της Ναόμι Κλάιν για το The Intercept

Το γεγονός ότι η συμφωνία δεσμεύει τις κυβερνήσεις μόνο ως προς το να αποφευχθεί μία αύξηση της θερμοκρασίας της τάξης των 2 βαθμών, αντί να θέτει τον πολύ πιο ασφαλή στόχο του 1,5 βαθμού, κερδήθηκε από τις ΗΠΑ εξαιτίας της πίεσης των λόμπυ.   

Το γεγονός ότι η συμφωνία αφήνει στην διακριτική ευχέρεια της κάθε χώρας να προσδιορίσει το πόσα μέτρα διατίθεται να λάβει για να φτάσει αυτό το στόχο σχετικά με τη θερμοκρασία, επιτρέποντάς τους να πάνε στο Παρίσι με δεσμεύσεις που μας βάζουν συλλογικά σε μια καταστροφική πορεία που θα οδηγήσει σε πάνω από 3 βαθμούς αύξηση της θερμοκρασίας, κερδήθηκε από τις ΗΠΑ εξαιτίας της πίεσης των λόμπυ.   

Το γεγονός ότι η συμφωνία αντιμετωπίζει ακόμα και αυτές τις ανεπαρκείς υποχρεώσεις των κρατών ως μη δεσμευτικές, που σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις προφανώς δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν αν τις αγνοήσουν, είναι κάτι ακόμα που κερδήθηκε από τις ΗΠΑ εξαιτίας της πίεσης των λόμπυ.   

Το γεγονός ότι η συμφωνία απαγορεύει συγκεκριμένα στις φτωχές χώρες το να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για το κόστος της κλιματικής καταστροφής κερδήθηκε από τις ΗΠΑ εξαιτίας της πίεσης των λόμπυ.  
 
Το γεγονός ότι πρόκειται για μια «συμφωνία» και όχι μια σύμβαση -ακριβώς αυτό, δηλαδή, που επιτρέπει στον Τραμπ να στήσει την σε αργή κίνηση αποχώρησή του α λα ταινία δράσης που πίσω σου αφήνεις τον κόσμο να τυλίγεται στις φλόγες- κερδήθηκε από τις ΗΠΑ εξαιτίας της πίεσης των λόμπυ.   

Θα μπορούσα να συνεχίζω και να συνεχίζω. Οι ΗΠΑ συχνά είχαν βοήθεια σε αυτό το παρασκηνιακό bullying από ένδοξα πετρο-κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία. Όταν γινόταν επιθετικό lobbying ώστε να αποδυναμωθεί η συμφωνία του Παρισιού, οι αμερικανοί διαπραγματευτές συνήθως υποστήριζαν ότι οποιοσδήποτε πιο ισχυρός όρος θα μπλοκαριζόταν από το ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικάνους Κοινοβούλιο και τη Γερουσία. Και αυτό μάλλον ήταν αλήθεια. Αλλά κάποια από τα μέτρα που αποδυναμώνουν τη συμφωνία -ειδικά αυτά που εστιάζουν στην ισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών- επιδιώχθηκαν κυρίως από συνήθεια, γιατί η φροντίδα προς τα επιχειρηματικά συμφέροντα είναι αυτό που κάνουν οι ΗΠΑ στις διεθνείς διαπραγματεύσεις.

Όποιοι και να είναι οι λόγοι, το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια συμφωνία που έχει έναν αξιοπρεπή στόχο σχετικά με τη θερμοκρασία, αλλά ένα εξευτελιστικά αδύναμο και ημιτελές πλάνο για την επίτευξή του. Και για αυτό, όταν ήρθε στη δημοσιότητα, ο James Hansen, αδιαμφισβήτητα ο πιο αξιοσέβαστος επιστήμονας στον κόσμο σε ζητήματα κλιματικής αλλαγής, χαρακτήρισε τη συμφωνία «μια απάτη, μια ψευτιά» γιατί «δεν υπάρχει δράση, μόνο υποσχέσεις».

