Toυ Σαράντη Δημητριάδη, ομότιμου καθηγητή γεωλογίας ΑΠΘ

αναδημοσίευση από το Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων

Τα αποτελέσματα της ορυκτολογικής ειδικότερα ανάλυσης που έγιναν τότε μόνο στο ένα από τα δύο μεγαλύτερα πανεπιστημιακά ιδρύματα της χώρας, ειδικότερα στο Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας του ΑΠΘ, αποκάλυψε την ύπαρξη τρεμολίτη με ποσοτική συμμετοχή 3% στο μετάλλευμα των Σκουριών και 8 % στο απόβλητο εμπλουτισμού του μεταλλεύματος αυτού, αλλά και στα απόβλητα εξόρυξης των Σκουριών (στείρα), με συμμετοχή σ’ αυτά 7%. Ο τρεμολίτης, όπως και ο πολύ συγγενής του ακτινόλιθος, ως ορυκτά είδη, συμπεριλαμβάνονται στη λίστα του Άρθρου 2 του Π.Δ. 212/2006, όπου διαβάζουμε:

«Άρθρο 2, Ορισμοί:

Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος:

ως αμίαντος νοείται οποιοδήποτε από τα παρακάτω ινώδη ορυκτά:
ακτινολίτης (ακτινόλιθος), αριθ. CAS 77536-66-4
γρουνερίτης (αμοσίτης), αριθ. CAS 12172-73-5
ανθόφυλλος (ανθοφυλλίτης) αριθ. CAS 77536-67-5
χρυσότιλος, αριθ. CAS 12001-29-5
κροκιδόλιθος, αριθ. CAS 12001-28-4
τρεμολίτης, αριθ. CAS 77536-68-6 »

Αυτό το εύρημα, η παρουσία του τρεμολίτη (αμιάντου σύμφωνα με το Π.Δ. 212/2006) δημιούργησε πρόβλημα στην Ελληνικός Χρυσός. Eπειδή και μόνο η παρουσία του καθιστούσε περιβαλλοντικά επικίνδυνα τόσο τα στείρα εξόρυξης όσο και τα απόβλητα εμπλουτισμού και δημιουργούσε πολλές επιπρόσθετες και δαπανηρές για την εταιρεία απαιτήσεις ασφαλούς διακίνησης και απόθεσής τους -πέρα από το θέμα της αυξημένης επικινδυνότητας κατά το στάδιο της εξόρυξης και αμιαντούχου υλικού.

Για το λόγο αυτόν η εταιρεία απευθύνθηκε σε δεύτερο χρόνο, ιδιωτικά και εμπιστευτικά, σε πανεπιστημιακό καθηγητή ζητώντας του να επανεξετάσει άλλα δείγματα του μεταλλεύματος των Σκουριών που εκείνη του παρέδωσε: «με στόχο τη διερεύνηση της παρουσίας τρεμολίτη και ιδιαίτερα “αμιαντόμορφου τρεμολίτη”.». Η προφανής ελπίδα και ο στόχος της προσπάθειας αυτής ήταν να αμφισβητηθεί (να διαψευσθεί), αν ήταν δυνατόν, η παρουσία τρεμολίτη στα εξορύξιμα υλικά των Σκουριών και στα απόβλητα κατεργασίας τους. Και αν όχι, τουλάχιστον να χαρακτηριστεί ο ενυπάρχων τρεμολίτης ως ‘‘μη αμιαντόμορφος’’. Και ο ιδιώτης καθηγητής, αφού προσδιόρισε με μεγαλύτερη ακρίβεια τη σύσταση του τρεμολίτη και απεφάνθη πως είναι μάλλον ο πολύ συγγενής του ως ορυκτό είδος ακτινόλιθος (επίσης στη λίστα του άρθρου 2 του Π.Δ. 212/2006), παρέδωσε το πόρισμά του με τις εξής λεπτομερείς (έως γραφικές) συστάσεις προς ναυτιλλομένους, την εταιρεία δηλαδή:

«Α. Σε κάθε περίπτωση αναφοράς από τρίτους στον τρεμολίτη να τονίζεται ως απάντηση ότι «δεν υπάρχει τρεμολίτης», τόσο επειδή στα κοιτάσματα μεταλλοφοριών πορφυρικού τύπου δεν έχει αναφερθεί τρεμολίτης (βλέπε π.χ. Seedorff et al 2005 and references therein), όσο και -κυρίως- ότι η παρούσα μελέτη για τους πυρήνες των συγκεκριμένων γεωτρήσεων των Σκουριών δεν εντόπισε το ορυκτό αυτό.

