Αναλυτικά, όπως αναφέρεται στην έκθεση, «Στο Διάγραμμα 1 παρατηρούμε ότι το 52% των ερωτηθέντων δήλωσε πως εργάζεται επιπλέον ώρες από αυτές που ορίζει η σύμβαση εργασίας του. Το 15% δήλωσε πως εργάζεται επιπλέον μία έως 2 ώρες και το 14% επιπλέον 3 έως 5 ώρες την εβδομάδα. Μικρότερο (8%) είναι το ποσοστό εκείνων που δήλωσαν πως η εβδομαδιαία εργασία τους υπερέβαινε τις 6 με 8 ώρες, ενώ το 5% των ερωτηθέντων δήλωσε πως εργαζόταν επιπλέον 8 έως 10 ώρες την εβδομάδα και το 9% πάνω από 10 ώρες».

Σχετικά με την πολύ σημαντική διάσταση της ποιότητας της εργασίας που αφορά την αμοιβή της υπερεργασίας, σχεδόν οι μισοί από τους ερωτηθέντες (49%) δήλωσαν ότι δεν αμείβονταν για τις επιπλέον ώρες εργασίας τους, ενώ το 16% λάμβανε μόνο ένα μέρος από την προβλεπόμενη επιπλέον αμοιβή. Δηλαδή το 65% των εργαζομένων δήλωσε είτε ότι δεν αμείβεται καθόλου είτε ότι αμείβεται μερικώς για την υπερεργασία του. Τη συνολική αμοιβή των επιπλέον ωρών εργασίας τους λάμβανε μόνο το 34% των ερωτώμενων του δείγματος.

Εξετάζοντας την έμφυλη διάσταση της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ σημειώνει ότι το 63% των γυναικών του δείγματος δήλωσε ότι δεν εργαζόταν επιπλέον ώρες από αυτές που όριζε η σύμβασή του, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες ήταν 38%. Από τους άνδρες και τις γυναίκες που δήλωσαν πως οι ώρες εργασίας τους εβδομαδιαίως υπερέβαιναν τις προβλεπόμενες από τη σύμβαση εργασίας τους, το 16% των ανδρών και το 15% των γυναικών εργάζονταν επιπλέον μία με 2 ώρες, το 17% των ανδρών και το 10% των γυναικών εργάζονται επιπλέον από 3 έως 5 ώρες, το 11% των ανδρών και το 4% των γυναικών από 6 έως 8 ώρες, το 6% των ανδρών και το 2% των γυναικών από 8 έως 10 ώρες, ενώ το 12% των ανδρών και το 5% των γυναικών πάνω από 10 ώρες.

Αξιοσημείωτο είναι ότι από όσους δήλωσαν πως εργάζονταν επιπλέον ώρες από αυτές που όριζε η σύμβασή τους, σχεδόν οι μισοί και από τα δύο φύλα (48% των ανδρών και 50% των γυναικών) δεν λάμβαναν καμία επιπλέον αμοιβή. Το 18% των ανδρών και το 13% των γυναικών δήλωσαν ότι πληρώνονταν μόνο για ένα μέρος της επιπλέον εργασίας τους, ενώ το 33% των ανδρών και το 37% των γυναικών δήλωσαν ότι πληρώνονταν για το σύνολο των επιπλέον ωρών εργασίας τους.