Αλλά αδύναμος δεν θα πει άχρηστος. Η ισχύς της Συμφωνίας του Παρισιού ήταν το σημείο που τα κοινωνικά κινήματα ήθελαν να διαδραματίσουν έναν αποφασιστικό ρόλο. Το να υπάρχει μια ξεκάθαρη δέσμευση να μην ανέβει η θερμοκρασία πάνω από 2 βαθμούς Κελσίου, ενώ παράλληλα να καταβάλλονται «προσπάθειες για να περιοριστεί η άνοδος της θερμοκρασίας στον 1,5 βαθμό», σημαίνει ότι δεν υπάρχει περιθώριο στο παγκόσμιο budget για τον άνθρακα να αναπτύξει νέα αποθέματα ορυκτών καυσίμων.

Αυτό το απλό γεγονός, έστω και χωρίς να υπάρχει νομική επιβολή, υπήρξε ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια των κινήσεων εναντίον της δημιουργίας νέων αγωγών πετρελαίου, σχιστολιθικών εξορύξεων και ορυχείων άνθρακα, αλλά και στα χέρια επίσης κάποιων πολύ γενναίων νέων που οδήγησαν την αμερικανική κυβέρνηση στη δικαιοσύνη επειδή απέτυχε να προστατεύσει το δικαίωμά τους σε ένα ασφαλές μέλλον. Σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α. μέχρι πρόσφατα, το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις πλήρωναν έστω για την απλή εξυπηρέτηση του στόχου θερμοκρασίας τις έκανε ευάλωτες σε αυτό το είδος ηθικής και λαϊκής πίεσης. Όπως είπε ο συγγραφέας και ο συνιδρυτής του 350.org, Μπίλ Μακίμπεν, την ημέρα που αποκαλύφθηκε η συμφωνία του Παρισιού, οι παγκόσμιοι ηγέτες έθεσαν έναν στόχο «μείωσης της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 1,5 βαθμό – και είμαστε σίγουροι ότι θα τους εξαναγκάσουμε να τον κρατήσουν».

Σε πολλές χώρες, η στρατηγική αυτή συνεχίζεται ανεξάρτητα από τις επιλογές του Τραμπ. Πριν από λίγες εβδομάδες, για παράδειγμα, μια αντιπροσωπεία από νησιά του Ειρηνικού ταξίδεψε στην Αλμπέρτα του Καναδά για να ζητήσει από τον πρωθυπουργό, Τζαστίν Τριντό, να σταματήσει την επέκταση της παραγωγής καυσίμων με υψηλή περιεκτικότητα σε άνθρακα, υποστηρίζοντας ότι η αποτυχία του να κάνει πράξη τη δέσμευσή του παραβιάζει το πνεύμα των ωραίων λόγων και υποσχέσεων που είχε δώσει στο Παρίσι.

Και αυτό ήταν πάντα το καθήκον του παγκόσμιου κινήματος της δικαιοσύνης για το κλίμα όταν ήρθε στο Παρίσι: Να προσπαθήσουμε να κρατήσουμε τις κυβερνήσεις στο πνεύμα και όχι στο αδύναμο γράμμα της συμφωνίας. Το πρόβλημα είναι ότι μόλις ο Τραμπ μετακόμισε στον Λευκό Οίκο ήταν απολύτως σαφές ότι η Ουάσιγκτον δεν θα ήταν πλέον ευάλωτη σε αυτή την πίεση. Κάτι που κάνει μερικές από τις αντιδράσεις, σε σχέση με τα νέα ότι ο Τραμπ προτίθεται να αποχωρήσει επισήμως από τη συμφωνία, αινιγματικές. Ωστόσο όλοι γνωρίζαμε ότι η απόφαση στο Παρίσι και η συμμετοχή των ΗΠΑ θα διακυβευόταν υπό την προεδρία Τραμπ. Το ξέραμε μόλις ο Τραμπ διόρισε τον Ρεξ Τίλερσον επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τον Σκότ Προυίτ στην ηγεσία του EPA. Το επιβεβαιώσαμε, τέλος, όταν υπέγραψε τις εκτελεστικές εντολές Keystone XL και Dakota Access Pipeline στην πρώτη του εβδομάδα στη δουλειά.