Β. Σε περίπτωση ισχυρισμού για ύπαρξη ακτινολίθου να τονίζεται ότι το κοιτασματολογικό περιβάλλον μεταλλοφοριών πορφυρικού τύπου είναι μεν γνωστό για την παρουσία ακτινολίθου σε ορισμένα τμήματα του κοιτάσματος (Seedorff et al 2005 and references therein) αλλά όχι αμιαντόμορφων. Επί πλέον ότι η παρούσα μελέτη δεν αποκάλυψε ύπαρξη αμιαντόμορφου τρεμολίτη».

Επειδή όμως και μετά την κατά παραγγελία γνωμάτευση αυτή, το «στίγμα» της παρουσίας είδους αμιάντου (έστω και του ακτινολίθου αν όχι του τρεμολίτη) στο μετάλλευμα των Σκουριών παρέμενε, η εταιρεία συνέχισε να προσπαθεί να εξαφανίσει το «στίγμα» αυτό (όπως ο ναυτικός ένα παλιό, νεανικό και πια ανεπιθύμητο τατουάζ που το βουρτσίζει συνεχώς με μανία κάθε βράδυ). Επεχείρησε λοιπόν και πάλι η εταιρεία, φανερά αυτή τη φορά και θεσμικά, να επικαιροποιήσει και αποκαθάρει από το «στίγμα» τον περιβαλλοντικό χαρακτηρισμό των αποβλήτων εμπλουτισμού των Σκουριών, με νέα δειγματοληψία και τη διαμόρφωση (στην κυριολεξία) ενός προς ανάλυση δείγματος 14 κιλών, αντιπροσωπευτικού υποτίθεται για το σύνολο των 63 εκατ. τόνων αποβλήτων εμπλουτισμού που θα παραχθούν στις εγκαταστάσεις εμπλουτισμού των Σκουριών και θα αποτεθούν στον Καρατζά Λάκκο.

Μπορούν πολλά να λεχθούν για τη συγκεκριμένη μεθοδολογία της δειγματοληψίας που εφαρμόστηκε και που τύποις ακολούθησε τις σχετικές κοινοτικές οδηγίες (βλέπε Παράρτημα I της: «Μελέτη Περιβάλλοντος για την τροποποίηση των εγκεκριμένων Περιβαλλοντικών όρων (ΑΕΠΟ) του Υποέργου Σκουριών των Μεταλλευτικών – Μεταλλουργικών Εγκαταστάσεων Κασσάνδρας Χαλκιδικής». Αρκεί να αναφέρουμε μόνο το σημαντικό ποσοστό αβεβαιότητας που υπεισέρχεται σε κάθε ένα βήμα από τα πολλά που περιλαμβάνει η προσπάθεια διαμόρφωσης ενός δείγματος 14 κιλών που θα αντιπροσωπεύει (υποτίθεται αξιόπιστα) τη σύσταση και τις ιδιότητες ενός υλικού 63 εκατομ. τόνων, που ασφαλώς δεν είναι και ομογενές. Η συνολική τελική αβεβαιότητα ως προς την αντιπροσωπευτικότητα του διαμορφωθέντος δείγματος των 14 κιλών στη συγκεκριμένη περίπτωση καταλήγει να είναι πολύ μεγάλη. Εκτός αυτής όμως της αναπόφευκτα σημαντικής αβεβαιότητας, προστίθεται και η σκόπιμη κατά τη δειγματοληψία επέμβαση που έγινε ώστε το συγκεκριμένο δείγμα των 14 κιλών να διαμορφωθεί όχι με τυφλό στατιστικά τρόπο, αλλά με σύνθεση επί μέρους δειγμάτων που είχαν μια συγκεκριμένη αναλογία χαλκού – χρυσού, εκείνη που θα είναι υποτίθεται η τυπικά αναμενόμενη του εμπορεύσιμου στο μέλλον συμπυκνώματος. Αυτή βέβαια η προσέγγιση είναι συζητήσιμη ως προς την ορθότητά της, επειδή απόβλητα θα παράγουν και μέρη του κοιτάσματος στα οποία η αναλογία χαλκού – χρυσού μπορεί να διαφέρει σημαντικά από εκείνη του τυπικά αναμενόμενου εμπορεύσιμου συμπυκνώματος. Και τα μέρη αυτά του κοιτάσματος μπορεί να έχουν επίσης σημαντικές ορυκτολογικές διαφορές από τα άλλα στα οποία η αναλογία χαλκού – χρυσού είναι κοντά στην αναμενόμενη του εμπορεύσιμου συμπυκνώματος. Να προσθέσουμε λοιπόν και τη συμβολή αυτής της σκόπιμης κατά τη δειγματοληψία επέμβασης στην ακόμα περαιτέρω μείωση της αντιπροσωπευτικότητας του διαμορφωθέντος δείγματος των 14 κιλών.

