Η απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου να υιοθετήσει την πάγια νομολογία του Μισθοδικείου και ως εκ τούτου να αποκατασταθεί η αναλογία στον καθορισμό της σύνταξης των δικαστών σε σχέση με το εν ενεργεία εισόδημά τους, δε βρήκε σύμφωνο τον Υπ. Εργασίας Άδωνι Γεωργιάδη ο οποίος έκανε λόγο για «κοινωνική δικαιοσύνη», δηλώνοντας: «Αναδρομικά εγώ δεν δίνω σε κανένα, δεν υπάρχει περίπτωση να κόβεται η σύνταξη στον φτωχό άνθρωπο και να δίνω αναδρομικά εκατομμύρια. Υπάρχει ένα στοιχείο κοινωνικής δικαιοσύνης». Ακόμη τόνισε πως «Όταν βγαίνει μια απόφαση με δημοσιονομικό κόστος, θα πρέπει να μπαίνει αυτομάτως ένας εφάπαξ φόρος σε όλους τους πολίτες». Τις δηλώσεις του Άδωνι Γεωργιάδη έσπευσε να «αμβλύνει» ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Π. Μαρινάκης δηλώνοντας τον σεβασμό της κυβέρνησης στις δικαστικές αποφάσεις.

Για την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου τοποθετήθηκε και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Κ. Χατζηδάκης, ο οποίος ανέφερε πως «δεν μπορούμε να έχουμε μία κυβερνώσα δικαιοσύνη. Εδώ, τα λεφτά αφορούν μία συγκεκριμένη ομάδα, η οποία τυχαίνει να αποφασίζει και για τον εαυτό της. Θα θωρακίσουμε το σύστημα ώστε να μην ανοίξει ο ασκός του Αιόλου»

Πολλές δικαστικές Ενώσεις –πλην της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, της οποίας το προεδρείο αρνείται με προσχήματα να εφαρμόσει το καταστατικό και να προκηρύξει Γ.Σ. σύμφωνα με το αίτημα 311 δικαστικών– προχωρούν σε Γενικές Συνελεύσεις και εκδίδουν ψηφίσματα όπως αυτό της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, που αναγνωρίζει την απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ζητά την αναπροσαρμογή του βασικού μισθού, των επιδομάτων, την επαναφορά των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας.

Η ανακοίνωση της μειοψηφίας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων:

Δεν είναι η πρώτη φορά που ενόψει μιας διεκδίκησης που αφορά δικαστικούς λειτουργούς, ενεργοποιείται ο κοινωνικός αυτοματισμός και ο μηχανισμός επικοινωνιακής διαπόμπευσης τους. Οι κυβερνήσεις διαχρονικά αντιμετωπίζουν με στενή δημοσιονομική προσέγγιση όλα τα αιτήματα των κοινωνικών ομάδων και σπεύδουν να υπονομεύσουν τόσο τη νομική όσο και την ηθική τους βάση. Ο «εχθρός» άλλοτε είναι οι προνομιούχοι δικαστές, άλλοτε οι ανάλγητοι απεργοί, άλλες φορές οι ράθυμοι δημόσιοι υπάλληλοι και άλλες οι φοροφυγάδες ελεύθεροι επαγγελματίες. Ο καθένας στη σειρά του.

Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου (1332/2023) έκρινε το αυτονόητο για μας, ότι δηλαδή πρέπει η διοίκηση να προβεί σε επανυπολογισμό των συντάξεων των συνταξιούχων δικαστών χωρίς τις αντισυνταγματικές διατάξεις των νόμων 4623/2019, 4387/2016 και 4093/2012 βάσει των οποίων παρανόμως υπολογίστηκαν και υπέστησαν μείωση ανώτερη του 60% σε σχέση με τις αποδοχές των εν ενεργεία συναδέλφων τους. Το ποσοστό αναπλήρωσης των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών είναι το χαμηλότερο σε όλο το δημόσιο τομέα. Δεν προβλέπεται για κανέναν άλλον εργαζόμενο τόσο μεγάλη απόκλιση μεταξύ μισθού και σύνταξης. Η ανάγκη σταδιακής αποκατάστασης αυτής της ανώμαλης κατάστασης είναι από καιρό σε γνώση των κυβερνήσεων οι οποίες προκλητικά αδιαφορούσαν να συμμορφωθούν με τις αμετάκλητες αποφάσεις που είχαν εκδοθεί. Οι αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι πιλοτικές, δηλαδή αφορούν ευρύτερες ομάδες προσώπων παρόλο που εκδίδονται επ’ αφορμή συγκεκριμένης προσφυγής και παρακολουθηματικού χαρακτήρα, δηλαδή το Δικαστήριο είναι νομικά υποχρεωμένο να τηρήσει τις αποφάσεις που προηγήθηκαν επί του ζητήματος του Ειδικού Δικαστηρίου , το οποίο βάσει του Συντάγματος αποφαίνεται για τα μισθολογικά και συνταξιοδοτικά ζητήματα των δικαστών και το οποίο με τις 255/2021, 2/2022 και 1-4/2018 αποφάσεις του έκρινε πρωτογενώς ότι οι διατάξεις που περιόρισαν τις αποδοχές των συνταξιούχων δικαστών σε ποσοστό που ανήλθε πέραν του 60% είναι αντισυνταγματικές και επομένως ανεφάρμοστες. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Εδικό Δικαστήριο αποτελείται κατά ρητή συνταγματική πρόβλεψη κατά πλειοψηφία από μη Δικαστές . Οι συνταξιούχοι δικαστικοί λειτουργοί επομένως ούτε κρίθηκαν από συναδέλφους τους ούτε ζήτησαν διακριτή προνομιακή μεταχείριση σε σχέση με τους υπόλοιπους πολίτες.

Το πρόβλημα που αναδείχθηκε για άλλη μια φορά δεν έχει να κάνει ούτε με την οικονομία ούτε με τον συνδικαλισμό. Αφορά στην αντίληψη για την λειτουργία του κράτους. Η κυβέρνηση αντί να συμμορφωθεί με τις συνταγματικές της υποχρεώσεις, προβαίνει μέσα από δηλώσεις υπουργών σε ευθεία άρνηση εφαρμογής δικαστικών αποφάσεων τις οποίες παρουσιάζει ως υφαρπαγή του αποκλειστικού της προνομίου να διαμορφώνει την οικονομική πολιτική επισείοντας τον κίνδυνο δημοσιονομικής εκτροπής και επικαλούμενη την κοινωνική δικαιοσύνη. Την πολιτική αυτή την θεωρούν προφανώς δικαστικά και συνταγματικά ανεξέλεγκτη, μη επιδεχόμενη οποιουδήποτε ελέγχου ακόμα και αν παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές (πχ ισότητας, δικαστικής ανεξαρτησίας). Όσοι διεκδικούν, απομονώνονται από τον υπόλοιπο λαό με το στίγμα της κοινωνικής αναλγησίας. Η κυβέρνηση εμφανίζεται πλέον ως ο υπέρμαχος της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αποκατάστασης της κοινωνικής αδικίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις η μη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις αποτελεί πλέον όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση μιας διοίκησης που στηρίζεται στον δημαγωγικό λόγο. Το γεγονός ότι η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων όλα τα προηγούμενα χρόνια μέχρι και το 2022 αγωνίστηκε για την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για ολόκληρο τον δημόσιο τομέα, ότι στην περσινή Γενική της Συνέλευση εξέδωσε Ψήφισμα επαναφοράς του 13ου και 14ου μισθού σε όλους τους εργαζομένους στο δημόσιο, ότι εξέδιδε ανακοινώσεις προάσπισης των θεμελιωδών ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων όλων των πολιτών, έχει αποσιωποιηθεί.

Στον αποπροσανατολισμό και στην παραπληροφόρηση που επιχειρήθηκε τις τελευταίες μέρες αντέδρασε με ανέλπιστα σκληρή δήλωση έως και ο πρόεδρος της ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων. Που είναι η απάντηση του προεδρείου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων σε αυτές τις προσβολές κατά του κράτους δικαίου; Η άσκηση μονοδιάστατης επιλεκτικής κριτικής, η κώφωση και η αφωνία σε άλλες περιπτώσεις αποτελούν ένα ακόμα δείγμα ξεκάθαρης κομματικής πρόσδεσης που φωτίζει και τις αιτίες μιας διαδοχικής σειράς από ήττες σε επίπεδο θεσμικών και οικονομικών διεκδικήσεων.