Κεφάλαιο Δ’ Ενιαίοι Κανόνες Εισφορών – Πόροι –Ανακεφαλαιοποίηση του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης
Άρθρο 38 Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών
1. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων, με την επιφύλαξη της παρ. 17 του άρθρου 39 του παρόντος νόμου, με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας και κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος.
2. α. Το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς των μισθωτών και των εργοδοτών, συνίσταται στο δεκαπλάσιο του ποσού που αντιστοιχεί στον εκάστοτε προβλεπόμενο κατώτατο βασικό μισθό άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών.
β. Το ανώτατο όριο της περίπτωσης α εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου.
3. Καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20% επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη για τις ακόλουθες, ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων, διατηρούμενης σε ισχύ του τεκμηρίου της ρύθμισης του άρθρου 2 παρ. 1 του ΑΝ 1846/51:
α. Για τους ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του ΟΑΕΕ ως έμμισθοι ασφαλισμένοι, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση. Για την κατηγορία αυτή των ασφαλισμένων, το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς για τον ασφαλισμένο καθορίζεται από 1.7.2016 σε 17%, από 1.1.2017 σε 15%, από 1/1/2018 σε 10% και από 1/1/2019 και μετά σε 6,67%. Το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς για τον εργοδότη καθορίζεται από 1.7.2016 σε 3%, από 1/1/2017 σε 5%, από 1/1/2018 σε 10% και από 1/1/2009 και μετά σε 13,33%.
β. Για τους ασφαλισμένους που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του ΕΤΑΑ και παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση.
γ. ο διευθυντής, γενικός διευθυντής, εντεταλμένοι, διευθύνοντες ή συμπράττοντες σύμβουλοι διοικητές εταιριών ή εφόσον συνδέονται με την εταιρία με σχέση εξαρτημένης εργασίας συνεταιρισμών για τις εισπραττόμενες αμοιβές, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί του συνολικού ποσού των αμοιβών.
δ. τα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη διοικητικού συμβουλίου ΑΕ και λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής.
ε. τα μέλη Δ.Σ. αγροτικών συνεταιρισμών εφόσον λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής.
στ. Για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή, και άλλα πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών. Εφόσον υπάρχει εισόδημα, από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης, καταβάλλεται εισφορά, εφόσον υπάρχει, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 39 του παρόντος, αναλόγως εφαρμοζομένων, μη εφαρμοζομένης στην περίπτωση αυτή της παρ. 3 του άρθρου 39 του παρόντος.
Υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις υπηρεσίες τους έναντι περιοδικής παροχής. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται και στις κατηγορίες αυτές οι πάσης φύσεως διατάξεις περί εισφορών του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Και για την κατηγορία ασφαλισμένων της παραγράφου αυτής εφαρμόζεται η ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 39.
4. Τυχόν υψηλότερα ή χαμηλότερα των οριζομένων στην παράγραφο 1 ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που προβλέπονταν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος αναπροσαρμόζονται ετησίως ισόποσα και σταδιακά από 1.1.2017 και εφεξής, ούτως ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που ορίζεται στην ανωτέρω παράγραφο.
5. Δεν αναπροσαρμόζονται, και παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, οι ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων, που εμπίπτουν στις κατηγορίες που εξαιρέθηκαν από την αύξηση των ορίων ηλικίας της υποπαρ. Ε3 της παραγράφου Ε του άρθρου 2 του ν. 4336/2015, σύμφωνα με την υπ’ αριθμό Φ11321/οικ.47523/1570 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΦΕΚ Β’ 2311/26-10-2015), καθώς και των εργαζομένων που υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 20 και 21 του ν. 3863/2010 (Α’ 115), όπως ισχύει, καθώς και όσοι για την απασχόλησή τους δεν υπάγονταν στον κλάδο σύνταξης του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ αλλά υπάγονταν είτε αποκλειστικά και μόνο για τον κίνδυνο του ατυχήματος είτε εκτός αυτού και στον κλάδο παροχών ασθενείας σε είδος. Στο ίδιο ύψος παραμένουν και οι αντίστοιχες εργοδοτικές εισφορές.
