Άρθρο 121
1. Για την εφαρμογή του Π.Δ. 1/1990 (ΦΕΚ Α΄ 1), όπως ισχύει, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 1 του ως άνω Π.Δ/τος, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 1 του Π/Δ/τος 40/2007, ένας εργοδότης θεωρείται ότι ευρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας, όταν το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (Ο.Α.Ε.Δ.) διαπιστώνει ότι ο εργοδότης έχει αναστείλει κάθε παραγωγική δραστηριότητα, ότι δεν απασχολεί κανένα εργαζόμενο και ότι ευρίσκεται, εκ των πραγμάτων (de facto), σε παύση πληρωμών.
2. Με Απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.Α.Ε.Δ., καθορίζονται οι προϋποθέσεις εφαρμογής της προηγούμενης παραγράφου.
Με το άρθρο 121 επιδιώκεται η πληρέστερη προστασία των μισθωτών από την αφερεγγυότητα του εργοδότη, με την άρση των δυσκαμψιών της ισχύουσας νομοθεσίας. Οι δυσκαμψίες αυτές προέκυψαν κυρίως από την εφαρμογή της προπτωχευτικής «διαδικασίας συνδιαλλαγής», καθώς και από τη διαδεχθείσα αυτήν προπτωχευτική «διαδικασία εξυγίανσης». Με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του Πτωχευτικού Κώδικα, ο νομοθέτης προέκρινε ως κατεξοχήν προστατευτέο το γενικό συμφέρον της επαπειλούμενης με πτώχευση επιχείρησης. Οι ρυθμίσεις αυτές, σε αρκετές περιπτώσεις, καταλήγουν να υποβαθμίζουν ή ακόμη και να εκμηδενίζουν τα δικαιώματα των εργαζομένων. Με τις ρυθμίσεις του προτεινόμενου άρθρου, ενισχύεται η νομοθεσία περί προστασίας των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη και εξισορροπείται, έτσι το γενικό συμφέρον της επιχείρησης με τα επιμέρους συμφέροντα των εργαζομένων.
Εξάλλου, το προτεινόμενο άρθρο ουσιαστικά μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2002/74/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 για την τροποποίηση της οδηγίας 80/987/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών σχετικά με την προστασία των μισθωτών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του εργοδότη, σύμφωνα με την οποία «η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να επεκτείνουν την προστασία των μισθωτών σε άλλες περιπτώσεις αφερεγγυότητας όπως π.χ. η εκ των πραγμάτων στάση πληρωμών σε μόνιμη βάση, που διαπιστώνονται μέσω άλλων διαδικασιών πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο».
Οι διαδικασίες «πέραν εκείνων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 τις οποίες προβλέπει το εθνικό δίκαιο» δεν είναι άλλες από όσες περιέχουν έναρξη συλλογικής διαδικασίας που βασίζεται στην αφερεγγυότητα του εργοδότη, η οποία επιφέρει τη μερική ή ολική πτωχευτική απαλλοτρίωση του εν λόγω εργοδότη, καθώς και το διορισμό συνδίκου ή προσώπου που ασκεί παρεμφερή καθήκοντα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τις κλασικές περιπτώσεις της πτώχευσης και της εκκαθάρισης.
Όμως, ο κοινοτικός νομοθέτης, στο προοίμιο της Οδηγίας 2002/74/ΕΚ, σπεύδει να επισημάνει ότι «Για να εξασφαλισθεί δίκαιη προστασία στους αφορώμενους εργαζόμενους, ενδείκνυται να προσαρμοσθεί ο ορισμός της κατάστασης αφερεγγυότητας στις νέες νομοθετικές τάσεις στα κράτη μέλη στον τομέα αυτό και να καλυφθούν, από τον ορισμό αυτό, και οι διαδικασίες αφερεγγυότητας εκτός της εκκαθάρισης».
Συνάγεται, λοιπόν, από τα ανωτέρω, ότι το προτεινόμενο άρθρο έρχεται να καλύψει ένα νομοθετικό κενό, το οποίο δεν είχε ληφθεί υπόψη κατά τη μεταφορά της Οδηγίας 2002/74/ΕΚ στο Ελληνικό Δίκαιο (βλ. Π.Δ. 40/2007).