Έτσι και η κοινωνία. Κάθεται συνεχώς πάνω από την ευγενή τάξη των διανοουμένων και τους καλεί φορτικά «να μιλήσουν», «να πάρουν θέση».
Το αστείο είναι πως αν το μωρό στην πρώτη του απόπειρα αποτύχει να προφέρει τις εγκεκριμένες λέξεις «μαμά» ή «μπαμπά» και συλλαβίσει μία μη προβλεπόμενη λέξη ή δοκιμάσει να αρθρώσει φθόγγους δικής του επινόησης (που για μένα θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον), το επίτευγμα αυτομάτως αμαυρώνεται. Ε, κάπως έτσι πάει το πράγμα και με τους διανοούμενους…
Καταρχάς είναι παραμύθι ότι οι διανοούμενοι δεν μιλάνε. Αρκετοί απ’ αυτούς φλυαρούν όλη μέρα στο twitter, στο facebook, ως τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί μαϊντανοί , ως έγκυροι αρθρογράφοι ή κόλουμνιστ σε εφημερίδες και περιοδικά. Ακόμα και οι πιο γηραλέοι θα κληθούν κάποια στιγμή σε τηλεοπτικό πάνελ και θα δοξαστούν ή θα εκτεθούν, ανάλογα με τις διαθέσεις του παρουσιαστή ή με το αν πέτυχαν το πρωί τη σωστή δοσολογία στα χάπια τους.
Αλλά ας δεχτούμε προς στιγμήν ότι οι διανοούμενοι πράγματι δεν μιλάνε. Γιατί θα ’πρεπε οπωσδήποτε να το κάνουν; Και ποιος μας λέει ότι ένας ηθοποιός, ένας έντεχνος τραγουδιστής ή ένας δόκτωρ κάποιας επιστήμης έχει να πει κάτι περισσότερο επί των γενικών θεμάτων από ό,τι ένας φοιτητής, ένας μεροκαματιάρης, ένας επιχειρηματίας ή ένας άνεργος; Για τους συγγραφείς και τους ποιητές δεν το συζητώ καν. Θα ‘πρεπε να θεωρείται δεδομένο, τουλάχιστον κατά τεκμήριο, ότι γράφουν καλύτερα από ό,τι μιλάνε.
Υπάρχει εδώ και μια γενικότερη παρεξήγηση σχετικά με το ποιοι είναι, τέλος πάντων, αυτοί οι περίφημοι διανοούμενοι. Δε λέω πως δεν υπάρχουν, ασφαλώς και υπάρχουν, αλλιώς θα ήμασταν απολύτως χαμένοι, μόνο που πρόκειται για ταμπέλα αβέβαιη, τα κριτήρια για την απονομή της οποίας δεν είναι ιδιαιτέρως ασφαλή. Πολύ φοβάμαι πως το μεγαλύτερο μέρος των εικαζόμενων ως «διανοουμένων» απλώς αυτοπροτάθηκαν κάποτε ως τέτοιοι και τους έμεινε ο τίτλος ευγενείας για πάντα.
Γνώρισα διανοούμενους, χωρίς εισαγωγικά, οι οποίοι «μίλησαν» τότε που έπρεπε να μιλήσουν παίρνοντας όλα τα σχετικά ρίσκα. Μετέπειτα όμως απέφυγαν να συνεχίσουν να «μιλούν», είτε γιατί θεωρούσαν ότι τα είχαν πει όλα όταν έπρεπε και δεν είχαν τι άλλο να προσθέσουν ή, πάλι, επειδή απέφευγαν να τοποθετηθούν σε θέματα στα οποία αναγνώριζαν μια χροιά περισσότερο κομματική και λιγότερο πανεθνική. Σε αρκετές περιπτώσεις απλώς δεν τους ζητούσε κανείς να «μιλήσουν», γιατί είχαν ενσκύψει νέες φουρνιές «διανοουμένων» που είχαν αποφύγει να εκτεθούν στα δύσκολα και έπρεπε να βιαστούν να κολλήσουν μερικά ένσημα «πνευματικής ηγεσίας».
Γι’ αυτό σας λέω, και ας στενοχωρώ αρκετούς αγωνιούντες φίλους, ότι δεν χρειάζεται να συνεχίζεται άλλο αυτή η σταυροφορία. Προσωπικά προτιμώ την εύγλωττη σιωπή των διανοουμένων, και πάνω απ’ όλα προτιμώ να «παίρνουν θέση» μέσα από την ίδια τους την τέχνη. Όχι απαραιτήτως με συγκεκριμένες διατυπώσεις, και οπωσδήποτε όχι με εύηχα κλισέ, αλλά μέσα από την ευαισθησία τους, τη διαίσθησή τους και την ποιότητα των έργων τους.
Κι αν κάποια στιγμή νιώσουν την ανάγκη να εκδηλωθούν δημόσια, τότε η χειρονομία τους καθίσταται πιο αισθητή και πιο διακριτή. Μονάχα έτσι, άλλωστε, υπάρχει περίπτωση να λειτουργήσει κάποια στιγμή και ως καταλύτης.