6. Τα ποσοστά εισφορών των ασφαλισμένων που υπάγονται ή θα υπάγονταν βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, στο ΝΑΤ, υπολογίζονται μηνιαίως επί του βασικού μισθού που δεν μπορεί να είναι κατώτερος από τον προβλεπόμενο στην ισχύουσα ή την τελευταία ισχύσασα ΣΣΕ του κλάδου, πλέον των επιδομάτων που προβλέπονται στα άρθρα 84 και 85 του ΠΔ 913/1978. Οι εισφορές καταβάλλονται ανά τρίμηνο.
7. Οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τη δημοσίευση του παρόντος νομοθεσία του ΙΚΑ- ΕΤΑΜ, αναλόγως εφαρμοζομένης.
8. Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι απαιτούμενες διαδικασίες για τον επαναπροσδιορισμό των ποσοστών, οι προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα, η αναπροσαρμογή των ποσοστών των κατά την παρ. 5 εξαιρούμενων κατηγοριών ασφαλισμένων και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
9. {ΕΔΟΕΑΠ: Το προτεινόμενο ασφαλιστικό νομοσχέδιο αφανίζει κυριολεκτικά τα ασφαλιστικά μας ταμεία, αφού στο άρθρο 38, παράγραφος 9, καταργεί το βασικό πόρο μας, το αγγελιόσημο, οδηγώντας τον ΕΔΟΕΑΠ σε άμεσο κλείσιμο και στερώντας από τους 18.500 ασφαλισμένους του το δικαίωμα της αξιοπρεπούς περίθαλψης και επικουρικής σύνταξης} Από την έναρξη ισχύος του παρόντος η εισφορά που προβλέπεται στο άρθρο 3 παρ. δ΄, στο άρθρο 4 παρ. γ΄ του ν.δ. 465/1941 (Α΄301), στο άρθρο 36 παρ. 2 του ν.δ 158/1946 (Α΄318), στο άρθρο 3 παρ. Γ΄ του ν. 1872/1951 (Α΄202), στο άρθρο 4 παρ. 3 περ. β του ν. 4041/1960 (Α36), στο άρθρο 4 του ν. δ. 4547/1966(Α΄192), στα άρθρα 11, 14 και 15 του α.ν. 248/1967 (Α΄243), στα άρθρα 2, 3 και 8 του ν.1344/1973 (Α΄36), στο άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 1866/1989 (Α΄222), στους ν. 248/1967, 1989/1991 καθώς και στην Φ. 146/1/10978/1969 καταργείται. Οι ασφαλισμένοι μισθωτοί οι οποίοι υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις εκάστου Τομέα, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στην ασφάλιση του ΕΤΑΠ – ΜΜΕ, καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του παρόντος, εφαρμοζομένων και στην περίπτωση αυτή της παρ. 4 του παρόντος. 10. Από 01/07/2016 οι αποδοχές των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα κατατίθενται από τους εργοδότες ταυτόχρονα με τις ασφαλιστικές εισφορές και το φόρο μισθωτών υπηρεσιών μέσω τραπεζικού λογαριασμού και μεταφέρονται αντιστοίχως και αποδίδονται από την οικεία τράπεζα στους λογαριασμούς των δικαιούχων μισθωτών, των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και του Δημοσίου. Για το σκοπό αυτόν κάθε υπόχρεος εργοδότης υπογράφει σχετική σύμβαση με τράπεζα που επιλέγει. Κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Άρθρο 38 Εισφορές Μισθωτών και Εργοδοτών
Με τις ρυθμίσεις του κεφαλαίου αυτού ορίζονται οι εισφορές των ασφαλισμένων του ΕΦΚΑ με ενιαίο τρόπο, όπως είναι πλέον αναγκαίο λόγω της ύπαρξης ενός μόνο φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος, από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το συνολικό ποσοστό εισφοράς κλάδου σύνταξης στον Ε.Φ.Κ.Α. ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων. Από τις ως άνω αποδοχές εξαιρούνται οι κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας. Όσον αφορά στο συνολικό ποσοστό εισφοράς 20%, κατανέμεται κατά 6,67% σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33% σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένου από 1.1.2017 και του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου.
