του Κωνσταντίνου Πουλή

Το πρόσωπο για παράδειγμα του ανθρώπου που είναι ιδιοκτήτης του κοσμηματοπωλείου, τον ρωτούν αν εκλάπη κάτι και απαντά μονολεκτικά “όχι”. Και αναρωτιέται κανείς: τι ακούμε τόσον καιρό; Γιατί επαναλαμβάνεται με τόση αναίδεια η, δυσφημιστική για τον νεκρό, κατηγορία της ληστείας;

Μετά από τόσα χρόνια που βομβαρδιζόμαστε από την πρώτη στιγμή μέχρι ακόμη και σήμερα στο δικαστήριο με τη συκοφαντική κατηγορία για τον νεκρό Ζακ ότι είναι «ο ληστής με το μαχαίρι», μιλάει ο ιδιοκτήτης του καταστήματος και λέει ότι δεν έλειψε τίποτε. Γιατί έχουμε υποστεί τότε όλη αυτή την πλύση εγκεφάλου και δεν έχουμε σβήσει όλα αυτά με το ξερό “όχι” του κοσμηματοπώλη, που παραδέχεται ότι κανένα κόσμημα δεν είχε αφαιρεθεί από αυτό το κατάστημα για το οποίο χάθηκε μία ανθρώπινη ζωή;

Εκτός από το γεγονός ότι ο Ζακ δεν πήρε ποτέ τίποτε, η πρόεδρος απηύθυνε αργότερα και μία σχετική ερώτηση προς έναν από τους δύο αστυνομικούς που κατέθεσαν, αναφερόμενη σε κάτι που συζητούσαμε ήδη από τις πρώτες μέρες.

Τον ρωτά αν υπήρχε κάποιος άλλος στο κατάστημα την ώρα που ήταν ο Ζακ μέσα. Της απαντά πως δεν υπήρχε, και επανέρχεται ρωτώντας πώς λοιπόν περιγράφεται νομικά αυτή η κατάσταση. Θα επρόκειτο βεβαίως για διάρρηξη και όχι για ληστεία.

Σας είπε (ο Δημόπουλος) ότι ο Κωστόπουλος ήταν μέσα μόνος του;
Αν θεωρήσουμε ότι δεν ήταν ληστεία, τότε τι ήταν; Πώς χαρακτηρίζεται;
Θεωρείται διάρρηξη.

Και αφού πούμε για διάρρηξη, τι διάρρηξη είναι αυτή που ο κοσμηματοπώλης παραδέχεται αυτό που είχε αναφέρει νωρίτερα και ο γιος του, δηλαδή ότι το κατάστημα δεν ήταν κλειδωμένο; Πόσος κόπος έχει καταβληθεί, με άλλα λόγια, για να αρνηθούμε την πραγματικότητα που κατεγράφη ήδη από το πρώτο βίντεο;

Ο κοσμηματοπώλης επαναλάμβανε ότι λυπάται πάρα πολύ για τη ζωή που χάθηκε. Μόνο που αυτή η ζωή δεν «χάθηκε» έτσι απρόσωπα. Πατούσε ο ίδιος στο κεφάλι έναν άνθρωπο που δεν του έκανε τίποτε, που ζήτησε βοήθεια για να προστατευτεί.

Ο κοσμηματοπώλης αναρωτιέται πώς και ο Ζακ «μπήκε σε ένα μαγαζί διακινδυνεύοντας τη ζωή του, να κοπεί και να μείνει επι τόπου». Η απάντηση είναι ότι ο κίνδυνος του Ζακ ήταν ότι αντέδρασε έτσι ο μαγαζάτορας, όχι ότι κόπηκε από τα γυαλιά! Ότι ζήτησε βοήθεια και βρέθηκε να τον πατούν στο κεφάλι.

