της Μαρίας Απατζίδη
β) Επίσης, βάσει της συμφωνίας οι Γάλλοι δεν έχουν υποχρέωση να μας συνδράμουν, όταν οι Τούρκοι καταπατούν την ΑΟΖ μας, οπότε η τουρκική προκλητικότητα αναμένεται να συνεχιστεί ανενόχλητη.
γ) Δεν προβλέπεται μεταφορά τεχνογνωσίας στην Ελλάδα. Λ.χ. δεν υπάρχει πρόβλεψη τα πλοία να ναυπηγηθούν στην Ελλάδα. Αντιθέτως, βοηθούμε έτσι τη γαλλική οικονομία. Άλλωστε, αυτός είναι και ο λόγος που έλαβε χώρα η συμφωνία με την ενθάρρυνση των Η.Π.Α. Ακριβώς επειδή προηγουμένως η γαλλική οικονομία είχε ζημιωθεί από τη συμφωνία Η.Π.Α., Ηνωμένου Βασιλείου και Αυστραλίας στον Ινδοειρηνικό, με ακύρωση από τους Αυστραλούς μεγάλης γαλλικής παραγγελίας, επιστρατεύτηκε με ανοχή ή και υπόδειξη των Η.Π.Α. ο γνωστός πελάτης, δηλαδή η Ελλάδα, για να παρηγορηθεί η Γαλλία και να αντισταθμιστεί η αδικία που υπέστη. Αυτό στη χώρα μας παρουσιάζεται ως δήθεν δική μας εθνική επιτυχία.
δ) Μας καθιστά έρμαια της γαλλικής νεοαποικιακής πολιτικής στο Σαχέλ στη Βορειοδυτική Αφρική. Ενώ οι Γάλλοι δεν θα είναι υποχρεωμένοι να μας συνδράμουν σε περίπτωση καταπάτησης της ΑΟΖ μας, από την άλλη εμείς θα εμπλακούμε στις νέες περιπέτειες της Γαλλίας στη Βορειοδυτική Αφρική την οποία θεωρεί παραδοσιακώς ως σφαίρα επιρροής της από τον 19ο αιώνα.
Σημειωτέον επίσης ότι στη συμφωνία δεν περιλαμβάνονται οπλικά συστήματα τύπου Scalp Naval, που έχουν μεγάλο βεληνεκές, οπότε θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν το στρατηγικό βάθος της Τουρκίας και να λειτουργήσουν για τον λόγο αυτό αποτρεπτικά σε ένα ενδεχόμενο πολέμου. Η επιλογή φρεγατών επίσης δείχνει προς την κατεύθυνση περισσότερο της δραστηριότητας στην Ανατολική Μεσόγειο παρά στο Αιγαίο, οπότε πρέπει μάλλον να ειδωθεί στο πλαίσιο της επιζητούμενης από την κυβέρνηση (αλλά και τις άλλες μνημονιακές κυβερνήσεις) συμμαχίας με το Ισραήλ και τη Γαλλία. Στο πλαίσιο αυτό οφείλει να μας προβληματίσει το γεγονός μήπως ακολουθώντας τα συμφέροντα άλλων χωρών, εμπλακούμε στις δικές τους συγκρούσεις με την Τουρκία στην ανατολική Μεσόγειο. Με αποτέλεσμα επειδή η Τουρκία δεν θα μπορεί να πλήξει τους ισχυρότερους πόλους της συμμαχίας, να πλήξει τον πιο αδύναμο, δηλαδή εμάς.
Βεβαίως η ελληνική αμυντική πολιτική κινείται από τον φόβο για σύρραξη με Τουρκία. Όμως ο φόβος δεν είναι πάντα καλός σύμβουλος και πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι αγορές εξοπλιστικών συστημάτων δεν απέτρεψαν ούτε την τραγωδία της Κύπρου το 1974 ούτε την εθνική ταπείνωση στα Ίμια το 1996. To 1974 λ.χ. είχαμε και υπερσύγχρονα υποβρύχια και Phantom, αλλά δεν τα χρησιμοποιήσαμε για να σώσουμε την Κύπρο γιατί απλά δεν υπήρχε η πολιτική βούληση. Πρέπει, λοιπόν, να εξετάσουμε αυτό, δηλαδή ποια είναι η δική μας πολιτική βούληση. Είναι άραγε να βυθιστούμε και άλλο στο χρέος χάνοντας την πραγματική μας ανεξαρτησία στο όνομα της διατήρησής της;
Πρέπει, τέλος, να έχουμε κατά νου ότι αυτή τη στιγμή η Τουρκία επενδύει σε drones τα οποία έχουν δώσει τη νίκη σε αυτή και στους συμμάχους της σε πολεμικά θέατρα, όπως και στον Καύκασο κατά τον πόλεμο μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας και στη Λιβύη. Είναι ζωτικής σημασίας να αναπτύξουμε αντίδοτα απέναντι σε παρόμοιους ανορθόδοξους πολέμους νέας κοπής που διεξάγει η Τουρκία και να αναπτύξουμε και εμείς τα δικά μας smart weapons, τα οποία μάλιστα θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να τα κατασκευάζουμε και μόνοι μας. Αλλά παρόμοιες σκέψεις απαιτούν έναν επιτελικό σχεδιασμό που το λεγόμενο «επιτελικό» κράτος της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν φαίνεται να διαθέτει.