Άρθρο 7 Εθνική Σύνταξη
Με τις διατάξεις του άρθρου 7 καθιερώνεται η Εθνική Σύνταξη, η οποία αποτελεί νέο θεσμό, η λειτουργία του οποίου είναι αφενός αναδιανεμητική, εξασφαλίζοντας υψηλότερες συντάξιμες αποδοχές από όσες θα δικαιολογούσε η αυστηρή ανταποδοτικότητα σε όσους έχουν χαμηλότερα εισοδήματα ή λίγα χρόνια ασφάλισης και αφετέρου εγγυητική, εξασφαλίζοντας για όλους προστασία από την φτώχεια και 14 τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η Εθνική Σύνταξη καταβάλλεται, υπό την προϋπόθεση θεμελίωσης δικαιώματος σύνταξης λόγω γήρατος, θανάτου ή αναπηρίας, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
Ειδικά για τους συνταξιούχους λόγω γήρατος απαιτείται επιπροσθέτως νόμιμη διαμονή στην Ελλάδα για τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, μεταξύ του 15ου και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο καταβολής της σύνταξης. Η νόμιμη διαμονή του ασφαλισμένου στην Ελλάδα αποδεικνύεται κατά τη διαδικασία που προβλέπεται για τη χορήγηση άδειας διαμονής στους πολίτες τρίτων χωρών. Το ποσό της Εθνικής Σύνταξης μειώνεται κατά 1/40 για κάθε έτος που υπολείπεται των σαράντα (40) ετών διαμονής στην Ελλάδα μεταξύ του 15ου και του έτους κατά το οποίο συμπληρώνουν το προβλεπόμενο όριο καταβολής της σύνταξης. Σημειωτέον, πως το ποσό της εθνικής σύνταξης που προσδιορίζεται για τον εκάστοτε δικαιούχο, κατόπιν της υποβολής αίτησης συνταξιοδότησης, δεν αυξάνεται για κάθε επιπρόσθετο έτος παραμονής στην Ελλάδα μετά τη συνταξιοδότηση του εν λόγω δικαιούχου.
Οι συνταξιούχοι λόγω γήρατος, οι οποίοι έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σε πλήρη σύνταξη και έχουν συμπληρώσει σαράντα (40) έτη ασφάλισης, λαμβάνουν πλήρες το ποσό της εθνικής σύνταξης. Στις περιπτώσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω γήρατος, το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται κατά 1/200 για κάθε μήνα που υπολείπεται της συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Αντιστοίχως με τα προβλεπόμενα για τα έτη παραμονής στην Ελλάδα, το ποσό της εθνικής σύνταξης που προσδιορίζεται για τον εκάστοτε δικαιούχο μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, δεν αυξάνεται για κάθε μήνα που ο δικαιούχος, κατόπιν της συνταξιοδότησής του, προσεγγίζει το όριο ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης, ούτε, επίσης, χορηγείται πλήρης η Εθνική Σύνταξη, όταν ο δικαιούχος συμπληρώσει το ως άνω όριο ηλικίας.
Στις περιπτώσεις θεμελίωσης δικαιώματος σε μειωμένη σύνταξη λόγω αναπηρίας, χορηγείται το 75% της Εθνικής Σύνταξης για συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας από 67% έως και 79,99% και το 50% της Εθνικής Σύνταξης για συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας από 50% έως και 66,99%. Στους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας άνω του 79,99% χορηγείται πλήρες το ποσό της εθνικής σύνταξης. Οι ως άνω προσαρμογές δεν εφαρμόζονται για τα πρόσωπα που συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του ν. 2084/1992 (Α’ 165), όπως, επίσης, και για τα πρόσωπα του 15 τέταρτου εδαφίου της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 των άρθρων 1 και 26 του π.δ. 169/2007 (Α’ 210).
Στις περιπτώσεις σώρευσης περισσότερων συντάξεων χορηγείται μόνο μία εθνική σύνταξη. Σε περίπτωση σώρευσης μίας πλήρους και μίας μειωμένης κύριας σύνταξης, χορηγείται πλήρες το ποσό της εθνικής σύνταξης. Τέλος, σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, καταβάλλεται το ποσοστό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε καθεμία απ’ αυτές, εφόσον το άθροισμά τους είναι μικρότερο ή ίσο με το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.
Για την πρώτη εφαρμογή του νόμου, το ποσό της εθνικής σύνταξης ορίζεται στα τριακόσια ογδόντα τέσσερα (384) ευρώ μηνιαίως και καταβάλλεται εις ολόκληρον εφόσον έχουν συμπληρωθεί είκοσι (20) έτη ασφάλισης. Το ως άνω ποσό δεν υπολείπεται του ορίου της φτώχειας, ήτοι του 60% του διάμεσου εισοδήματος. Επιπροσθέτως, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών, εφόσον έχουν συμπληρωθεί τουλάχιστον 15 έτη ασφάλισης. Παρά τον κατ’ αρχήν καθολικό χαρακτήρα της Εθνικής Σύνταξης, κρίνεται σκόπιμο να υπάρχει μία μικρή διαφοροποίηση για τους ασφαλισμένους που έχουν συμπληρώσει λιγότερα από είκοσι (20) έτη ασφάλισης και τουλάχιστον δεκαπέντε (15) έτη, ώστε να δοθούν κίνητρα παραμονής στην αγορά εργασίας, κάτι το οποίο θα συμβάλλει, ταυτόχρονα, στη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος. Τέλος, τα ως άνω ποσά αναπροσαρμόζονται με βάση τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14, δηλαδή, από 1.1.2017 αυξάνονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στη βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.