Άρθρο 12 Σύνταξη λόγω θανάτου

Το άρθρο 12 ρυθμίζει θέματα σχετικά με τη σύνταξη λόγω θανάτου, εισάγοντας, για πρώτη φορά, ενιαίες αρχές και κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως ασφαλιστικού φορέα προέλευσης. Κατά αυτόν τον τρόπο αίρονται οι αδικίες που είχαν συντελεσθεί κατά το παρελθόν, και συγχρόνως, με την κατάργηση της πολυνομίας, καθίσταται απλούστερος ο υπολογισμός της σύνταξης λόγω θανάτου και επομένως πιο προσιτή η νομοθεσία για τους πολίτες και ταχύτερη η διαδικασία απονομής της.

Πιο αναλυτικά, στην παρ. 1 ορίζονται οι δικαιούχοι καθώς και οι ειδικότερες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την κάθε κατηγορία. Σημειώνεται ότι, ως προς τις έννομες συνέπειες, το σύμφωνο συμβίωσης εξομοιώνεται πλήρως με τον γάμο, επομένως επιζών σύζυγος λογίζεται και ο τελέσας σύμφωνο συμβίωσης με τον θανόντα (βλ και άρθρο 15). Ιδίως σε ό,τι αφορά στον επιζώντα σύζυγο προβλέπεται όριο ηλικίας για τη θεμελίωση δικαιώματος σύνταξης λόγω θανάτου, το οποίο πρέπει να έχει συμπληρωθεί κατά το χρόνο θανατου του συνταξιούχου ή ασφαλισμένου. Η προσθήκη ορίου ηλικίας κρίνεται σκόπιμη με δεδομένο πως η παροχή σύνταξης λόγω θανάτου σε πρόσωπα κάτω του ως άνω ορίου παρέχει αντικίνητρα παραμονής ή εισόδου στην αγορά εργασίας και επιβαρύνει το ασφαλιστικό σύστημα με δυσανάλογο τρόπο και κατά παράβαση της αρχής της ανταποδοτικότητας. Παράλληλα, η εν λόγω ρύθμιση αναγνώριζει την εγγενή δύσκολια εύρεσης εργασίας σε πρόσωπα άνω των 55 ετών. Σε κάθε περίπτωση, ο επιζών σύζυγος δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου, ανεξαρτήτως ηλικίας, εφόσον και για όσο χρόνο, έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην παράγραφο 1Β του παρόντος ή είναι ανίκανος για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη πως, ενδεχομένως, ο επιζών σύζυγος είχε μείνει εκτός αγοράς εργασίας κατά τη διάρκεια του γάμου ή λόγω μεγάλης ηλικίας θα αντιμετωπίσει δυσκολίες κατά την αναζήτηση εργασίας προβλέπεται στην παράγραφο 6 πως εφόσον, εντός χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από την πρώτη καταβολή σύνταξης λόγω θανάτου, ο επιζών σύζυγος ξεκινήσει να εργάζεται ή να αυτοαπασχολείται, οι ασφαλιστικές του εισφορές καταβάλλονται (ή χραματοδοτούνται) από το Δημόσιο για διάστημα δύο (2) ετών.

Στην παρ. 2 προβλέπεται πως ο επιζών σύζυγος δεν δικαιούται τη σύνταξη, αν ο θάνατος του ασφαλισμένου συζύγου επήλθε προ της παρόδου πέντε ετών από την τέλεση του γάμου, εκτός των περιπτώσεων που περιοριστικά αναφέρονται στα 20 στοιχεία από (α) έως (δ). Σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης είναι αποφυγή τελέσεως εικονικών γάμων καθώς και καταβολής για μακρό χρονικό διάστημα εκ μεταβιβάσεως συντάξεων.

Η παρ. 3 αναφέρει περιοριστικά τους λόγους για τους οποίους καταργείται το δικαίωμα σύνταξης λόγω θανάτου των δικαιούχων της παρ. 1.

Η παρ. 4 ορίζει το ποσοστό της σύνταξης που δικαιούται η κάθε κατηγορία. Ειδικότερα, για την περίπτωση που ο γάμος έλαβε χώρα μετά την απονομή της σύνταξης γήρατος του θανόντος (παρ. 4 Αα), περιορίζεται το ποσοστό του επιζώντος συζύγου επί της συντάξεως του θανόντος, εφόσον αυτό, πλέον, συναρτάται από τη διάρκεια του γάμου και τη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων. Η συγκεκριμένη διάταξη έχει συνταχθεί στο πρότυπο σχετικής διάταξης του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της Ε.Ε.. Η εν λόγω πρόβλεψη αποσκοπεί στην αποφυγή, αφενός μεν, τελέσεως εικονικών γάμων, και αφετέρου δε, καταβολής για μακρό χρονικό διάστημα εκ μεταβιβάσεως συντάξεων σε περίπτωση γάμων με εξαιρετικά μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων, η οποία θα επιβάρυνε σημαντικά τον Κρατικό Προϋπολογισµό. Ομοίου περιεχομένου ρύθμιση προβλεπόταν και στο ν. 4002/2011 (άρθ. 2 παρ. 2 στοιχ. γ).

Η παρ. 5 προβλέπει τη μείωση της συντάξεως του επιζώντα συζύγου, σε περίπτωση που ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, έως τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του, ως προβλεπόταν με βάση το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς. Οι διατάξεις της παρ. 14 του άρθρου 8 του ν. 2592/1998 (57 Α) σε συνδυασμό με αυτές της παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3234/2004 (52 Α), του άρθρου 58 του π.δ. 169/2007 καθώς και αυτές της παρ. 9 του άρθρου 4 του ν. 3620/2007 (276 Α) εξακολουθούν να ισχύουν και εφαρμόζονται ανάλογα για τα πρόσωπα του άρθρου αυτού και μετά την υπαγωγή των συντάξεων του Δημοσίου στον ΕΦΚΑ.

Με την παρ. 7 καταργείται κάθε διάταξη που ρυθμίζει διαφορετικά το συγκεκριμένο θέμα και τέλος η παρ. 7 ορίζει ότι οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις περιπτώσεις που ο θάνατος επέρχεται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου.