Επιμέλεια: Χρήστος Αβραμίδης

Η Κριστιάνα μπόρεσε σε 29’ να μας περιγράψει την περιπέτεια μιας ολόκληρης ζωής. Την περιπέτεια μιας διαδρομής που πήρανε πολλές Αλβανίδες και Αλβανοί. Ελλάδα, φτώχεια, κρίση, ανεργία, προβλήματα με χαρτιά, κρατικός ρατσισμός, επιστροφή στα Τίρανα για την επιβίωση. Δεν έχουν περάσει δέκα χρόνια από μια ημέρα του 2013 όπου οι γονείς της της ανακοίνωσαν πως φεύγουν απ’το σπίτι τους. Τη μέρα όπου η 21χρονη Κριστιάνα αναγκάστηκε να αποχωριστεί τους φίλους, τη γειτονιά και το σχολείο της στην Αθήνα για να μετακομίσει στην Αλβανία. «Όταν γύρισα στην Αλβανία ήμουνα σοκαρισμένη, στεναχωρήθηκα πολύ, η Ελλάδα ήταν η χώρα μου» δήλωσε. Ο παππούς της οικοδόμος, η γιαγιά της φρόντιζε ηλικιωμένες γυναίκες και η μητέρα της δούλευε σε ένα εργοστάσιο ρούχων. «Δύσκολες δουλειές, ήμασταν μια φτωχή οικογένεια»

Δηλώνει πως δεν νιώθει πίκρα για τους Έλληνες, καθώς δεν βίωσε καθόλου ρατσισμό από τους ανθρώπους. Νιώθει, αντίθετα, οργή για το κράτος της Ελλάδας και τον καθώς πρέπει ρατσισμό του. «Από τους ανθρώπους δεν υπήρχε ποτέ ρατσισμός ούτε από τους γείτονες, εκείνοι πάντα μας βοηθούσαν, ενώ το κράτος ποτέ δεν στηρίζει τον μετανάστη. Η μητέρα μου είχε πάντα πολλά προβλήματα με τα χαρτιά της. Έτσι και οι παππούδες μου, έτσι και εγώ. Εγώ δεν μπορώ να πάρω ελληνικά χαρτιά».

Στην Αλβανία η κατάσταση στην αρχή ήταν δύσκολη. «Όταν ήρθα εδώ, συνάντησα ένα κράτος που δεν αγαπάει τον λαό του, συνάντησα μια κοινωνία πάρα πολύ φτωχή, αλλά βρήκα κάποιους ανθρώπους τους οποίους μπορώ να εμπιστευτώ και με κάνουν να προχωράω και να σκέφτομαι για το μέλλον. Τους συντρόφους μου».

Η Κριστιάνα έλαβε μέρος στο φοιτητικό κίνημα, και εντάχθηκε στην «Πολιτική Οργάνωση». Στην μοναδική αριστερή συλλογικότητα της Αλβανίας. Αναφέρει μάλιστα, πως σημαντικό ρόλο στην πολιτικοποίησή της και στην επιλογή της συλλογικής συμμετοχής έπαιξαν οι συλλογικές αναπαραστάσεις στην Ελλάδα.

«Όταν ήμουν στην Ελλάδα είχαμε μάθει τις καταλήψεις, όλοι οι μαθητές ήμασταν ενωμένοι, ζητούσαμε πράγματα από τον Διευθυντή και όταν ήρθα εδώ στην Αλβανία δεν γινόταν τίποτα από αυτά. Στην αρχή ήμουν φοβισμένη. Αργότερα όμως κατάλαβα ότι αυτό δεν ήταν το σωστό και όταν πήγα στο Πανεπιστήμιο είπα, στοπ, τώρα πρέπει να γίνει και εδώ κάτι.»

Στη συνέχεια όλα πήραν τον δρόμο τους. Η Κριστιάνα μπήκε σε μια ζωή γεμάτη αγώνες και περιπέτειες μαζί με τους υποτελείς. Μετακόμισε για κάποιους μήνες σε χωριά της Βόρειας Αλβανίας, μαζί με άλλα μέλη της Πολιτικής Οργάνωσης, προκειμένου να οργανώσουν την καμπάνια για την αναγνώριση των βαρέων και ανθυγιεινών, ενάντια στον πλουσιότερο άνθρωπο της Αλβανίας, που κατείχε τα ορυχεία, τον Σαμίρ Μάνε. Μεταξύ άλλων, η «Πολιτική Οργάνωση» μπήκε σε ένα εμπορικό του κέντρο και πέταξε χαρτιά που ενημέρωναν για την κατάσταση των εργατών στα ορυχεία του ισχυρότερου άντρα στην Αλβανία.

Η αστυνομία έπιασε τα μέλη της συλλογικότητας και έκλεισε τους νεαρούς τρεις ημέρες στο κρατητήριο. Όμως στη συνέχεια, οι αγωνιστές κέρδισαν το δικαστήριο. «Δεν πετύχαμε και τίποτα φανταστικό. Απλώς το ότι νικήσαμε απέναντι στον πλουσιότερο άνθρωπο στην Αλβανία, ήταν φανταστικό», σχολιάζει η Κριστιάνα.

Στη συνέχεια συμμετείχε στην καμπάνια για τις τιμές εισιτηρίων στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, η οποία πέτυχε την ακύρωση των αυξήσεων στις τιμές. Τους τελευταίους μήνες η Κριστιάνα παίζει ηγετικό ρόλο στις διαδηλώσεις ενάντια στην ακρίβεια, οι οποίες γέμισαν με χιλιάδες ανθρώπους τους δρόμους των Τιράνων.

Αυτές είναι μονάχα μερικές από τις περιπέτειες της Κριστιάνας Κόλα. Της εικοσιενάχρονης φεμινίστριας μετανάστριας που πήγε στο ελληνικό σχολείο, έκανε φίλους στην Ελλάδα αλλά ξεριζώθηκε πηγαίνοντας στην Αλβανία, σε μία «αόρατη απέλαση» από αυτές που δεν γίνονται με τη βία της αστυνομίας, αλλά με τη βία της φτώχειας και του επίσημου ρατσισμού που μοιράζει απλόχερα η ελληνική πολιτεία, στα παιδιά που θεωρήθηκαν απ’το κράτος μας πως είναι ενός κατώτερου Θεού.