Περαιτέρω, καθορίζεται ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών για τον υπολογισμό της μηνιαίας ασφαλιστικής εισφοράς μισθωτών και εργοδοτών, το οποίο ισούται με το δεκαπλάσιο του εκάστοτε προβλεπόμενου κατώτατου μισθού άγαμου μισθωτού άνω των 25 ετών. Το ως άνω ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών εφαρμόζεται και επί πολλαπλής μισθωτής απασχόλησης ή έμμισθης εντολής όσον αφορά στην εισφορά ασφαλισμένου. Η προσθήκη ανώτατου ορίου ασφαλιστέων αποδοχών αποσκοπεί στην αποτροπή της καταβολής υπερβολικά υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, που θα επιβαρύνουν υπέρμετρα το ασφαλιστικό κόστος για μισθωτούς και εργοδότες και θα λειτουργήσουν σε βάρος της απασχόλησης και της οικονομικής δραστηριότητας.
Ως προς την καταβολή ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη- εργαζόμενου για τον κλάδο σύνταξης, αντιμετωπίζονται ως μισθωτοί οι ακόλουθες κατηγορίες ασφαλισμένων, υπό την επιφύλαξη του τεκμηρίου που προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του ΑΝ 1846/51: α) Οι ασφαλισμένοι που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του Τομέα Ασφάλισης Ναυτικών Πρακτόρων και Υπαλλήλων του Ο.Α.Ε.Ε., ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, β) Οι ασφαλισμένοι που έως την έναρξη ισχύος του παρόντος υπάγονταν στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Α. και παρέχουν εξαρτημένη εργασία, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, γ) ο διευθυντής, γενικός διευθυντής, εντεταλμένοι, διευθύνοντες ή συμπράττοντες σύμβουλοι διοικητές εταιριών ή συνεταιρισμών εφόσον συνδέονται με την εταιρία με σχέση εξαρτημένης εργασίας, δ) τα πρόσωπα που διορίζονται ως μέλη διοικητικού συμβουλίου ΑΕ και λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής, ε) τα μέλη Δ.Σ. αγροτικών συνεταιρισμών εφόσον λαμβάνουν αμοιβή, των ανωτέρω ποσοστών υπολογιζομένων επί της αμοιβής, στ) Οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή, και άλλα πρόσωπα ασφαλιστέα λόγω ιδιότητας, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση. Ως προς το εισόδημα από άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, για το οποίο εκδίδονται δελτία παροχής υπηρεσιών, τιμολόγια ή αποδείξεις επαγγελματικής δαπάνης εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 39, με την εξαίρεση της υποχρέωσης υπαγωγής στην κατώτατη ασφαλιστική κλάση χαμηλότερου εισοδήματος.
Ειδικά για τα πρόσωπα της περίπτωσης α προβλέπεται μεταβατική περίοδος ως προς το ύψος της ασφαλιστικής εισφοράς εργοδότη και εργαζόμενου. Όσον αφορά στον καθορισμό του προσώπου του εργοδότη, προβλέπεται πως υπόχρεος για την καταβολή της εργοδοτικής εισφοράς είναι οποιοδήποτε πρόσωπο, φυσικό ή νομικό, για λογαριασμό του οποίου οι ασφαλισμένοι του παρόντος άρθρου παρέχουν τις 60 υπηρεσίες τους έναντι περιοδικής παροχής. Κατά τα λοιπά, ως προς τις κατηγορίες αυτές, γίνεται αναλογική εφαρμογή των πάσης φύσεως διατάξεων περί εισφορών του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ..
