του Glenn Greenwald για το The Intercept
Και στις δύο περιπτώσεις, οι δημοσιογράφοι που περνούν όλη την ημέρα κουβεντιάζοντας ο ένας με τον άλλον στο Twitter και περιορίζονται σε κλειστούς κοινωνικούς κύκλους στις εθνικές πρωτεύουσες – αυτοεπιβεβαιώνοντας διαρκώς τη δική τους σοφία – ήταν βέβαιοι για τη νίκη. Στη συνέχεια, οι ελίτ των οποίων το «δικαίωμα στην επικράτηση» συνετρίβη, αφιέρωσαν την ενέργειά τους στο να κατηγορούν τους πάντες που θα μπορούσαν να βρουν, εκτός από τους εαυτούς τους, ενώ αύξησαν την ανεξέλεγκτη περιφρόνησή τους για όσους τους αψήφησαν, αρνούμενοι σταθερά να εξετάσουν το τι οδήγησε στην ανυπακοή τους
Αυτό το μήνυμα ακούστηκε τώρα δυνατά και καθαρά. Τα όργανα και οι ομάδες της ελίτ που έχουν περάσει χρόνια χλευάζοντας, διασύροντας και κλέβοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού – ενώ δημιουργούσαν τα δικά τους ιστορικά ρεκόρ αποτυχίας, διαφθοράς και καταστροφής – είναι τώρα σοκαρισμένοι που οι υπαγορεύσεις και οι εντολές τους περνούν απαρατήρητες. Αλλά οι άνθρωποι δεν πρόκειται να ακολουθούν και να υπακούουν τους ίδιους ακριβώς ανθρώπους που κατηγορούν περισσότερο από τον καθένα για τα δεινά τους. Θα κάνουν ακριβώς το αντίθετο: θα τους αψηφήσουν εσκεμμένα και θα προσπαθήσουν να προκαλέσουν αντίποινα. Τα μέσα για τα αντίποινα είναι το Brexit και ο Τραμπ. Αυτοί είναι οι αντιπρόσωποί τους, σταλμένοι για μια αποστολή καταστροφής: στοχεύοντας σε ένα σύστημα και μια κουλτούρα που θεωρούν – καθόλου άδικα- ότι είναι γεμάτα διαφθορά και πάνω από όλα ότι απαξιούν για τους ίδιους και την ευημερία τους.
Για όσους προσπάθησαν να απομακρυνθούν από το ισχυρό μεγάφωνο των βέβαιων υποστηρικτών της Κλίντον το 2016, δεν ήταν δύσκολο να δουν τα προειδοποιητικά σημάδια που ανέδειξε με κραυγαλέο τρόπο το Brexit. Δύο σύντομα αποσπάσματα από μια συνέντευξη που έδωσα στο Slate τον Ιούλιο, συνοψίζουν αυτούς τους σοβαρούς κινδύνους: ότι οι ελίτ λήψης αποφάσεων ήταν τόσο συγκεντρωμένες, τόσο αιμομικτικές, τόσο μακριά από τους ανθρώπους που θα αποφάσιζαν σε αυτές τις εκλογές – τόσο περιφρονητικές- που δεν ήταν μόνο ανίκανες να δουν την τάση υπέρ του Τραμπ, αλλά επιτάχυναν άθελά τους αυτήν την κατάσταση με τη δική τους συγκαταβατική, αυτό-δοξαστική συμπεριφορά.