Αυτό το τελικό δείγμα των 14 κιλών στάλθηκε στο Εργαστήριο Μεταλλουργίας του Ε.Μ.Π., το οποίο με τη σειρά του διαχώρισε από αυτό τρία ομοειδή κλάσματα των 100 γραμμαρίων έκαστο και ανέθεσε την λεπτομερή ορυκτολογική τους μελέτη στο Εργαστήριο Ορυκτολογίας – Πετρογραφίας – Κοιτασματολογίας της Σχολής Μηχανικών Μεταλλείων Μεταλλουργών του Ε.Μ.Π. με την εξής εντολή, όπως τη διαβάζουμε στο Παράρτημα IV της προαναφερθείσας Μελέτης Περιβάλλοντος:

«Θέμα: Ορυκτολογική εξέταση 3 δειγμάτων αποβλήτου εμπλουτισμού του υποέργου «ΣΚΟΥΡΙΕΣ» της ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΑΕ που προσκομίστηκαν από το Εργαστήριο Μεταλλουργίας του ΕΜΠ στο Εργαστήριο Ορυκτολογίας-Πετρολογίας-Κοιτασματολογίας ΕΜΠ. Ανατέθηκε από το Εργαστήριο Μεταλλουργίας ΕΜΠ, η ορυκτολογική μελέτη αποβλήτου εμπλουτισμού, του υποέργου «ΣΚΟΥΡΙΕΣ» της ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΑΕ, με έμφαση στην πιθανή παρουσία αμφιβολιτικού αμιάντου (πχ τρεμολίτη) ή ‘‘αμιαντόμορφων’’ αμφιβόλων».

Για τις εξετάσεις των δειγμάτων αυτών επιστρατεύθηκε όλος ο σχετικός και σύγχρονος αναλυτικός εξοπλισμός και οι αναλυτικές μεθοδολογίες του ορυκτολογικού εργαστηρίου του ΕΜΠ, ήτοι:

Περιθλασιμετρία Ακτίνων-Χ (XRD),
Οπτική Μικροσκοπία Πολωμένου Διερχομένου Φωτός (PPL),
Ηλεκτρονική Μικροσκοπία Σάρωσης (SEM),
Ηλεκτρονική Μικροσκοπία Διερχόμενης Δέσμης (TEM).

Και, μετά τις επισταμένες παρατηρήσεις, καταγραφές, μετρήσεις και μικροφωτογραφήσεις, το τελικό συμπέρασμα ήταν πως:

«Δεν παρατηρήθηκαν αμφίβολοι (τρεμολίτης, ακτινόλιθος). Ο βιοτίτης/φλογοπίτης, ο μοσχοβίτης (σερικίτης) και ο χλωρίτης, που προκύπτουν από την εξαλλοίωση των αστρίων, αναπτύσσουν ινώδεις/βελονοειδείς/πρισματικούς κρυστάλλους με μήκος L από <1 μm έως 25 μm και πλάτος d από <1 μm έως 5 μm.»

Δεν παρατηρήθηκαν λοιπόν αμφίβολοι (τρεμολίτης ή ακτινόλιθος) στα τρία ομοειδή δείγματα των 100 γραμμαρίων έκαστο (όσο μια χούφτα ρύζι περίπου). Παρατηρήθηκαν όμως και διαπιστώθηκαν αμφίβολοι (τρεμολίτης ή ακτινόλιθος) σε άλλα δείγματα αποβλήτων εμπλουτισμού των Σκουριών που αναλύθηκαν στο Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας του Α.Π.Θ. το 2008. Και επειδή ο τρεμολίτης ή ο ακτινόλιθος δεν μπορεί να έχουν εξαφανιστεί από τα υλικά εξόρυξης και επεξεργασίας των Σκουριών στο μεσολαβήσαν διάστημα, το συμπέρασμα είναι πως διαφορετικά δείγματα από το κοίτασμα των Σκουριών μπορεί να έχουν ή να μην έχουν ως ορυκτά συστατικά τους τρεμολίτη ή ακτινόλιθο. Πράγμα που υποδεικνύει την ορυκτολογική/πετρογραφική/κοιτασματολογική ανομοιογένεια του κοιτάσματος αυτού, το οποίο δεν έχει μέχρι τώρα ακόμα πλήρως διερευνηθεί, κάτι που παραδέχεται εξάλλου και η ίδια η εταιρεία όταν γράφει πως: «το κοίτασμα των Σκουριών δεν είναι πλήρως διερευνημένο» και πως: «κατά την πρώτη φάση λειτουργίας θα συνεχιστεί η έρευνα στο κοίτασμα».

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τα 300 γραμμάρια δείγματος των αποβλήτων εμπλουτισμού που αναλύθηκαν στο Ε.Μ.Π., σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικά της ορυκτολογικής σύστασης (της ορυκτολογικής ποικιλότητας ακριβέστερα) μιας ανομοιογενούς μάζας μελλοντικών αποβλήτων εμπλουτισμού 63 εκατομ. τόνων. Που θα παραχθούν από την επεξεργασία ενός μη πλήρως διερευνημένου ακόμα κοιτάσματος συνολικού όγκου 176 εκατομ. τόνων.

Σε κάθε περίπτωση, η μη διαπίστωση παρουσίας τρεμολίτη ή ακτινόλιθου στα 300 γραμμάρια δείγματος που αναλύθηκε στο Εργαστήριο Ορυκτολογίας – Πετρολογίας – Κοιτασματολογίας του Ε.Μ.Π., ούτε κατά διάνοια αντικρούει τη διαπίστωση πως στα απόβλητα εμπλουτισμού των Σκουριών η συμμετοχή των δύο αυτών ινωδών ορυκτών, που κατά το Άρθρο 2 του Π.Δ. 212/2006 νοούνται ως αμίαντος, μπορεί να φτάσει ή ίσως και να ξεπεράσει το 8%, όπως έδειξαν οι αναλύσεις του Εργαστηρίου Αναλυτικής Χημείας του Α.Π.Θ.

Πέρα από όλα τα παραπάνω, δεν μπορώ να το αποφύγω και να μην σχολιάσω και τη σημαντική άγνοια στοιχειωδών εννοιών και γνώσεων ορυκτολογίας και μικροσκοπίας που μαρτυρείται στην έκθεση των αποτελεσμάτων των ορυκτολογικών αναλύσεων οι οποίες έγιναν στο παραπάνω εργαστήριο του Ε.Μ.Π. Με τα πιο εξελιγμένα μάλιστα αναλυτικά όργανα. Τα επόμενα απευθύνονται βέβαια και μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο στους και από τους γνώστες των αντίστοιχων ορυκτολογικών εννοιών και των μικροσκοπικών παρατηρησιακών μεθόδων.

Διαβάζοντας λοιπόν όποιος έχει έστω και στοιχειώδεις ορυκτολογικές γνώσεις την έκθεση αυτή (Παράρτημα IV, της Μελέτης Περιβάλλοντος) αναρωτιέται τι στο καλό έχουν πάθει αυτοί οι φλογοπίτεςβιοτίτεςμοσχοβίτες και χλωρίτες των αποβλήτων εμπλουτισμού των Σκουριών και από φυλλόμορφα πυριτικά ορυκτά (sheet silicates) έχουν μετατραπεί από τους συντάκτες της έκθεσης σε ινώδηβελονοειδήπρισματικά ορυκτά (inosilicates). Μια λογική εξήγηση θα ήταν πως από λάθος ξέφυγαν από τους συντάκτες του πορίσματος τα περί πρισματικών, ινωδών και βελονοειδών ορυκτών, ενώ είχαν κατά νου τα συγκεκριμένα σαφώς φυλλώδη ορυκτά. Όμως κάτι τέτοιο δεν ενισχύεται καθόλου από τα πολλά επί μέρους της σχετικής έκθεσης, όπου τα περί πρισματικών, ινωδών και βελονοειδών φλογοπιτών, βιοτιτών, μοσχοβιτών και χλωριτών επαναλαμβάνονται προκλητικά, κουραστικά και απογοητευτικά, ξανά και ξανά, όπως π.χ. στις λεζάντες των παρατιθέμενων εκεί μικροσκοπικών εικόνων:

Εικόνα 8: Φωτογραφίες οπτικού πολωτικού μικροσκοπίου διερχομένου φωτός του αποβλήτου εμπλουτισμού (Δείγμα 17/21 2). Διακρίνονται κρύσταλλοι ορυκτών με ινώδη/βελονοειδή ανάπτυξη (διαστάσεις L=24.85μm & d=1.92 μm, L=14.21 μm & d=2.14 μm), οι οποίοι αντιστοιχούν σε βιοτίτες/φλογοπίτες και μικροκρυσταλλικούς μοσχοβίτες (σερικίτες), όπως προκύπτει από τη μικροανάλυση που ακολούθησε (a: παράλληλα πολαροειδή, b: κάθετα πολαροειδή).

Εικόνα 14: Εικόνα οπισθοσκεδαζομένων ηλεκτρονίων του αποβλήτου εμπλουτισμού, στην οποία σημειώνονται ενδεικτικές μετρήσεις των διαστάσεων των κρυστάλλων (Δείγμα 17/21 1).

Στις Εικόνες 20-24 δίνονται αντιπροσωπευτικές εικόνες του αποβλήτου εμπλουτισμού σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διερχόμενης δέσμης και τα φάσματα διασποράς ενεργειών ορυκτών με ινώδη ανάπτυξη.

Εικόνα 20: Εικόνα του αποβλήτου εμπλουτισμού (δείγμα 17/21 1) σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διερχόμενης δέσμης και φάσμα διασποράς ενεργειών ινώδους κρυστάλλου βιοτίτη (bt).

Εικόνα 21: Εικόνα του αποβλήτου εμπλουτισμού (δείγμα 17/21 1) σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διερχόμενης δέσμης και φάσμα διασποράς ενεργειών ινώδους κρυστάλλου χλωριτιωμένου βιοτίτη (bt).

Εικόνα 22: Εικόνα του αποβλήτου εμπλουτισμού (δείγμα 17/21 1) σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διερχόμενης δέσμης και φάσμα διασποράς ενεργειών ινώδους κρυστάλλου φλογοπίτη (phl).

Εικόνα 23: Εικόνα του αποβλήτου εμπλουτισμού (δείγμα 17/21 2) σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διερχόμενης δέσμης και φάσμα διασποράς ενεργειών ινώδους κρυστάλλου φλογοπίτη.

Εικόνα 24: Εικόνα του αποβλήτου εμπλουτισμού (δείγμα 17/21 2) σε ηλεκτρονικό μικροσκόπιο διερχόμενης δέσμης και φάσμα διασποράς ενεργειών ινώδους κρυστάλλου φλογοπίτη.

Το ακόμα χειρότερο είναι πως γίνονται ένα σωρό εντελώς άχρηστες μετρήσεις επί των εξεταζόμενων λεπτών τομών για τη σχέση μήκους προς πλάτος σε κρυστάλλους αυτών των θεωρούμενων ως «πρισματικών», «ινωδών» και «βελονοειδών» ορυκτών, στην πραγματικότητα βέβαια στην τομή των φυλλωδών αυτών ορυκτών με το επίπεδο του μικροσκοπικού παρασκευάσματος. Τζάμπα λοιπόν οι τόσες μετρήσεις που δεν αντιστοιχούν σε καμιά πραγματικότητα και δεν αποδεικνύουν τίποτα. Ένα επιστημονικό λάθος ασυγχώρητο ακόμα και σε πρωτοετείς φοιτητές γεωλογίας. Είναι βέβαια φανερό προς τι όλες αυτές οι άχρηστες μετρήσεις: για να δειχτεί (υποτίθεται) πως οι σχέσεις μήκος προς πλάτος που μετρήθηκαν (και που σε τίποτα δεν αντιστοιχούν) δεν συνάδουν με τις αντίστοιχες σχέσεις που συνήθως παρατηρούνται σε ‘‘αμιαντόμορφα’’ ινώδη ορυκτά. Αλλά προς τι και η προσπάθεια αυτή όταν έχει διαπιστωθεί πως στο συγκεκριμένο δείγμα αποβλήτων των 300 γραμμαρίων έτυχε να μην υπάρχουν οι πραγματικά ινώδεις αμφίβολοι (τρεμολίτης ή ακτινόλιθος) που έχουν βρεθεί σε άλλα δείγματα αποβλήτων, αλλά μόνο φυλλώδεις μαρμαρυγίες (βιοτίτης, φλογοπίτης, μοσχοβίτης) και φυλλώδεις επίσης χλωρίτες;