Ποσοστά ασφαλιστικών εισφορών κλάδου σύνταξης ασφαλισμένου και εργοδότη που υπερβαίνουν ή υπολείπονται των ποσοστών της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου αναπροσαρμόζονται ετησίως, ισόποσα και σταδιακά, από 1.1.2017, ώστε από 1.1.2020 να διαμορφωθούν στο αντίστοιχο ποσοστό που ορίζεται στην παράγραφο 1. Η εναρμόνιση των ποσοστών ασφαλιστικών εισφορών εξυπηρετεί τη γενική αρχή της ισονομίας και την εγκαθίδρυση ενιαίων κανόνων μεταξύ των ασφαλισμένων, ενώ ταυτόχρονα εξασφαλίζεται μία μεταβατική περίοδος, ώστε η ως άνω εναρμόνιση να γίνει σταδιακά.
Η παράγραφος 5 του παρόντος άρθρου προβλέπει συγκεκριμένες κατηγορίες ασφαλισμένων, για τους οποίους οι ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών δεν αναπροσαρμόζονται και παραμένουν στο ύψος που προβλεπόταν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου, τα ποσοστά εισφορών των ασφαλισμένων που υπάγονται ή θα υπάγονταν βάσει των γενικών ή ειδικών ή καταστατικών διατάξεων, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, στο πρ. Ν.Α.Τ., υπολογίζονται μηνιαίως επί του βασικού μισθού που δεν μπορεί να είναι κατώτερος από τον προβλεπόμενο στην ισχύουσα ή την τελευταία ισχύσασα ΣΣΕ του κλάδου, πλέον των επιδομάτων που προβλέπονται στα άρθρα 84 και 85 του ΠΔ 913/1978, τα οποία επίσης δεν μπορεί να είναι κατώτερα όσων προβλέπουν οι ισχύουσες ή οι τελευταίες ισχύσασες συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Οι εισφορές καταβάλλονται ανά τρίμηνο.
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου, οι εισφορές δηλώνονται από τον εργοδότη στην Αναλυτική Περιοδική Δήλωση του Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. σύμφωνα με την ισχύουσα κατά τη δημοσίευση του παρόντος νομοθεσία του τελευταίου.
Στην παρ. 8 προβλέπεται η έκδοση απόφασης του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται οι απαιτούμενες διαδικασίες για τον επαναπροσδιορισμό των ποσοστών, οι προσαρμογές στα πληροφοριακά συστήματα, η αναπροσαρμογή των ποσοστών των κατά την παρ. 5 εξαιρούμενων κατηγοριών ασφαλισμένων, και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.
Στην παρ. 9 ορίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του παρόντος η εισφορά που προβλέπεται στους ν. 248/1967, 1989/1991 καθώς και στην Φ. 146/1/10978/1969 καταργείται. Οι ασφαλισμένοι μισθωτοί οι οποίοι υπάγονταν σύμφωνα με τις γενικές, ειδικές ή καταστατικές διατάξεις εκάστου Τομέα, όπως ίσχυαν έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Π.– Μ.Μ.Ε., καταβάλλουν ασφαλιστική εισφορά κατά τα προβλεπόμενα στην παρ. 1 του παρόντος, εφαρμοζομένων και στην περίπτωση αυτή της παρ. 4 του παρόντος.
Στην παρ. 10 ορίζεται η υποχρεωτική ταυτόχρονη καταβολή μισθού, ασφαλιστικών εισφορών και φόρου μισθωτών υπηρεσιών μέσω τραπεζών. Τα περιστατικά τόσο της μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών των εργαζομένων όσο και της ανασφάλιστης εργασίας έχουν διογκωθεί με αποτέλεσμα χιλιάδες εργαζόμενοι να βρίσκονται σε εξαιρετικά δυσχερή οικονομική κατάσταση. Η υποχρεωτική καταβολή μισθού, ασφαλιστικών εισφορών και φόρου μισθωτών υπηρεσιών μέσω τραπεζών θα επιτρέψει τον πληρέστερο έλεγχο της παραβατικότητας της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας και θα ενισχύσει την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής.