Γράφουν οι Αλέκος Ζαχιώτης & Αντώνης Φάρας,

 μέλη της Συνάντησης για μία Αντικαπιταλιστική & Διεθνιστική Αριστερά

Άραγε υπήρξαν οι Πλατείες; Μπορούν τα αιτήματά τους, τα λόγια και οι πράξεις τους να εκφραστούν σήμερα με την ίδια αυτοπεποίθηση, με την ίδια θέληση για δράση; Πόσο εύκολα γράφονται σήμερα κείμενα που να δηλώνουν: 

«Το δίκιο είναι με το μέρος μας. Διεκδικούμε το αυτονόητο: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ-ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ-ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ! Πίστη στις δυνάμεις μας. Ή εμείς ή αυτοί! Είμαστε καταδικασμένοι να νικήσουμε»

Πιστεύουμε ότι οι πλατείες, ήταν κάτι παραπάνω από ένας μήνας (και κάτι) στον οποίο συνυπήρξε η εξάντληση με τη χαρά, η δυνατότητα με τη πρακτική, ο αυθορμητισμός με την ουσιαστική αυτοοργάνωση, η επιλογή με την ευθύνη της. Οι πλατείες υπήρξαν το καθοριστικό εκείνο συμβάν όπου οι λαϊκές μάζες εισήλθαν δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο κι από παρακολουθητές μετασχηματίστηκαν σε βασικό πολιτικό πρωταγωνιστή.

Μπορεί το φθινόπωρο η πλατεία Συντάγματος κι άλλες πλατείες της χώρας να επέστρεψαν στις πρότερες χρήσεις τους, όμως το πολιτικό σκηνικό δε θα επέστρεφε ποτέ εκεί που ήταν πριν τις 25 Μαΐου του 2011. Mετά τις πλατείες ακολουθούν οι διαδηλώσεις στις 19 και 20/10 κι αμέσως μετά τα γεγονότα των παρελάσεων της 28/10. H κυβέρνηση Παπανδρέου οδηγείται σε αναδίπλωση προκηρύσσοντας δημοψήφισμα, μόνο και μόνο για να το πάρει πίσω μετά το ταξίδι του πρωθυπουργού στις Κάννες και τη συνάντηση με Μέρκελ και Σαρκοζί. Η κυβέρνηση έχει κι επισήμως πέσει, ενώ έχει έρθει η ώρα της ΝΔ του Σαμαρά να αποτάξει το πρόσφατο «αντιμνημονιακό» παρελθόν της και να συνταχθεί με το ΠΑΣΟΚ (και τα πουλέν του ΛΑΟΣ) στην κυβέρνηση Παπαδήμου. 

Στις 12 Φλεβάρη του ’12, 199 βουλευτές θα ψηφίσουν ναι στο 2ο μνημόνιο, την ώρα που έξω απ’ τη Βουλή και σε πάμπολλα σημεία στη χώρα εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου έχουν μαζευτεί στη μεγαλύτερη διαδήλωση της μεταπολίτευσης. Η πλήρης αποστοίχιση πολιτικού συστήματος και λαϊκής βούλησης είναι ορατή δια γυμνού οφθαλμού, όχι μόνο στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό. Η κρίση χρέους της Ευρωζώνης με την επιβολή σκληρής λιτότητας σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες έχει τραβήξει την ούτως ή άλλως προβληματική σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας στα άκρα και η Ελλάδα βρίσκεται στην καρδιά αυτής της αντίθεσης. Όλα τα βλέμματα είναι στραμμένα εδώ.

10 χρόνια μετά: Η αγωνία διαμόρφωσης μιας βολικής μνήμης

Κάνοντας fast forward 10 χρόνια μετά, λίγα πράγματα θυμίζουν τις μέρες του καλοκαιριού του ’11 και του χειμώνα που ακολούθησε. Η Ελλάδα έχει πάψει να είναι η χώρα που οι κυρίαρχοι κοιτάνε με τρόμο και οι από κάτω με ελπίδα. Μια σειρά από διαψεύσεις και ελλείμματα όλων μας, έχουν αφήσει στις πλατείες μία ταμπέλα “αγανάκτησης” που έχει μετατοπίσει σημαντικά το δημόσιο διάλογο για τα γεγονότα. Οι «αγανακτισμένοι» του ’11 πότε ταυτίζονται από την Καθημερινή με τους οπαδούς του Τραμπ στο Καπιτώλιο και πότε με τους αντι-εμβολιαστές από την κυβέρνηση. Η αγανάκτηση έχει γίνει συνώνυμο του ανορθολογισμού απέναντι στον (υποτιθέμενο) ορθολογισμό του ακραίου κέντρου. 

Τέτοιου τύπου «αναλύσεις», βέβαια, στερούνται οποιουδήποτε βάθους και στην πραγματικότητα αποτελούν ανασύσταση της μνήμης από την πλευρά των ισχυρών, μια προσπάθεια, δηλαδή, να θαφτεί το εξεγερσιακό κλίμα εκείνων των ημερών κάτω από τόνους ψεμμάτων. Από την άλλη, ίσως αυτή η αγωνία τους να διαμορφώσουν την ιστορική μνήμη όπως τους βολεύει είναι η καλύτερη απόδειξη ότι αυτό το εξεγερσιακό κλίμα ήταν πέρα για πέρα υπαρκτό αλλά και επικίνδυνο. Σε κάθε περίπτωση, οι κυρίαρχες αφηγήσεις διαδίδονται εν πολλοίς χωρίς αντίπαλο. 

Σε αυτό το πλαίσιο, τι αξία έχει να επιστρέψουμε στις πλατείες λοιπόν; Είναι απλώς για χάρη της ανάμνησης ενός θερμού κινηματικού καλοκαιριού; Μάλλον όχι. Αντίθετα, το να επιστρέψουμε στις πλατείες σημαίνει να ξαναδούμε την Ιστορία απ’ την αρχή. Αντί να υποθέτουμε ότι από το καλοκαίρι του ’11 πηγαίνουμε νομοτελειακά στο καλοκαίρι του ’15 κι άρα από εκεί στο καλοκαίρι του ’19, οφείλουμε να επιστρέψουμε στο καλοκαίρι του ’11 και να αναρωτηθούμε που αλλού (καλύτερα) θα μπορούσαμε να πάμε από εκεί; 

Πως υπήρξαν οι Πλατείες;

Όπως υπογραμμίσαμε παραπάνω, οι πλατείες εκτυλίσσονται σε ένα περιβάλλον γενικευμένης πολιτικής κρίσης κι αποτελούν ίσως την πιο εμφατική εκδήλωσή της. Στο όνομα της έκτακτης ανάγκης του χρέους και προκειμένου να κατευναστούν οι αγορές, η δημοκρατία – ακόμα και στην κουτσουρεμένη αστική της εκδοχή – πρέπει να μπει σε δεύτερη μοίρα. Ήδη από το πρώτο χρόνο εφαρμογής του μνημονίου έχει γίνει σαφές ότι μεμονωμένοι αγώνες δεν έχουν ελπίδα να συγκρατήσουν την εν εξελίξει επίθεση στα λαϊκά κεκτημένα. Αντίθετα, οι πλατείες συνιστούν ακριβώς εκείνη τη στιγμή όπου η αντεπίθεση του λαϊκού παράγοντα γίνεται συμμετρική της επίθεσης των «από πάνω», δηλαδή κατά μέτωπο και εν συνόλω. Τα κέντρα των πόλεων καταλαμβάνονται από χιλιάδες κόσμου, ενώ το σύνολο του πολιτικού συστήματος μπαίνει στο κάδρο της απαξίωσης.

