του Νίκου Μπογιόπουλου
(αναδημοσίευση από τον Ημεροδρόμο με την άδεια του συγγραφέα)
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο. Στις ευρωεκλογές του 2009, σε όλες τις χώρες της ΕΕ το «κόμμα» που και τότε είχε κερδίσει ήταν η αποχή. Στο σύνολο των χωρών της ΕΕ το ποσοστό των Ευρωπαίων ψηφοφόρων που δεν είχαν προσέλθει να ψηφίσουν είχε ανέλθει και τότε στο 57%. Η αποχή εδώ και μια δεκαετία σχηματίζει πανευρωπαϊκή «κυβέρνηση» και μάλιστα… αυτοδύναμη.
Αυτή είναι η πραγματική σχέση των λαών με την «Ευρώπη των λαών». Το κλαμπ των Μπαρόζο και Γιούνκερ, των Ολι Ρεν και των Νταισελμπλουμ, το κονκλάβιο των επιτροπάτων και των διευθυντηρίων, είναι προφανές ότι δεν διαθέτει επί της ουσίας καμία «νομιμοποιητική» βάση. Το «δικαίωμά τους» να ορίζουν πρωθυπουργούς (βλέπε: Κάννες το 2011), να συντάσσουν Μνημόνια, να χρηματοδοτούν τράπεζες και να επιβάλουν λιτότητα, να επιβάλλουν πολιτικές μέσω ενός ανυπόστατου πολιτικά και καταστατικά οργάνου (Γιούρογκρουπ) δεν απορρέει από καμία λαϊκή έγκριση.
Η απάντηση της… Δημοκρατίας σε όλα αυτά είναι απλή στην διατύπωσή της και σαφέστατη στην κυνικότητά της: «Ε, και;». Τουτέστιν, όπως η αποχή στις ευρωεκλογές του 2009 και του 2014 σε τίποτα δεν εμπόδισε την ΕΕ να κηρύξει μνημονικές πολιτικές διαρκείας για όλες τις χώρες και όλους τους λαούς της ΕΕ, έτσι και η αποχή της Κυριακής δεν πρόκειται να εμποδίσει το ιερατείο των Βρυξελλών να εγκαθιστά τρόικες, μηχανισμούς επιτήρησης και πολιτικές που ισοδυναμούν με «δάκρυα και αίμα».
Η αποχή, επομένως, έχει πάψει από καιρό να αποτελεί εκείνο το «εύγευστο φρούτο», όπως κατά καιρούς ισχυρίζονταν διάφοροι τάχα μου «αντισυστημικοί» και «αντικομφορμιστές» της πλάκας. Ισα ίσα, με αυτό το (αμερικάνικο) φρούτο είναι που οι πολυεθνικές κυβερνούν την Αμερική εδώ και δεκαετίες. Στις ΗΠΑ, που οι Πρόεδροί τους εκλέγονται μόλις από τους μισούς των… μισών που προσέρχονται στις κάλπες, τα 100 εκατομμύρια των φτωχών, των ανέργων, των ανασφάλιστων που συρρέουν στις ουρές των συσσιτίων, διαρκώς αυξάνονται.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η εκλογική αποχή θα μπορούσε να είναι και χρήσιμη πολιτικά; Φυσικά, αλλά μόνο υπό μια προϋπόθεση: Ότι θα αποτελούσε την πολιτική εκείνη τακτική που, σε συγκεκριμένες συνθήκες, θα κλόνιζε το καθεστωτικό οικοδόμημα ή θα συγκέντρωνε δυνάμεις εναντίον του. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης που επικρατεί στην ΕΕ δεν επιτρέπει μια τέτοια ανάγνωση σήμερα. Αντίθετα, στην παρούσα κατάσταση, πρόκειται για μια άσφαιρη διαμαρτυρία βγαλμένη από το θερμοκήπιο του «οχαδερφισμού». Είναι «ψήφος» υπέρ της ξεστρατισμένης «εξέγερσης» του καναπέ, της ισοπέδωσης και της μοιρολατρίας. Μια τέτοια πολιτική συμπεριφορά, κινείται ανάμεσα στην αιχμαλωσία στην «ιλουστρασιόν» όχθη της αποξένωσης, από την μια μεριά, και στην ανώδυνη για το σύστημα εκτόνωση της συσσωρευμένης οργής, από την άλλη.
(Παρένθεση: Φυσικά, δεν αρκεί να ψηφίζεις. Σημασία, έχει και το τι ψηφίζεις. Που πάει να πει ότι αν «τσιμπήσεις» στα φληναφήματα περί «καταγγελτικής» ψήφου γενικώς και αορίστως, ψηφίζοντας – για παράδειγμα – τους ναζί, τους φασίστες των υπονόμων ή τους ένοικους των «ρετιρέ» της ίδιας συστημικής «πολυκατοικίας», τότε, ψηφίσεις δεν ψηφίσεις, την ίδια τρύπα στο νερό θα κάνεις)
Η αποχή, που το κυρίαρχο σύστημα την διαχειρίζεται προς όφελός του, ούτε «ελευθεριακή» στάση συνιστά, ούτε «αντιπατερναλιστικούς» δρόμους ανοίγει, όπως λανσαρίστηκε στο παρελθόν από τους «προχωρημένους» του «λαιφ στάιλ». Η «ελεύθερη» επιλογή της αποχής είναι, τελικά, μια κατευθυνόμενη επιλογή που διδάσκεται 365 μέρες το χρόνο από μια Δημοκρατία που της αρκεί η τυπική της «νομιμοποίηση». Εν προκειμένω η αποχή «ψηφίζει». Και στις σημερινές συνθήκες, η αποχή ψηφίζει υπέρ των ισχυρών του συστήματος και όχι εναντίον τους.
