Η βία εναντίον φοιτητών και αναρχικών, ή όποιων τους μοιάζει, ή όποιων βρίσκονται εκεί κοντά, ή όποιων τέλος πάντων μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι, είναι ένας πολύ καλός αντιπερισπασμός για την κυβέρνηση.
«Θυμάστε τους αρχαίους Ρωμαίους στην αρένα; Τα κυνήγια όπου σκοτώνονταν σε μία μέρα τρακόσια λιοντάρια και καμιά εκατοστή άνθρωποι; Θυμάστε πώς ογδόντα χιλιάδες θεατές χτυπούσαν τα χέρια τους; Φρόνιμες νοικοκυρές φέρνανε τις κόρες τους που ήταν σε ηλικία γάμου, κι εκείνες οι αγνές παρθένες με τα λευκά χέρια έκαναν με τον αντίχειρά τους ένα μικρό χαριτωμένο νεύμα προς τα κάτω, που σήμαινε: “Εμπρός, αρκετά τεμπελιάσατε! Για αποτελειώστε επιτέλους εκείνον εκεί και τον άλλον, εκείνον τον μισοπεθαμένο!”»
Αλέξανδρος Δουμάς, Κόμης Μοντεχρήστος
Παρακαλώ να παραβλέψουμε την αναφορά στην παρθενική αθωότητα, πρόκειται για μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά από το 1844. (εκδ. Gutenberg, μετφρ. Αρκομάνη Ωρ.). Η ελαφρότητα αυτή με την οποία αποφασίζεται ο θάνατος των άλλων είναι ένα σταθερό και πάντοτε σοκαριστικό συστατικό αυτού του όχλου που δεν χορταίνει την απόλαυση για τα βάσανα των άλλων. Αρκεί να δώσεις σε αυτόν τον κόσμο έναν συνάνθρωπο για να τον φάνε τα λιοντάρια και θα συνεχίσει να λατρεύει τους άρχοντές του σα θεούς.
Δεν ξέρω κατά πόσο έχει γίνει αντιληπτό ότι η αστυνομία εδώ και καιρό συστηματικά φλερτάρει με πολύ βίαιες εξελίξεις στο πανεπιστήμιο, χωρίς κανέναν λόγο.
Προσοχή: δεν έχει σημασία τι λέγεται από τους φανατικούς, είτε πληρώνονται πολύ για να ψεύδονται είτε αγαπούν τόσο την εξουσία ώστε νιώθουν μια απόλαυση να πλέκουν γιρλάντες με τις αρχιδότριχες του αυτοκράτορα, οπότε γυρνοβολάνε στο διαδίκτυο στα καλά καθούμενα υπερασπιζόμενοι την αστυνομία.
Η αστυνομία αδυνατεί και η ίδια να υπερασπιστεί τα έργα της, γιατί δεν υπάρχει καμία λογική σε αυτό που γίνεται, εκτός από το ότι η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η ένταση στα πανεπιστήμια είναι προνομιακό πεδίο για τους φανατικούς που χαίρονται με την αστυνομική βία ανεξαρτήτως λοιπών προϋποθέσεων.
Η αστυνομία ψεύδεται ασύστολα λέγοντας ότι δεν έπεσαν χημικά στη συναυλία, προκαλώντας την εύστοχη ειρωνική αντίδραση του Θανάση Παπακωνσταντίνου που αναρωτιόταν τι τον έπιασε ξαφνικά να διακόψει τη συναυλία στα καλά καθούμενα.
Πώς γίνεται να ψεύδεται τόσο ανερυθρίαστα η αστυνομία; Έλα ντε! Όπως μπορούσε ο υπουργός να επιμένει ότι η αστυνομία διέλυσε τη συγκέντρωση έξω από το Εφετείο την ημέρα της ανακοίνωσης της απόφασης του δικαστηρίου στη δίκη της Χρυσής Αυγής γιατί είχαν προηγηθεί επεισόδια, χωρίς να νρέπεται που τον διέψευδαν όλα τα σχετικά βίντεο.
Το ίδιο και με τη συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Είχαμε ανακοίνωση της αστυνομίας που έλεγε ασύστολα ψεύδη, τα οποία δεν ενοχλούν βεβαίως κανέναν.
Γιατί; Διότι η βία είναι ο συνεκτικός δεσμός μεταξύ των χουλιγκάνων που υπερασπίζονται την κυβέρνηση ή κρυφός καημός των νοικοκυραίων που την ανέχονται.
Αυτό που είναι για μένα εξωφρενική προπαγάνδα είναι για άλλους η καθημερινή τους προσευχή. Ξεκινούν τη μέρα τους με τους ίδιους δημοσιογράφους που στο δικό μου μυαλό έχουν ταυτιστεί με τη διαστρέβλωση της αλήθειας.