Όπως και οι περισσότεροι που είδαν τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων και τις προβλέψεις των αυτοαποκαλούμενων εμπειρογνωμόνων των Μέσων, για καιρό πίστευα ότι θα κέρδιζε η Κλίντον, αλλά δεν ήταν δύσκολο να δω και τους λόγους για τους οποίους θα μπορούσε πολύ εύκολα να χάσει. Τα προειδοποιητικά φώτα αναβόσβηναν έντονα για πολύ καιρό, αλλά ήταν σε μέρη εξαθλίωσης που οι ελίτ επιμελώς αποφεύγουν. Οι λίγοι άνθρωποι που πήγαν σκόπιμα σε αυτά τα μέρη και αφουγκράστηκαν, όπως ο Κρις Αρνέιντ, τα είδαν καθαρά και τα άκουσαν δυνατά. Η συνεχιζόμενη αποτυχία να ληφθεί σοβαρά υπόψη αυτή η έντονη αλλά αδιόρατη δυσαρέσκεια και δυστυχία εγγυάται το ότι αυτές θα φουντώσουν και θα ενισχυθούν.
Αυτή ήταν η τελευταία παράγραφός μου από το άρθρο του Ιουλίου για τις επιπτώσεις του Brexit:
Αντί να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν τις θεμελιώδεις εσωτερικές αδυναμίες τους, [οι ελίτ] αφιερώνουν τις προσπάθειές τους στη δαιμονοποίηση των θυμάτων της διαφθοράς τους, με μόνο σκοπό να απονομιμοποιήσουν αυτές τις αδικίες και έτσι να διώξουν το βάρος της ευθύνης από τον εαυτό τους για την ουσιαστική αντιμετώπισή τους. Αυτή η αντίδραση χρησιμεύει μόνο για να ενισχύσει, αν όχι για να δικαιώσει, τις έντονες αντιλήψεις ότι αυτές οι ελίτ είναι απελπιστικά εγωιστικές, τοξικές, και καταστροφικές και, επομένως, δεν μπορούν να αλλάξουν, αλλά μάλλον πρέπει να καταστραφούν. Αυτό, με τη σειρά του, εξασφαλίζει μόνο το ότι θα υπάρξουν πολλά περισσότερα «Brexit», και «Τραμπ», στο συλλογικό μας μέλλον.
Πέρα από την ανάλυση για το Brexit, υπάρχουν άλλα τρία νέα σημεία από τα αποτελέσματα των εκλογών των ΗΠΑ που θέλω να τονίσω, επειδή υπάρχουν μόνο σε αυτές τις εκλογές, και το πιο σημαντικό, απεικονίζουν την παθολογία της ελίτ που οδήγησε σε όλο αυτό:
1.Οι Δημοκρατικοί έχουν αρχίζει ήδη να ταλανίζονται στην προσπάθειά τους να κατηγορήσουν τους πάντες και όποιον βρουν – όλους εκτός τους εαυτούς τους – για τη συντριπτική ήττα του κόμματός τους.
Γνωρίζετε τη θλιβερά προβλέψιμη λίστα των εξιλαστήριων θυμάτων τους: η Ρωσία, το WikiLeaks, ο Τζέιμς Κόμι, η Τζιλ Στάιν, οι υποστηρικτές του Μπέρνι Σάντερς, τα ΜΜΕ, τα ειδησεογραφικά πρακτορεία (συμπεριλαμβανομένου, ειδικά ίσως, του The Intercept) που αμάρτησαν κάνοντας αρνητικά ρεπορτάζ για τη Χίλαρι Κλίντον. Όποιος νομίζει ότι για αυτό που συνέβη σε μέρη όπως το Οχάιο, η Πενσυλβάνια, η Αϊόβα και το Μίσιγκαν φέρει την ευθύνη κάτι από τα παραπάνω, είναι πνιγμένος τόσο βαθιά στην αυτοπροστατευτική άγνοια που είναι αδύνατον να εκφραστεί με λόγια.
Όταν ένα πολιτικό κόμμα έχει διαλυθεί, ένα πράγμα έχει την κύρια ευθύνη: το κόμμα που συνθλίφτηκε. Είναι η δουλειά του κόμματος και του υποψηφίου και κανενός άλλου να πείσει το σύνολο των πολιτών να τους στηρίξει και να βρει τρόπους για να το κάνει αυτό. Οι Δημοκρατικοί απέτυχαν, πανηγυρικά, να το κάνουν αυτό και όποια αυτοψία ή φιλελεύθερη λογική ή σχόλια εμπειρογνώμονα υπέρ της Κλίντον που δεν αρχίζουν και τελειώνουν με τη δική τους συμπεριφορά είναι εγγενώς άχρηστα.
