Η κα Λινού επιβεβαίωσε εμμέσως τις βολές κατά του τρόπου με τον οποίο άνοιξαν τα σχολεία, αποκαλύπτοντας ότι τουλάχιστον οι 10.000 μαθητές που βρέθηκαν θετικοί την Τρίτη, είναι πολύ πιθανόν να ήταν θετικοί την Δευτέρα, όταν είχαν παρακολουθήσει κανονικά τα μαθήματα στις τάξεις τους, διαθέτοντας self test που είχαν κάνει την Κυριακή. Όπως περιέγραψε, ένα τεστ που κάνει κάποιος και βγαίνει αρνητικό, τον καθιστά «ασφαλή για 7-8 ώρες, μετά μπορεί να θετικοποιηθεί».

Πρακτικά, όσοι μαθητές κάνουν το self test το βράδυ της προηγούμενης ημέρας για να πάνε σχολείο την επομένη, είναι πιθανό να εμφανίζονται ως αρνητικοί ενώ ήδη έχουν θετικοποιηθεί και μεταδίδουν. Το πρώτο διήμερο επαναλειτουργίας των σχολείων, 10.000 μαθητές παρακολούθησαν κανονικά τα μαθήματα της Δευτέρας με αρνητικό τεστ, για να εντοπιστούν στη συνέχεια θετικοί και να καταγραφούν την Τρίτη.

Τα self test έχουν χαρακτηριστικά screening, διαχωρισμό αυτών που είναι πιο πιθανό να είναι θετικοί από αυτούς που είναι πιο πιθανό να είναι αρνητικοί, διευκρίνισε η κα Λινού. «Δεν είναι τελεσίδικη διάγνωση» ξεκαθάρισε η κα Λινού.

«Βεβαιότατα» μπορεί να συνεχιστεί η διασπορά στα σχολεία που άνοιξαν, παρά τον μεγάλο αριθμό self test των πρώτων δύο ημερών, σημείωσε η ίδια σε άλλο σημείο. «Είναι μία δυναμική κατάσταση. Όντως, ο αριθμός των κρουσμάτων σε σχέση με το σύνολο των μαθητών είναι μικρός, το ποσοστό θετικότητας είναι κοντά στο 1%-2%. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αύριο-μεθαύριο δεν θα έχουμε τον ίδιο αριθμό, ή και περισσότερα κρούσματα. Η διασπορά εξαρτάται από τον αριθμό των ανθρώπων με τους οποίους ερχόμαστε σε επαφή και από τις συνθήκες υπό τις οποίες ερχόμαστε σε επαφή».

Νωρίτερα, η κα Λινού διευκρίνισε ότι «το ελπίζουμε αλλά δεν το ξέρουμε», απαντώντας σε ερώτηση για το αν υπάρχει προοπτική τέλους της πανδημίας με μετατροπή της covid-19 σε μια ενδημική νόσο, όπως η γρίπη. «Στις ΗΠΑ χρησιμοποιούν τα δεδομένα της Νοτίου Αφρικής. Επειδή εκεί έληξε η έξαρση μέσα σε κάποιες εβδομάδες, λένε “μπορεί κι εμείς να έχουμε την ίδια τύχη”. Αυτό είναι που έχει εκφραστεί και στην Ελλάδα με τις θέσεις περί μείωσης κρουσμάτων σε 2-3 εβδομάδες». Αλλά, όπως τόνισε, «δεν υπάρχουν στοιχεία πραγματικά, εκτός της Νοτίου Αφρικής, για να πιστέψουμε ότι θα έχουμε και μείωση των κρουσμάτων της Όμικρον και λύση του προβλήματος. Περιμένουμε όλοι, δεν το ξέρουμε. Γνωρίζουμε μόνο από δεδομένα που αφορούν ζώα ότι η συγκεκριμένη μορφή κορωνοϊού έχει πιο ήπια συμπτώματα στο κατώτερο αναπνευστικό, στους πνεύμονες. Από την άλλη, είναι τόσο τεράστια η διασπορά, που είναι βιαστικό να πούμε ότι θα λήξει».

Χαρακτήρισε «μεγάλο λάθος» την άποψη ότι σε ατομικό επίπεδο είναι μικρότερος ο κίνδυνος διασωλήνωσης και απώλειας ζωής. «Επειδή τα κρούσματα είναι τόσο πολλά, σε συνολικό, εθνικό επίπεδο (φαίνεται από δεδομένα και σε άλλες χώρες) θα υπάρξει ο ίδιος αριθμός σοβαρών κρουσμάτων και σοβαρών επιπτώσεων όπως με τη Δέλτα. Είναι καθαρά θέμα αριθμών. Είναι επιπόλαιο να λέμε ότι θα λυθεί το πρόβλημα από μόνο του». Ξεκαθάρισε επίσης ότι πλήρη ανοσία από την Όμικρον δυστυχώς δεν εξασφαλίζει ούτε η νόσηση ούτε τα κλασικά εμβόλια.