Το ακούραστο lobbying των πετρελαϊκών εταιρειών, σαν αυτή στην οποία δούλευε ο Τίλερσον για 41 χρόνια, ήταν που εξασφάλισε ότι οι δεσμεύσεις του Παρισιού δεν είχαν κάποιον ουσιαστικό μηχανισμό επιβολής. Για αυτό ένα μήνα μετά τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας, η Exxon Mobil, με τον Τίλερσον ακόμα στο τιμόνι της, δημοσίευσε μία αναφορά στην οποία έλεγε «αναμένουμε ότι το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας θα συνεχίσουν να καλύπτουν το 80% της παγκόσμιας ζήτησης» από τώρα και έως το 2040. Ήταν μια εμφατικά διατυπωμένη ύβρις από τους θιασώτες του «business as usual». Η Exxon γνωρίζει πολύ καλά ότι αν θέλουμε να έχουμε τύχη στον περιορισμό της υπερθέρμανσης κάτω από 1,5-2 βαθμούς, τον διατυπωμένο στόχο της Συμφωνίας του Παρισιού, η παγκόσμια οικονομία πρέπει να απαλλαγεί από τα ορυκτά καύσιμα έως τα μισά του αιώνα. Αλλά η Exxon μπορούσε να δώσει αυτές τις διαβεβαιώσεις στους μετόχους της -και να ισχυριστεί ότι στηρίζει τη συμφωνία- επειδή ήξερε ότι η συμφωνία δεν είχε δεσμευτική ισχύ. Είναι ο ίδιος λόγος που η φατρία του Τίλερσον στη διακυβέρνηση Τραμπ πίστεψε ότι μπορούσε να διαπραγματευτεί την παραμονή στη Συμφωνία, ενώ ταυτόχρονα θα αποσυνέθετε το κομβικό σημείο της δέσμευσης των ΗΠΑ στη συμφωνία, το Clean Power Plan. Ο Τίλερσον, καλύτερα από τον καθένα στον πλανήτη, ξέρει πόσο αδύναμη νομικά είναι η συμφωνία. Ως Διευθύνων Σύμβουλος της Exxon φρόντισε να το διασφαλίσει.

Οπότε, όσο προσπαθούμε να καταλάβουμε αυτό το πρόσφατο δράμα, ας μην κάνουμε λάθος: Η διακυβέρνηση Τραμπ δεν ήταν ποτέ διχασμένη σε αυτούς που ήθελαν να κάνουν κουρέλι τη Συμφωνία του Παρισιού και σε αυτούς που ήθελαν να τη σεβαστούν. Ήταν διχασμένη σε αυτούς που ήθελαν να την κάνουν κουρέλι και σε αυτούς που ήθελαν να παραμείνουν σε αυτή, αλλά να την αγνοήσουν παντελώς. Η διαφορά είναι μόνο στην οπτική γωνία -η ίδια ποσότητα διοξειδίου θα εκλύεται σε κάθε περίπτωση. Μερικοί υποστηρίζουν ότι δεν είναι αυτή η ουσία -ότι ο πραγματικός κίνδυνος στην απόσυρση των ΗΠΑ είναι ότι θα ενθαρρύνουν τους πάντες να μειώσουν τις φιλοδοξίες τους και σύντομα να αποσυρθούν από τη Συμφωνία. Ίσως, αλλά όχι απαραίτητα. Όπως η παλινωδία του Τραμπ στο ζήτημα της περίθαλψης ενθαρρύνει κάποιες πολιτείες να σκεφτούν τους ασφαλισμένους σοβαρότερα από ό,τι τόσες δεκαετίες, έτσι κι ο εμπρησμός της συμφωνίας για το κλίμα θεριεύει τις φιλοδοξίες σε πολιτείες όπως η Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη. Αντί να πετάξουν λευκή πετσέτα, συμμαχίες όπως οι Ανανεωτές της Νέας Υόρκης, που πιέζουν την Πολιτεία να μεταβεί σε πλήρως ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2050, ενδυναμώνονται καθημερινά.