Με απλά λόγια, οι Δημοκρατικοί εν γνώσει τους επέλεξαν να ορίσουν μια αντιλαϊκή, εξαιρετικά ευάλωτη, μαστιζόμενη από σκάνδαλα υποψήφιο, η οποία -πολύ εύλογα- θεωρούταν ευρέως ότι είναι μια προστάτης και αποδέκτης όλων των χειρότερων συστατικών της υπάρχουσα κατάστασης της ελίτ της διαφθοράς. Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι όσοι από εμάς προσπάθησαν μανιωδώς να προειδοποιήσουν τους Δημοκρατικούς ότι το να προτείνουν τη Χίλαρι Κλίντον ήταν ένα τεράστιο και τρομακτικό ρίσκο- ότι όλα τα εμπειρικά στοιχεία έδειξαν ότι θα μπορούσε να χάσει από τον οποιοδήποτε και ότι ο Μπέρνι Σάντερς θα ήταν μια πολύ ισχυρότερη υποψηφιότητα, ειδικά σε αυτό το κλίμα- είναι αυτοί που τώρα κατηγορούνται από τους ίδιους που επέμεναν να αγνοούν όλα τα δεδομένα και να την προτείνουν ούτως ή άλλως.
Αλλά αυτό είναι απλώς κλασική μετατόπιση κατηγοριών και αυτοσυντήρηση. Πολύ πιο σημαντικό είναι αυτό που δείχνει η κατάσταση για τη νοοτροπία του Δημοκρατικού Κόμματος. Απλά σκεφτείτε ποια πρότειναν για υποψήφιο: κάποια που- όταν δεν δειπνούσε με μονάρχες της Σαουδικής Αραβίας και δεν τιμόταν στο Νταβός από τους τυράννους που έδωσαν επιταγές εκατομμυρίων δολαρίων – πέρασε τα τελευταία χρόνια γυρνώντας λαίμαργα τις τράπεζες της Wall Street και τις μεγάλες επιχειρήσεις εξαργυρώνοντας αμοιβές 250,000 δολαρίων για 45λεπτες μυστικές ομιλίες, ακόμη και αν είχε ήδη γίνει αφάνταστα πλούσια με τις προκαταβολές του βιβλίου, ενώ ο σύζυγός της έχει ήδη βγάλει δεκάδες εκατομμύρια παίζοντας τα ίδια παιχνίδια. Όλα αυτά τα έκανε χωρίς την παραμικρή προφανή ανησυχία για το πώς αυτό θα τροφοδοτήσει όλες τις κατηγορίες και τη δυσαρέσκεια προς το πρόσωπο της και προς την εικόνα του Δημοκρατικού κόμματος ως διεφθαρμένο, σε καθεστώς προστασίας, ως αριστοκρατικό εργαλείο των πλουσίων και ισχυρών: η ακριβώς χειρότερη δυνατή συμπεριφορά μετά την οικονομική κρίση του 2008, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και των κατεστραμμένων βιομηχανιών.
Είναι γνωστό ότι ο Τραμπ είναι ένας ψυχοπαθής απατεώνας που έχει εμμονή με τον προσωπικό πλουτισμό: το αντίθετο από έναν πραγματικό αγωνιστή υπέρ των καταπιεσμένων. Αυτό είναι πολύ προφανές για να αναλυθεί. Αλλά, όπως ακριβώς έκανε ο Ομπάμα τόσο έντονα το 2008, ο Τραμπ θα μπορούσε να σταθεί ως εχθρός απέναντι στην Ουάσιγκτον και στο σύστημα της Wall Street που έχει ισοπεδώσει τόσους πολλούς ανθρώπους, ενώ από την άλλη η Χίλαρι Κλίντον είναι η πιστή φύλακάς του και η απόλυτη ευεργετούμενή του.