Ο κοσμηματοπώλης χρειάστηκε να λάβει και πάλι ειδική νουθεσία από τον δικηγόρο του για να θυμηθεί να πει πόσο καταβεβλημένος είναι και πόσο πάσχει από κατάθλιψη. Ούτε ο γιος κατάφερε να το πει αυθόρμητα αυτό αλλά ούτε και ο πατέρας. Είπε ότι έχει στεναχωρηθεί πάρα πολύ αυτά τα χρόνια. Τον ρωτάει πρόεδρος γιατί, και επανέρχεται στο ριφιφί που είχαν κάνει στο μαγαζί του παλιότερα!

Δημόπουλος: Έχω πάθει τρομερό σοκ, είμαι απογοητευμένος από τη ζωή. Από αυτά τα γεγονότα. Πάρα πολύ. Από αυτή την κατάσταση.
Πρόεδρος: Από τι; Επειδή είστε κατηγορούμενος;
Δημόπουλος: Να μου κάνουν ριφιφί.

Ο κοσμηματοπώλης συμμετείχε στον ξυλοδαρμό ενός ανθρώπου που ξεψύχησε λίγο μετά. Και όταν εμφανίζεται στο δικαστήριο, μας εκφράζει πάλι και πάλι την αγωνία του για τις οικονομικές δυσκολίες που έχει περάσει. Έχει μείνει μόνο με ένα μαγαζί στο Χαλάνδρι και, παρότι διαθέτει ακόμα το εμπόρευμα, δεν έχει μπορέσει να μεταφέρει το κατάστημα της Γλάδστωνος αλλού.

Έτσι, λοιπόν, παρά την παρότρυνση να ανοίξει και να κλείσει την απολογία του με μία συναισθηματικά φορτισμένη αναφορά στην οικογένεια, δεν έπαψε σε καμία στιγμή να ξεπροβάλει από κάτω ένα πρόσωπο που δεν ένιωθε την παραμικρή μεταμέλεια για τη συμμετοχή στο θανάσιμο ξυλοδαρμό ενός νέου ανθρώπου.

Τον ρωτά η σύνεδρος αν θα έκανε κάτι διαφορετικά και απαντά «δεν ξέρω, δεν μπορώ να το πω, δεν μπορώ να το απαντήσω». Πέθανε ένας άνθρωπος που δεν είχε κλέψει τίποτα (και που, εδώ που τα λέμε, κι αν είχε κλέψει, πάλι καλό θα ήταν να μην τον σκότωναν στο ξύλο), δεν σε απείλησε. Αν δεν γνώριζες τότε, γνωρίζεις τώρα ότι ζητούσε μόνο βοήθεια. Σε ρωτούν αν θα έκανες κάτι διαφορετικά και απαντάς «δεν ξέρω». Νομίζω ότι εμείς ξέρουμε.

Στην περίπτωση του Χορταριά, με θεατρικούς όρους αυτό που κλήθηκε να διεκπεραιώσει θα λέγαμε ότι ήταν «κόντρα ρόλος». Χρειάστηκε να ενσαρκώσει την περσόνα ενός ανθρώπου ευαίσθητου, που νοιάζεται το κοινωνικό σύνολο, και γι’ αυτό διέκοψε το φαγητό του να πάει να δείρει έναν άγνωστο.

Ο Χορταριάς, δασκαλεμένος από τον δικηγόρο του προκειμένου να επαναφέρει την πολιτικοποίηση της δίκης ως επιχείρημα για την «άδικη στοχοποίηση» του, παρουσίασε μία εικόνα που έθετε εξωφρενικά χαμηλά τον πήχη της αληθοφάνειας.

Ίσως η πιο χαρακτηριστική φράση, που συμπυκνώνει και τον παραλογισμό των ισχυρισμών του, ήταν το φοβερό «ο Ζακ ήρθε σε επαφή με το πόδι μου»! Αυτός είναι βεβαίως ένας μάλλον εκκεντρικός τρόπος για να περιγράψεις μια κλωτσιά.

Ο Χορταριάς ισχυρίστηκε ότι κλωτσούσε το τζάμι προκειμένου να ανοίξει καλύτερα το κενό που υπήρχε και να μπορέσει να περάσει ο Ζακ χωρίς να τραυματιστεί… «Κλώτσησα την τζαμαρία προκειμένου να μην υπάρξει τραυματισμός».

