου εντολέα εκφράζεται με κάποιον τρόπο που παραβαίνει ηθικά ή και νομικά, ηθικός αυτουργός σε αυτό είναι ο ίδιος ο εντολέας. Αυτός του έδωσε την εντολή να ενεργήσει. Κι αυτός χρεώνεται την επιλογή, γιατί αν δεν ήταν σύμφωνος, θα σταματούσε εγκαίρως τον δικηγόρο από το να εκφράζεται με αυτόν τον τρόπο» σχολίασε επίσης, αναφερόμενος και στην προσπάθεια δημόσιας διαπόμπευσης των θυμάτων, με την ανακοίνωση Κούγια προ ημερών, ενώ ως προς την έλλειψη μεταμέλειας του Δημήτρη Λιγνάδη, σχολίασε: «Σε κανένα σημείο της δίκης, σε καμία από τις λέξεις που εξέφρασε στην απολογία του, δεν άφησε να φανεί ότι μπορεί να έχει συνειδητοποιήσει ότι κάτι δεν έκανε σωστά. Κάθε άλλο. Ήταν επιθετικός και έδειξε ότι δεν έχει καμία μα καμία ενσυναίσθηση. Αυτό το γεγονός, της έλλειψης κατανόησης για την κατηγορία, ήταν η αιτιολογία με την οποία ο εισαγγελέας πρότεινε να ακυρωθεί το αίτημα αναστολής της ποινής. Δεν έδειξε πουθενά να έχει συνειδητοποιήσει ότι αυτό για το οποίο κατηγορείται, προκάλεσε τόσο πόνο στα θύματα»

Yλικό από το κινητό του Λιγνάδη δεν παρουσιάστηκε στο δικαστήριο – Τι συνέβη με το «λευκό» λαπτοπ

Ο δικηγόρος της Πολιτικής Αγωγής αναφέρθηκε εκτενώς και σε ένα σημείο της διαδικασίας που μεταφέρθηκε από το Παρατηρητήριο και δημοσιογράφους που βρίσκονταν στη δίκη, την άρνηση του δικαστηρίου να παρουσιαστεί στην αίθουσα υλικό που βρισκόταν στη δικογραφία, από το κινητό του Λιγνάδη. Όπως εξήγησε, επρόκειτο για φωτογραφίες, προσωπικά μηνύματα και βίντεο.

«Η Πρόεδρος αρνήθηκε να επισκοπηθούν φωτογραφίες που δείχνουν τον κατηγορούμενο αγκαλιά με ανήλικα πρόσωπα σε ερωτικές στιγμές. Υπάρχουν αυτές οι φωτογραφίες, ως κατασχεμένο υλικό μέσα από το κινητό του. Εισήλθαν ως αναγνωστέα έγγραφα στη δικογραφία και η Πρόεδρος αρνήθηκε την ανάγνωση αναγνωστέων. Δηλαδή εγγράφων που η Εισαγγελία είπε ότι οφείλουν να αναγνωστούν. Χωρίς λόγο και όταν διαμαρτυρήθηκα λέγοντας ότι με τέτοια κίνηση δρομολογείται ευνοϊκή απόφαση για τον κατηγορούμενο, μου απάντησε ότι θα δω την αιτιολογία της. Είναι και φωτογραφίες, είναι βίντεο, είναι και μηνύματα» ανέφερε, ενώ τόνισε πως «αν είχε αναγνωστεί αυτό το υλικό, δεν θα μπορούσε να στηριχθεί η απόφαση αναστολής εκτέλεσης ποινής. Διοτί είναι πρόσφατο υλικό και η ηλικία κάπως από τα πρόσωπα με τα οποία ο κατηγορούμενος ανταλλάζει μηνύματα μπορεί να προσδιοριστεί και φαίνεται ότι είναι ανήλικοι»

«Αυτό ακριβως ήταν το σημείο της διαδικασίας με κλόνισε, όσον αφορά τη σύννομη διεύθυνση της διαδικασίας και την απροκάλυπτη προσέγγιση του αποδεικτικού υλικού. Γιατί αν το υλικό αυτό, για οποιονδήποτε λόγο, δεν κρίνετο ότι είναι σχετικό με τις κατηγορίες που εξετάστηκαν, θα μπορούσα να το δεχθώ. Αλλά για να κριθεί αν είναι σχετικό ή άσχετο, πρέπει πρώτα να το δούμε στο δικαστήριο. Εμείς δεν το είδαμε» πρόσθεσε ο Γιάννης Βλάχος, που αναφέρθηκε εκτενώς και στο γεγονός ότι ο φορητός υπολογιστής του Λιγνάδη που κατασχέθηκε, μετά από καθυστέρηση 15 ημερών, δεν είχε κανένα αρχείο μέσα.

«Είναι ένα πενιχρό κομμάτι του ψηφιακού υλικού, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι βρισκόταν στο λάπτοπ. Το οποίο λάπτοπ κατασχέθηκε στα χέρια του αδερφού του, 15 μέρες μετά τη σύλληψή του και όταν τον ρώτησα στην ακροαματική διαδικασία, όπου εξεταζόταν ως μάρτυρας “ποιος σας παρέδωσε το λάπτοπ”, μου απάντησε “¨ο αδερφός μου”. Τον ρωτάω “πότε σας το παρέδωσε” μου απαντάει “λίγο πριν συλληφθεί”. Λέω “πώς ήξερε ότι θα συλληφθεί” μου απάντησε ότι “τον είχαν ειδοποιήσει ότι είχε βγει ένταλμα και το περίμενε”. Ρωτάω “και γιατί σας το παρέδωσε”, απαντάει ότι “ε δεν καταλαβαίνετε, για να διαφυλαχθούν τα προσωπικά δεδομένα που είχε μέσα”. Και λέως τότε “κύριε μας ειρωνεύεστε; Το λάπτοπ που κατασχέθηκε στα χέρια σας, ήταν λευκό, πάλλευκο. Δεν είχε κανένα στοιχείο”. Ο κατηγορούμενος συνελήφθη στις 20 Φεβρουαρίου και ήδη από τα τέλη Ιανουαρίου είχαν κυκλοφορήσει τα πρώτα δημοσιεύματα για τον βίο και την Πολιτεία του. Στις 2 Φεβρουαρίου υπήρχαν πολλά δημοσιεύματα που τον φωτογράφιζαν. Το λάπτοπ το οποίο παραδόθηκε είχε αγοραστέι λευκό, παρθένο, στις 2 Φεβρουαρίου. Μου έκανε εντύπωση πως ένα λαπτοπ είναι λευκό, χωρίς καμία αποθήκευση στοιχείου. Μπαίνω απο περιέργεια και βάζω τον σειριακό αριθμο του προϊόντος και βλέπω ότι το λαπτοπ αυτό είχε αγοραστεί 2 Φεβρουαρίου».

Αναφέρθηκε, τέλος, στο παρελθόν του Λιγνάδη, σχολιάζοντας τις αντιφάσεις στη χορήγηση της αναστολής: «Έχουμε να κάνουμε με έναν κατηγορούμενο, για τον οποίον αποδεδειγμένα, από το έτος 1984, σχηματίστηκε εναντίον του δικογραφία, για ασέλγεια εις βάρος ανηλίκου. Κι αυτό ήταν και στο σκεπτικό των επανειλημμένων συμβουλίων τα οποία αποφάσισαν να παραμείνει προφυλακισμένος. Ότι εάν αφεθεί ελεύθερος, βάσει του παρελθόντος του, βάσει του μακρού χρόνου στον οποίον είχε αναπτύξει τη δράση του και βάσει της μεθοδολογίας που είχε αναπτύξει, να πλησιάζει δηλαδή ευάλωτα άτομα, ανήλικα, με υποσχέσεις, είναι πολλύ πιθανό να διαπράξει ξανά τέτοιου είδους εγκλήματα. Τι συνέβη επομένως και από τη μία μέρα στην άλλη, ο τότε κατηγορούμενος και σήμερα πρωτοδίκως καταδικασμένος δις για βιασμό ανηλίκων να παύει να είναι επικίνδυνος; Αυτό είναι μία αντίφαση.Μία άλλη αντίφαση είναι, που λένε να μη συρόμαστε πίσω από το κοινό περί δικαίου αίσθημα, συνάδερφοί σας αλλά δυστυχώς και πολιτικοί, που τα τελευταία τρία χρόνια για κάθε έγκλημα που άφηνε ένα ισχυρότερο από το σύνηθες αποτύπωμα στην κοινή γνώμη, σπεύδανε, λαϊκιστικά, να αλλάξουν τον νόμο. Να τον κάνουν αυστηρότερο. Αυτό δεν είναι υποκρισία; Έφτασε να έχει γίνει ο Ποινικός Κώδικας σαν δελτίο αγορανομικών τιμών, που κάθε εβδομάδα ανακοινώνουμε και νέες ποινές».

Κατέληξε ωστόσο λέγοντας πως «δεν υπάρχει “μεροληψία της δικαιοσύνης”» υποστηρίζοντας πως «η Δικαιοσύνη ευτυχώς είναι ένας θεσμός ανεξάρτητος, συνταγματικά κατοχυρωμένος, αλλά έχει και τόσες ατέλειες, όσες και οι λειτουργοί της δικαιοσύνης που είναι άνθρωποι και κάνουν γι αυτόν τον λόγο και λάθη. Όμως η δικαιοσύνη είναι ένας θεσμός ύψιστης ασφαλείας. Αν είναι δυνατόν να λέγαμε ότι η Δικαιοσύνη μεροληπτεί. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένοι άνθρωποι οι οποίοι μπορεί να έχουν μία εγγενή μεροληψία, η μία επίκτητη μεροληψία, απέναντι σε συγκεκριμένους ανθρώπους η για συγκεκριμένα εγκλήματα»