Είναι τόσο υποκειμενικά τα πράγματα; Δεν είναι καθόλου υποκειμενικά. Δεν χρειάζεται να βασιστούμε στην Αστυνομική Ενωση Θεσσαλονίκης για να αντικρούσουμε τη λογική όσων συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στο ΑΠΘ. Όπως φάνηκε ήδη από την υπόθεση Ντουσάκη, του φοιτητή που χτυπήθηκε στο πρόσωπο και το μόνο που συνέβη ήταν να ακούσουμε την ανατριχιαστική φράση “επαγγελματίες τραυματίες”, το συμπέρασμα είναι ένα: η κυβέρνηση γυρίζει το κουμπάκι της έντασης, διότι είναι ένα πολύ καλύτερο θέμα δημόσιας συζήτησης για την ίδια από οτιδήποτε άλλο μπορεί να συζητήσουμε τώρα.
Σκεφτείτε μόνο ότι η επικοινωνιακή της στρατηγική στο θέμα των παρακολουθήσεων είναι πως ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται που παραβιάζονται θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα με ευθύνη του πρωθυπουργού, επειδή τον ενδιαφέρει περισσότερο που ψωνίζει, μετακινείται και σε λίγο θα ζεσταίνεται με το δελτίο. Πόσο μακριά να πάει αυτή η επικοινωνιακή στρατηγική; Είναι τόσο καλή ιδέα να χρησιμοποιείς τη φτώχεια ως αντιπερισπασμό για την έλλειψη δημοκρατίας και λογοδοσίας; Δεν είναι. Μου θυμίζει μια φορά που ήμασταν σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι και παίζαμε με σπίρτα, με κάποιους παιδικούς μου φίλους. Μας τσάκωσαν βλέποντας τους καπνούς και κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να πει ότι απλώς καπνίζαμε.
Η βία εναντίον φοιτητών και αναρχικών, ή όποιων τους μοιάζει, ή όποιων βρίσκονται εκεί κοντά, ή όποιων τέλος πάντων μπορούν να μπουν στο ίδιο τσουβάλι, είναι ένας πολύ καλός αντιπερισπασμός για την κυβέρνηση.
Θεωρώ πολύ σημαντικό να έχουμε υπόψη μας ότι ο σχεδιασμός αυτός δεν αλλάζει αν υπάρξει νεκρός. Ας μη χρειαστεί να ανακαλέσουμε όλες τις χυδαιότητες που έχουν ακουστεί για τον Φύσσα ή τον Ζακ. Αυτός ο μηχανισμός δεν υποχωρεί καθόλου μπροστά στην ανθρώπινη ζωή. Αυτό θα είναι ανεξιτηλο στίγμα για τους οικείους του θύματος, αλλά για την αστυνομία όλα αυτά είναι λεπτομέρειες, ακόμη και η ανθρώπινη ζωή.
Η βαρβαρότητα του Πέτσα μεταφράζεται σε βαρβαρότητα των ψηφοφόρων του, ας μη μας ξεγελούν οι συγγνώμες. Είναι καιροί άγριοι, και την αγριότητα αυτή δεν την εκπροσωπούν καθόλου οι μόνιμοι στόχοι των ρητορικών επιθέσεων της κυβέρνησης, που συνταράσσονται κάθε που γράφεται ένα σύνθημα, αλλά συγχαίρουν τους δολοφόνους του Νίκου Σαμπάνη.
Η βαρβαρότητα είναι όλη δική τους.
Αντιθέτως, ο δικός μας κόσμος, ο κόσμος της από δω πλευράς, ο κόσμος των κινημάτων και των διεκδικήσεων, έχει υπάρξει μέχρι τώρα πάρα πολύ φρόνιμος. Τόσο φρόνιμος, που θα έλεγα ότι δεν μας αξίζει πια τόση φρονιμάδα. Τις τρώμε και πρέπει να ζητάμε και συγγνώμη.
Ίσως κάποιοι αυτή την περίοδο κοιτάζουν τον Μητσοτάκη «σαν την πέτρα στον αέρα, που περιμένει πότε θα πέσει», όπως λέει ένα τραγούδι φλαμένκο. Εις ό,τι με αφορά, δεν περιμένω τίποτα. Αντιλαμβάνομαι ότι έρχονται καιροί δύσκολοι, που θα μας ζητούν να ξεχνάμε την πείνα με το ξύλο. Ακούγεται κάπως παλαιική η διατύπωση, αλλά και οι ανησυχίες μας και οι αντιδράσεις τους έρχονται πια από παλιά.