Η δημοκρατία βρίσκεται στο επίκεντρο, ως το κατεξοχήν αίτημα του κινήματος, ωστόσο γρήγορα θα αναδυθούν εντός του κινήματος διαφορετικές προσλήψεις της δημοκρατίας και της πολιτικής κρίσης που θα αποτυπωθούν λίγο πολύ στην ύπαρξη της «πάνω» και της «κάτω» πλατείας. Εάν το πρόβλημα είναι η πλήρης περιθωριοποίηση του λαϊκού παράγοντα – ως δομικό στοιχείο του συστήματος – τότε το κίνημα το ίδιο πρέπει να αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα ότι ο λαός είναι ικανός να οργανώνεται και να παίρνει τις ζωές του στα χέρια του.  Εάν, αντίθετα, το πρόβλημα είναι τα πρόσωπα, δηλαδή οι «αλήτες προδότες πολιτικοί» τότε τι πιο λογικό παρά να αρχίζει και να τελειώνει ο αγώνας στο να φωνάζουμε το σύνθημα «να φύγουν». Στη διαπάλη ανάμεσα στις δύο όψεις του κινήματος, ο δυναμικός χαρακτήρας της «κάτω» πλατείας γρήγορα υπερισχύει του πιο παθητικού χαρακτήρα της «πάνω» πλατείας. Έτσι, η πρώτη, όχι μόνο δείχνει αξιοσημείωτα μεγαλύτερες αντοχές, αλλά σταδιακά μετασχηματίζει και τη δεύτερη, δίνοντάς της έναν πιο ταξικό/συγκρουσιακό χαρακτήρα, με εμφατικά παραδείγματα τις μεγάλες συγκεντρώσεις στις 15 και 28-29/6.

Επί της ουσίας οι πλατείες, υπό τη σαφή ηγεμονία της λαϊκής συνέλευσης της πλατείας Συντάγματος, μας θυμίζουν ότι η δημοκρατία δεν μπορεί να ταυτιστεί με το ένα ή το άλλο θεσμικό πλαίσιο (πχ. «κάθε τέσσερα χρόνια ψηφίζουμε») αλλά σχετίζεται με αυτό που ονομάζεται λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή τη δυνατότητα των μαζών να λαμβάνουν και να υλοποιούν τις αποφάσεις. Όταν οι πλατείες αρχίζουν να αδειάζουν, μια άνευ προηγουμένου άνθιση από τοπικές συνελεύσεις, πρωτοβουλίες, στέκια, δίκτυα αλληλεγγύης παίρνει τη θέση τους, δίνοντας συνέχεια σε αυτή τη διαδικασία λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης. Όλα αυτά θα όφειλαν να είναι ούτως ή άλλως στον πυρήνα κάθε χειραφετητικού προτάγματος, η πραγματικότητα ωστόσο αποδείχτηκε λίγο πιο πολύπλοκη. 

“Τα πράγματα πήγαν όπως φαινόντουσαν” – ή μήπως όχι; 

Ενώ το καλοκαίρι του ’11 ήταν ο αυτό-οργανωμένος λαός των πλατειών που έδινε τον τόνο, αυτό θα ανατραπεί σταδιακά. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρεί να ευθυγραμμιστεί με τις διαθέσεις των μαζών, προτάσσοντας τη δική του διαθεσιμότητα να ηγηθεί άμεσα μιας αριστερής κυβέρνησης που θα κάνει πράξη την ανατροπή του κατεστημένου δικομματισμού και μαζί των μνημονιακών πολιτικών. Παρολαυτά, η στρατηγική της «βίαιης ωρίμανσης» και του «ώριμου φρούτου» που θα ακολουθήσει στο εξής, είναι σαφές ότι δεν ιεραρχεί και πολύ ψηλά την ανάγκη για ενίσχυση της λαϊκής αυτό-οργάνωσης. Το κίνημα ότι ήταν να δώσει το έδωσε. Τώρα αρκεί ο λαός να στοιχηθεί πίσω απ’ την κυβέρνηση που αναλαμβάνει πλέον εξ ολοκλήρου το έργο της ανατροπής. Το καλοκαίρι του ’15 ο ελληνικός λαός θα ξαναβγεί μαζικά στις πλατείες, με αποκορύφωμα τις μέρες του δημοψηφίσματος. Όμως κι αυτή τη φορά καλείται απλά να στηρίξει την κυβέρνηση – που σε λίγες ώρες θα αναποδογύριζε τη λαϊκή ψήφο – χωρίς να είναι πια ο ίδιος πρωταγωνιστής. 