Ισχυρίστηκε ότι προσπαθούσε να τον κρατήσει μέσα στο μαγαζί προκειμένου να έρθει η αστυνομία και βεβαίως εύλογα ρωτήθηκε (από μία ακόμη ένορκο που έθεσε εύστοχα ερωτήματα) πώς είναι δυνατόν να τον αρπάζει και να τον βγάζει έξω από το μαγαζί, όταν ισχυρίζεται ότι ο σκοπός του ήταν να τον κρατήσει εγκλωβισμένο εκεί μέχρι να έρθει η αστυνομία.

Ισχυρίστηκε ακόμα ότι δεν μπορούσε να φύγει διότι είναι τέτοια η προσωπικότητά του που θέλει να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο! «Το ένστικτό μου να προστατεύσω τον συνάνθρωπό μου υφίσταται στον χαρακτήρα μου». Ο τρόπος με τον οποίον προσέφερε στο κοινωνικό σύνολο ήταν χτυπώντας τον αιμόφυρτο Ζακ. Όπως είπε: Πιστεύω ότι αν μπορείς να βοηθήσεις τον συνάνθρωπο σου αν κινδυνεύει, πρέπει να το κανεις. Είναι κοινωνική ευθύνη. Εγώ δεν είχα ιδιοτελές κίνητρο.
Πράγματι, δεν υπήρχε ιδιοτελές κίνητρο. Δεν ξέρω όμως ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται γι’ αυτό, τι είδους παράσημο είναι ότι δεν υπήρξε κάποιο αντάλλαγμα για αυτή τη βαρβαρότητα.

Ισχυρίστηκε τέλος, μάλιστα και δια του συνηγόρου του στην αρχή της διαδικασίας, ότι βρισκόταν σε άμυνα. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έφυγε από την ταβέρνα όπου έτρωγε, για να πάει να κλωτσήσει έναν άγνωστο που βρισκόταν εγκλωβισμένος σε γειτονικό μαγαζί. Είχα να ακούσω κάτι τέτοιο από τότε που άκουσα στη δίκη της Χρυσής Αυγής με τα αυτιά μου τον Ρουπακιά να λέει στο δικαστήριο ότι δέχτηκε επίθεση από τον Φύσσα και βγήκε από το αυτοκίνητο για να αμυνθεί.

Επίσης, σχετικά με την άμυνα, είδατε μήπως εσείς τον Ζακ να κρατάει μαχαίρι; Είδατε σε κάποια στιγμή στο βίντεο τον Ζακ να απειλεί κάποιον με μαχαίρι; Όχι βέβαια. Το μυστηριώδες αυτό μαχαίρι τού το αποσπά υποτίθεται ο Χορταριάς με πολύ κόπο, όπως μας είπε, και στη συνέχεια, την ώρα που συνέβαιναν όλα αυτά, πλησίασε τον κοσμηματοπώλη και του εξήγησε ότι το μαχαίρι έχει επάνω δικά του δακτυλικά αποτυπώματα.

Δεν είναι λίγο τεχνικής φύσεως αυτή η παρατήρηση, για μία τέτοια στιγμή; αναρωτήθηκε η πρόεδρος όταν ακούστηκε αυτό πρώτη φορά από τον Δημόπουλο.

Δεν ξέρω αν είναι τεχνικής φύσεως. Όταν μία ενορκος ρώτησε τον αστυνομικό που πήρε το μαχαίρι με τα χέρια του -γιατί έτυχε να μην έχει το ειδικό σακουλάκι- πώς και δεν εμφανίζονται δακτυλικά αποτυπώματα του Ζακ σε αυτό το μαχαίρι, ο αστυνομικός καταθέτει ότι δεν γνωρίζει πώς γίνεται να μη βρεθούν αποτυπώματα του Ζακ, αυτό είναι αρμοδιότητα της σχετικής υπηρεσίας να απαντήσει.
Δική μας αρμοδιότητα είναι να πούμε ότι αυτό το αόρατο μαχαίρι συγκεντρώνει πάρα πολλά ύποπτα χαρακτηριστικά.