Ο Τραμπ ορκίστηκε να καταστρέψει το σύστημα που αγαπούν οι ελίτ (δικαιολογημένα) και που οι μάζες μισούν (εξίσου δικαιολογημένα), ενώ η Κλίντον υποσχέθηκε να το διαχειριστεί πιο αποτελεσματικά. Αυτό, όπως το άρθρο του Ματ Στόλερ στην «The Atlantic» τεκμηρίωσε πριν από τρεις εβδομάδες, είναι η συνενοχική επιλογή που έκανε το Δημοκρατικό κόμμα πριν από δεκαετίες: να εγκαταλείψει τον λαϊκισμό και να γίνει το κόμμα με την τεχνοκρατική ικανότητα, ένας ήπιος καλοπροαίρετος διαχειριστής των ελίτ της εξουσίας. Αυτοί είναι οι κυνικοί, ιδιοτελείς σπόροι που φύτεψαν και που τώρα έχουν βλαστήσει.
Φυσικά, υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ της έννοιας της «αλλαγής» του Ομπάμα και αυτής του Τραμπ. Αλλά πολύ γενικά – έτσι όπως γίνονται συχνά αποδεκτά αυτά τα μηνύματα – και οι δύο θεωρήθηκαν εξωγενείς δυνάμεις με αποστολή να διαλύσουν τις δομές της διεφθαρμένης ελίτ, ενώ η Κλίντον θεωρήθηκε αφοσιωμένη στην προστασία της. Αυτή είναι η επιλογή που έγινε από τους Δημοκρατικούς – αρκετά ευχαριστημένοι με την υπάρχουσα κατάσταση της εξουσίας, πιστεύοντας στη βασική αξία τους- και κάθε ειλικρινής προσπάθεια από τους Δημοκρατικούς να βρουν τον κύριο δημιουργό της παταγώδους αποτυχίας σε αυτές τις εκλογές θα ξεκινήσει μέσα από έναν μεγάλο καθρέφτη.
2.Το ότι ο ρατσισμός, ο μισογυνισμός και η ξενοφοβία είναι διάχυτα σε όλους τους τομείς της Αμερικής είναι αδιαμφισβήτητο, ακόμα και με μια γρήγορη ματιά στην ιστορία της, την μακρινή και την πρόσφατη.
Υπάρχουν λόγοι για τους οποίους όλοι οι πρόεδροι μέχρι το 2008 ήταν λευκοί και όλοι οι 45 εκλεγμένοι πρόεδροι ήταν άνδρες. Δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία στο ότι οι εν λόγω παθολογίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην έκβαση των εκλογών. Αλλά το γεγονός αυτό απαντά σε πολύ λίγα ζητήματα και αποκρύπτει πολλά από τα κρίσιμα.
Αρχικά, πρέπει κανείς να αντιτείνει το γεγονός ότι όχι μόνο ο Μπαράκ Ομπάμα εκλέχτηκε δύο φορές, αλλά αφήνει τη θέση ως ένας ιδιαίτερα δημοφιλής πρόεδρος: Τώρα έχει πιο θετική αποδοχή από ότι ο Ρήγκαν. Η Αμερική δεν ήταν λιγότερο ρατσιστική ή ξενοφοβική το 2008 και το 2012 από ότι είναι τώρα. Ακόμα και οι πιστοί Δημοκρατικοί που τους αρέσει να στιγματίζουν αδιάφορα τους αντιπάλους τους ως φανατικούς, αναγνωρίζουν ότι μια πολύ πιο περίπλοκη ανάλυση χρειάζεται για να καταλάβουμε τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών. Όπως το έθεσε ο Νέιτ Κον των New York Times, «Η Κλίντον υπέστη μεγαλύτερες απώλειες στα μέρη όπου ο Ομπάμα ήταν ισχυρότερος μεταξύ των λευκών ψηφοφόρων. Δεν είναι μια απλή ιστορία ρατσισμού». Ο Ματ Ιγκλέσιας αναγνώρισε ότι η υψηλή υποστήριξη στον Ομπάμα είναι αντίθετη με την εικόνα των ΗΠΑ ως μια χώρα «αποβλακωμένων από τον ρατσισμό».