Είναι αυτή η φθίνουσα πορεία ευθύνη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ; Σε ένα βαθμό ναι, αλλά όχι μόνο. Οι πλατείες υπήρξαν ένας γρίφος και για την εκτός ΣΥΡΙΖΑ αριστερά, ένα συμβάν που όξυνε τη στρατηγική της αμηχανία την ίδια στιγμή που ο λαϊκός παράγοντας έβγαινε μαζικά στο προσκήνιο. Δεν είναι μόνο οι σχεδιασμοί των οργανώσεων που πήγαν στο καλάθι των αχρήστων μόλις το κίνημα ξέσπασε, ούτε οι διάφοροι λόγοι που ακούστηκαν προκειμένου να υποβαθμιστεί η σημασία τους: η δήθεν απουσία ταξικών αιχμών, ο μεταμοντέρνος χαρακτήρας, οι ελληνικές σημαίες. Είναι κυρίως η παραγνώριση της ποιοτικής αλλαγής στην συγκυρία των ημερών, ότι πλέον η ανάγκη για συνολική ανατροπή είχε μπει για τα καλά στην ημερήσια διάταξη κι η αριστερά όφειλε να αντιστοιχηθεί σε αυτή τη λαϊκή διάθεση. Αυτή η αναντιστοιχία – με πρώτο και καλύτερο το ΚΚΕ –  εκφράζεται σήμερα με την παραδοχή ότι «εντάξει, δεν έγινε και τίποτα εκείνες τις μέρες», παραδοχή που σχεδόν συνιστά ήττα από μόνη της. 

Στον αντίποδα, όσα κομμάτια της ριζοσπαστικής και επαναστατικής αριστεράς, εντός κι εκτός του τότε ΣΥΡΙΖΑ, αναγνώρισαν έγκαιρα τη σημασία των πλατειών χωρίς να θεωρήσουν έπειτα την κυβέρνηση της αριστεράς ως τη φυσική συνέχειά τους, απέτυχαν στην πράξη να προτάξουν έγκαιρα και σαφώς ένα άλλο υπόδειγμα άσκησης αριστερής πολιτικής, που θα πατούσε στη λαϊκή διαθεσιμότητα που έφεραν στο προσκήνιο οι πλατείες. Το να γίνει η λαϊκή αυτό-οργάνωση πυρήνας ενός αριστερού σχεδίου παρέμεινε σύνθημα κι οι χιλιάδες νεολαίων κι εργαζομένων που καθημερινά γέμιζαν τις συνελεύσεις των πλατειών δεν είδαν, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τους εαυτούς τους ως κομμάτι ενός τέτοιου σχεδίου.

Για μία νέα ριζοσπαστική ελπίδα

Υπό το βάρος όλων των παραπάνω, επιλέγουμε  (με την εκδήλωση: 10 Χρόνια από τις πλατείες: Υπάρχει ακόμα χώρος για μια νέα ριζοσπαστική ελπίδα;)  λοιπόν, 10 χρόνια μετάνα γυρίσουμε στις πλατείες σε μία άλλη συγκυρία και εποχή, για να τις ανασυνθέσουμε. Για να διεκδικήσουμε την μνήμη από τον αντίπαλο, για να την φέρουμε πιο κοντά στους πολλούς/ες, για να διαγνώσουμε τις δυνατότητες που ανοίχτηκαν. Θέλουμε όμως να είμαστε προσεκτικοί/ες, γνωρίζουμε ότι:  «ανασύνθεση του παρελθόντος δεν σημαίνει αναγνώρισή του με τον τρόπο που υπήρξε πραγματικά”. Σημαίνει το άρπαγμα μιας μνήμης καθώς αστράφτει σε μια στιγμή κινδύνου.» 

Αυτή η στιγμή κινδύνου είναι η βίαιη επιστροφή στην κανονικότητα, δηλαδή σε μία κατάσταση διαρκούς κρίσης και εξαιρέσεων, στην οποία όλο και περισσότεροι/ες γίνονται περιττοί/ες και θα κινδυνεύουν. 

Ας αρπάξουμε τη μνήμη και ας αναρωτηθούμε: 

Πέρα από την αγανάκτηση και την ρουτίνα, υπάρχει σήμερα χώρος για μία νέα ριζοσπαστική ελπίδα;