Βλέποντας κανείς την ανάλαφρη άνεση με την οποία απολογούνταν οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί, στην αρχή εκπλήσσεται. Μετά βεβαίως θυμόμαστε ότι οι αστυνομικοί μπορούν να δολοφονήσουν εν ψυχρώ τον Νίκο Σαμπάνη χωρίς να έχουν δεχθεί επίθεση και στη συνέχεια να απολαύσουν όχι απλώς την κάλυψη, αλλά και τα συγχαρητήρια της πολιτικής ηγεσίας.

Θέλω να πω ότι, χωρίς να μπορώ ούτε να θέλω να κάνω την οποιαδήποτε πρόβλεψη, η αισιοδοξία ενός αστυνομικού ότι δεν θα λογοδοτήσει για πράξεις αστυνομικής βαρβαρότητας είναι πολύ γερά τεκμηριωμένη στην ιστορία των αντίστοιχων υποθέσεων.

Ο δεύτερος κατηγορούμενος αστυνομικός που κατέθεσε φρόντισε να αναφέρει τους επαίνους της υπηρεσίας του, κατά την απολογία του, που οφείλουμε να πούμε ότι δεν αποτελούν απόδειξη σύννομης δράσης, διότι η αστυνομία έχει ως γνωστόν πολύ κακή φήμη ως προς τον εσωτερικό της έλεγχο.

Ερώτηθηκε από μία ένορκο ποιος κατά την αντίληψή του ήταν το θύμα στη σκηνή στην οποίαν κατέφθασε. Νά μια πολύ κρίσιμη ερώτηση. Μετά από όσα έχουμε ακούσει όλον αυτόν τον καιρό, ποιος ήταν το θύμα; Ποιος άλλος είχε δεχτεί επίθεση εκεί; Ποιος ήταν μόνος και αβοήθητος απέναντι στη βίαιη επίθεση μιας ντουζίνας ανθρώπων; Τραυματισμένος και αμυνόμενος;
Ο αστυνομικός απάντησε ότι θύμα ήταν ο Ζαχαρίας Κωστόπουλος, συμπληρώνοντας «τον οποίον και προφυλάξαμε». Σαν να μην είναι νεκρός αυτή τη στιγμή, σαν να ζούμε σε άλλη πραγματικότητα.

Η στιγμή κατά την οποία προκλήθηκε ένταση ήταν όταν η ένορκος μίλησε για έναν άνθρωπο που ήταν κατακρεουργημένος και αμέσως το σύνολο των συνηγόρων εξέρραγη. Δεν είναι επιτρεπτό, πρόκειται για θέση και άποψη, διατυπώνονται θέσεις, να συμμορφωθεί διότι αυτό συνιστά λόγο εξαίρεσης κλπ.

Ήπϊα αντίδραση, να πούμε εμείς, αφού δεν απειλήθηκε με σύλληψη όπως έχει συμβεί σε μάρτυρες.

Να προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε: όλοι οι κατηγορούμενοι θα έκαναν ακριβώς τα ίδια, είναι ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους, τίποτα δεν πήγε λάθος. Ένας άνθρωπος που δεν έβλαψε κανέναν και κανέναν δεν έθεσε σε κίνδυνο δεν βρίσκεται πια στη ζωή, αλλά όλα πήγαν καλά.

Δεν είναι δική μου δουλειά να σκεφτώ αν αυτή είναι μια πρόσφορη υπερασπιστική στρατηγική. Μπορεί να είναι και να μην το αντιλαμβάνομαι εγώ. Αυτό όμως που σίγουρα αντιλαμβάνομαι είναι ότι ένας φοβισμένος άνθρωπος έπεσε σε ένα τείχος βαρβαρότητας, ανθρώπων που τον σκότωσαν και δεν επιδεικνύουν κατά την απολογία τους ούτε ένα ψήγμα μεταμέλειας.