Οι άνθρωποι μιλούν συχνά για «ρατσισμό/σεξισμό/ξενοφοβία» αντί των «οικονομικών δυσκολιών» σαν να είναι εντελώς ξεχωριστά. Φυσικά υπάρχουν σημαντικά στοιχεία και των δυο στους ψηφοφόρους του Τραμπ, αλλά οι δυο κατηγορίες είναι άρρηκτα συνδεδεμένες: Όσο περισσότερες οικονομικές δυσκολίες υπομένουν οι άνθρωποι, τόσο πιο οργισμένοι και εχθρικοί γίνονται και γίνεται πιο εύκολο να διοχετεύσουν αυτήν την οργή στους αποδιοπομπαίους τράγους. Τα οικονομικά δεινά συχνά παράγουν οργισμένο φανατισμό.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί ψηφοφόροι του Τραμπ είναι σχετικά καλά οικονομικά και πολλοί από τους φτωχότερους της χώρας ψήφισαν την Κλίντον, αλλά, όπως αρκετά προνοητικά προειδοποίησε ο Μάικλ Μουρ, αυτά τα τμήματα του πληθυσμού της χώρας που έχουν καταστραφεί από τα όργια του ελεύθερου εμπορίου και της παγκοσμιοποίησης- η Πενσυλβάνια, το Οχάιο, το Μίσιγκαν, η Αϊόβα- γέμισαν με οργή και «είδαν [τον Τραμπ] ως μια ανθρώπινη μολότοφ που θα ήθελαν να ρίξουν στο σύστημα και να το ανατινάξουν». Αυτά είναι τα μέρη που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο για τη νίκη του Τραμπ. Όπως το έθεσε ο Τιμ Κάρνεϊ του Washington Examiner: «Οι λευκοί χαμηλόμισθοι αγρότες της Πενσυλβάνια ψήφισαν τον Ομπάμα το 2008 και μετά τον Τραμπ το 2016 και η εξήγησή σας είναι η λευκή υπεροχή; Ενδιαφέρον».
Αποτελεί εδώ και χρόνια, και ακόμα είναι, μια πρόκληση των κεντροαμερικάνων να απελευθερώσουν την κοινωνία από αυτές τις διαρθρωτικές ανισότητες. Αλλά ένας τρόπος για να εξασφαλιστεί η ενδυνάμωση αυτής της δυναμικής των αποδιοπομπαίων τράγων παρά η εξασθένισή της είναι να συνεχιστεί η αποδοχή ενός συστήματος που παραβλέπει ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η Χίλαρι Κλίντον θεωρήθηκε, δικαιολογημένα, ως μια πιστή λάτρης, αγαπημένη πράκτορας και κύρια ευεργετούμενη αυτού του συστήματος και έτσι δεν θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί ως μια αξιόπιστη εχθρός του.
3.Κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι δεκαετιών και ιδιαίτερα κατά τα τελευταία 15 χρόνια του ασταμάτητου πολέμου με την τρομοκρατία, και τα δυο κόμματα έχουν ταχτεί στη δημιουργία ενός τρομακτικού και άνευ προηγουμένου επεμβατικού καταστροφικού συστήματος αυταρχικής εξουσίας, συνοδευμένο από την άκρατη δύναμη που έχει ανατεθεί στην εκτελεστική εξουσία για να την χρησιμοποιεί.