Έξω από τις ΗΠΑ, τα σημάδια επίσης δεν είναι αρνητικά. Η μετάβαση στην ανανεώσιμη ενέργεια προχωρά γρήγορα στη Γερμανία και την Κίνα και οι τιμές πέφτουν τόσο γρήγορα, που δυνάμεις πολύ μεγαλύτερες του Τραμπ προωθούν πια τη μετάβαση. Φυσικά, είναι ακόμα πιθανό ότι η απόσυρση του Τραμπ θα προκαλέσει ένα παγκόσμιο πισωγύρισμα. Αλλά είναι εξίσου πιθανό ότι θα συμβεί το ανάποδο -ότι άλλες χώρες, υπό πίεση από τους πολίτες τους που είναι θυμωμένοι από τις ενέργειες του Τραμπ σε κάθε επίπεδο, θα γίνουν πιο φιλόδοξες αν οι ΗΠΑ όντως φερθούν έτσι. Θα μπορούσαν να αποφασίσουν ακόμα και να αυστηροποιήσουν τη συμφωνία χωρίς τους διαπραγματευτές των ΗΠΑ να κωλυσιεργούν σε κάθε βήμα.

Υπάρχει ακόμα ένα αίτημα που ακούγεται όλο και περισσότερο από κινήματα σε όλο τον κόσμο -για οικονομικές κυρώσεις ως απάντηση του βανδαλισμού του κλίματος από τον Τραμπ. Ιδού μια τρελή ιδέα: είτε το γράφει είτε όχι η Συμφωνία του Παρισιού, όταν αποφασίζεις μονομερώς να κάψεις τον πλανήτη, θα πρέπει να πληρώσεις το τίμημα. Και αυτό θα έπρεπε να ισχύει είτε το κάνουν οι ΗΠΑ είτε η Exxon Mobil -ή κάποια μίξη των δύο σαν Φρανκενστάιν.

Πριν από ένα χρόνο, η πρόταση για απτές κυρώσεις εις βάρος των ΗΠΑ, λόγω του κινδύνου στον οποίο θέτουν την υπόλοιπη ανθρωπότητα, γινόταν δεκτή με γέλια στους κύκλους του κατεστημένου: Κανείς δεν θα έθετε σε κίνδυνο τις διμερείς εμπορικές σχέσεις για κάτι τόσο επιπόλαιο όσο ένας βιώσιμος πλανήτης. Αλλά αυτή τη βδομάδα, ο Martin Wolf, γράφοντας στους Financial Times, δήλωσε: «Αν οι ΗΠΑ αποσυρθούν από τη συμφωνία του Παρισιού, ο υπόλοιπος κόσμος πρέπει να σκεφτεί να επιβάλει κυρώσεις».

Πιθανότατα απέχουμε πολύ από το να προχωρήσουν σε τέτοιες ενέργειες οι βασικοί εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ, αλλά οι κυβερνήσεις δεν είναι οι μόνες που μπορούν να επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις για θανατηφόρες και ανήθικες συμπεριφορές. Τα κινήματα μπορούν να το κάνουν ευθέως, υπό μορφή μποϋκοτάζ και καμπάνιες εκποίησης, στοχεύοντας κυβερνήσεις και επιχειρήσεις κατά το μοντέλο της Νότιας Αφρικής. Και όχι μόνο τις εταιρείες ορυκτών καυσίμων, αλλά και την αυτοκρατορία του Τραμπ. Η ηθική πίεση δεν λειτουργεί στον Τραμπ. Η οικονομική, όμως, ίσως λειτουργήσει.

Είναι καιρός για μερικές κυρώσεις από τους πολίτες.

Το ThePressProject είναι επίσημος συνεργάτης του The Intercept.