Το πολιτικό σύστημα που κόβει μισθούς και συντάξεις, που ναρκοθετεί το μέλλον της νέας γενιάς παράγοντας μια καθημερινότητα «γκρίζα» και μίζερη, που έχει για σημαία του το ψέμα, την υποκρισία και την κωλοτούμπα, δεν είναι φυσικά αφελές. Δεν περιμένει την πάνδημη έγκριση και το ολόθερμο χειροκρότημα για όσα δεινά προκαλεί στα θύματά του. Επομένως, για εκείνες τις λαϊκές μάζες που δεν μπορεί να προσεταιριστεί, να εγκλωβίσει, να εξαπατήσει μέσω των εκβιασμών, των απειλών και των διλημμάτων, έχει επεξεργασμένη τακτική: Την τακτική της «ουδετεροποίησής τους».
Όμως, αυτή η δήθεν «ουδετερότητα» στην οποία οδηγούνται οι υπνωτισμένοι από τις θεωρίες του «όλοι ίδιοι είναι» και του «τίποτα δεν αλλάζει», όχι μόνο δε συνιστά απόρριψη των υπευθύνων για τα κακώς κείμενα, αλλά μετατρέπεται και στον πιο «χρήσιμο» στυλοβάτη τους. «Ουδετερότητα» δεν υπάρχει ποτέ και για τίποτα. Πολύ δε περισσότερο σε συνθήκες κοινωνικών αναμετρήσεων και ταξικών διαφοροποιήσεων, η υποτιθέμενη «ουδετερότητα» είναι μια στάση και μια θέση που, εξ αντικειμένου, αθροίζεται με την πλευρά εκείνων που κρατούν το μαστίγιο. Αλλά οι υφιστάμενοι το μαστίγιο της «δημοκρατίας – φενάκη» δεν έχουν κανένα λόγο να χαρίζουν τίποτα στους μαστιγωτές. Ούτε καν την ψήφο τους. Έχουν, αντίθετα, κάθε λόγο να χρησιμοποιούν όλα τα μέσα που διαθέτουν – και την ψήφο – στρέφοντάς τα εναντίον τους.
Η αποχή θα λειτουργήσει και σε αυτές τις ευρωεκλογές σαν «απόχη» με την οποία το κατεστημένο παθητικοποιεί και σε μεγάλο βαθμό εξουδετερώνει κοινωνικά στρώματα που «την πατάνε» και, αντί της αντίστασης, σπρώχνονται σε μια πολύ βολική για το κατεστημένο παραίτηση ή ανοχή. Γράφει κάπου ο Ενγκελς ότι οι εκλογές είναι ένας δείκτης πολιτικής ωριμότητας της εργατικής τάξης. Δεν συνιστά αυθαιρεσία κατά τη γνώμη μας να υποστηρίξουμε ότι η αποχή συνιστά ένα δείκτη με τον οποίο η άρχουσα τάξη μετρά τον βαθμό αδρανοποίησης που έχει επιτύχει επί των θυμάτων της.
Δεν αμφισβητούμε ότι ένα μέρος του κόσμου που απέχει από τις εκλογές με αυτόν τον τρόπο εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του απέναντι σε όσους του «μαυρίζουν» τη ζωή, σε εκείνους που τον εξαπατούν ή τους άλλους που είναι ανίκανοι να κάνουν κάτι για να την βελτιώσουν. Ότι με τη στάση του αυτή βγάζει, ταυτόχρονα, και μια κραυγή για να φωνάξει την ανάγκη του να ανοίξει ένας δρόμος έμπνευσης, ελπίδας και προοπτικής για να τον περπατήσει. Δεν το αμφισβητούμε: Όταν η πολιτική μετατρέπεται σε συνώνυμο της αρπαχτής, της δημαγωγίας, των «θα», των ανεκπλήρωτων υποσχέσεων, του μαυρογιαλουρισμού, όταν σαν πολιτική λογίζεται η πασαρέλα του τίποτα, η ίντριγκα, η διαχείριση της διαφθοράς, η τέχνη του ψεύδους, η αποθέωση της βλακείας, η φωταψία της υποκρισίας και του εξυπνακισμού, τότε ο αναχωρητισμός από τα κοινά αρχίζει να μοιάζει με «κίνηση διαφυγής».
Όμως, η αποχή μπορεί να μοιάζει με «κίνηση διαφυγής», αλλά – όταν ειδικά συνιστά έκφραση παραίτησης – δεν είναι. Στην πραγματικότητα είναι ομηρία στον «μονόδρομο» των πατρίκιων. Είναι εγκλωβισμός στα κηρύγματα που πριμοδοτούν την ιδιώτευση, το «δε βαριέσαι», το «έλα τώρα καημένε», το «δε βγαίνει τίποτα», το «ασχολήσου με την πάρτη σου». Μα όσο ο «απέχων» (από την κάλπη, από την απεργία, από την διαδήλωση, από την συγκέντρωση) θα (νομίζει ότι) ασχολείται με την πάρτη του, κάποιοι άλλοι – αυτοί που τον στείλανε στον «καναπέ» του – θα συνεχίζουν να ασχολούνται μαζί του, στο όνομα της… Δημοκρατίας.