Ως αποτέλεσμα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ ελέγχει ένα τεράστιο πυρηνικό εργοστάσιο που μπορεί να καταστρέψει τον πλανήτη ξανά και ξανά· την πιο θανατηφόρα και πιο ακριβή στρατιωτική δύναμη που αναπτύχθηκε ποτέ στην ανθρώπινη ιστορία· τις νομικές αρχές που του επιτρέπουν να διενεργήσει πολυάριθμους κρυφούς πολέμους την ίδια στιγμή, να φυλακίζει ανθρώπους χωρίς τις τυπικές διαδικασίες και να κατηγορεί ανθρώπους (συμπεριλαμβανομένων των πολιτών των ΗΠΑ) για δολοφονία χωρίς κάποια επίβλεψη· τις εγχώριες αρχές επιβολής του νόμου που έχουν δημιουργηθεί και εμφανίζονται να ενεργούν μόνιμα, ως παραστρατιωτικές δυνάμεις· ένα εκτεταμένο ποινικό κράτος που επιτρέπει σε φυλάκιση πολύ πιο εύκολα από ότι οι περισσότερες δυτικές χώρες και ένα σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης που έχει κατασκευαστεί επίτηδες έτσι ώστε να είναι πανταχού παρόν και χωρίς περιορισμούς, ακόμα και στο έδαφος των ΗΠΑ.
Όσοι προειδοποιούν για τους σοβαρούς κινδύνους που οι αρμοδιότητες αυτές προκαλούν, έχουν συχνά απορριφθεί με την αιτιολογία ότι οι ηγέτες που ελέγχουν αυτό το σύστημα είναι καλοκάγαθοι και καλοπροαίρετοι. Έχουν έτσι καταφύγει συχνά στην τακτική να καλούν τους ανθρώπους να φανταστούν τι θα γίνει αν ένας πρόεδρος που θεωρούν λιγότερο καλοπροαίρετος πάρει τον έλεγχο. Αυτή η μέρα έφτασε. Κάποιος θα ήλπιζε ότι αυτό τουλάχιστον θα δώσει την ώθηση για να ενωθούν όλες οι ιδεολογικές και κομματικές γραμμές για επιβάλλουν επιτέλους ουσιαστικά όρια σε αυτές τις εξουσίες που δεν θα έπρεπε ποτέ να έχουν δοθεί. Αυτή είμαι μια υποχρέωση που θα πρέπει να ξεκινήσει τώρα.
Για πολλά χρόνια, Οι ΗΠΑ- όπως και το Ηνωμένο Βασίλειο και άλλες δυτικές χώρες- έχουν ξεκινήσει μια πορεία η όποια ουσιαστικά εγγυάται την κατάρρευση της εξουσίας της ελίτ και την εσωτερική διάλυση. Από την εισβολή στο Ιράκ μέχρι την οικονομική κρίση του 2008 και τις αδηφάγες δομές των φυλακών και των ατελείωτων πολέμων, τα κοινωνικά οφέλη έχουν κατευθυνθεί σχεδόν αποκλειστικά στους θεσμούς της ελίτ που φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την αποτυχία, σε βάρος όλων των άλλων.
Ήταν μόνο θέμα χρόνου μέχρι να προκύψει η αστάθεια, η αντίδραση και η αναστάτωση. Και το Brexit και ο Τραμπ αναμφίβολα σηματοδότησαν την άφιξή τους. Η μόνη ερώτηση είναι το αν τα δυο αυτά καταστρεπτικά γεγονότα θα είναι η κορύφωση αυτής της πορείας ή μόνο η αρχή. Και αυτό, με τη σειρά του, θα καθοριστεί από το αν οι ελίτε πήραν τα κρίσιμα μαθήματά τους- και πραγματικά τα αφομοίωσαν- ή τα αγνόησαν προς χάρη των αυτό-απαλλακτικών εκστρατειών ώστε να κατηγορούν όλους τους άλλους.
To ThePressProject είναι επίσημος συνεργάτης του The Intercept στην Ελλάδα
Μετάφραση: Νικολέττα Αλεξανδρή