Στην ηλικιακή ομάδα 17-34 ετών το 61% δήλωσε πως εβδομαδιαίως δεν εργαζόταν επιπλέον ώρες από αυτές όπου όριζε η σύμβαση εργασίας του, ενώ αντίστοιχη απάντηση έδωσαν το 44% των ερωτηθέντων ηλικίας 35-54 ετών και το 39% ηλικίας άνω των 55 ετών. Το 19% της ηλικιακής ομάδας άνω των 55 ετών δήλωσε ότι εργαζόταν μία με 2 ώρες επιπλέον την εβδομάδα, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις ηλικιακές ομάδες 17-35 ετών και 35-54 ετών ήταν 14% και 15%. Παράλληλα, 3 με 5 ώρες επιπλέον την εβδομάδα εργάζονταν την περίοδο της έρευνας το 15% του δείγματος ηλικίας 35-54 ετών, το 16% ηλικίας άνω των 55 ετών και το 11% των νέων ηλικίας 17-34 ετών. Τα ποσοστά όσων υπερέβαιναν κατά 6 έως 8 ώρες την εβδομάδα το συμβατικό τους ωράριο ήταν 4% για την ηλικιακή ομάδα 17-34 ετών, 10% για την ηλικιακή ομάδα 35-54 ετών και 9% για τους άνω των 55 ετών. Πάνω από 10 ώρες από αυτές που ορίζονταν από την εργασιακή σύμβασή τους εργαζόταν το 5% των νέων 17-35 ετών, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τις ηλικιακές ομάδες 35-54 ετών και άνω των 55 ετών ήταν 10% και 12%.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον για την ποιότητα του εργασιακού περιβάλλοντος στη χώρα μας έχουν τα ευρήματα που αφορούν την αμοιβή της υπερεργασίας ανά ηλικιακή ομάδα. Στο Διάγραμμα 25 βλέπουμε ότι το 52% των ερωτηθέντων ηλικίας 35-54 ετών, το 50% ηλικίας άνω των 55 ετών και το 40% ηλικίας 17-34 ετών δήλωσαν ότι δεν πληρώνονταν για τις επιπλέον ώρες εργασίας τους. Το 16% των ηλικιακών ομάδων 17-34 ετών και 35-54 ετών και το 18% της ηλικιακής ομάδας άνω των 55 ετών δήλωσαν ότι πληρώνονταν μόνο για ένα μέρος από τις επιπλέον ώρες εργασίας τους.

Για το σύνολο των επιπλέον ωρών εργασίας αμείβονταν το 43% των ερωτηθέντων ηλικίας 17-34 ετών, ενώ τα σχετικά ποσοστά για την ηλικιακή ομάδα 35-54 ετών και άνω των 55 ετών ήταν 32% και 31% αντίστοιχα. Με άλλα λόγια, περισσότεροι από 2 στους 3 εργαζομένους των ηλικιακών ομάδων 35-54 ετών και άνω των 55 ετών δεν λάμβαναν τη νόμιμη αμοιβή που αντιστοιχούσε στην υπερεργασία τους.

Από το 52% των ερωτηθέντων που υπερεργάζεται:

  • το 48% εργαζόταν στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο,
  • το 50% σε δραστηριότητες παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης, καθώς και στη μεταποίηση,
  • το 70% στις κατασκευές και
  • το 44% στην ενημέρωση-επικοινωνία και σε δραστηριότητες σχετικές με την υγεία και την κοινωνική μέριμνα.

Σημειώνεται ότι το 68% των κατόχων μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος, το 50% εκείνων με πτυχίο ΑΕΙ/ΤΕΙ και εκείνων με τεχνική εκπαίδευση και επαγγελματική κατάρτιση, το 38% των αποφοίτων λυκείου και το 30% με εκπαίδευση έως και το γυμνάσιο, ανέφεραν ότι δεν αμείβονταν καθόλου για τις επιπλέον ώρες εργασίας τους. Είτε ότι δεν αμείβονταν καθόλου ή ότι αμείβονταν μόνο για ένα μέρος της υπερεργασίας τους δήλωσαν το 79% των εργαζομένων στην ενημέρωση-επικοινωνία, το 77% των εργαζομένων στην εκπαίδευση, το 77% των εργαζομένων σε επαγγελματικές, επιστημονικές και τεχνικές δραστηριότητες, το 65% των εργαζομένων σε δραστηριότητες σχετικές με την υγεία και την κοινωνική μέριμνα, το 65% των εργαζομένων στις κατασκευές, το 63% των εργαζομένων στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, καθώς και στην επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων, το 57% των εργαζομένων στη μεταποίηση και το 65% των εργαζομένων σε δραστηριότητες παροχής καταλύματος και υπηρεσιών εστίασης.

Την ίδια απάντηση έδωσαν το 60% των ερωτώμενων σε επιχειρήσεις που απασχολούσαν 1-9 άτομα, το 64% στις επιχειρήσεις 10-49 ατόμων, το 70% στις επιχειρήσεις 50-250 ατόμων και το 68% στις επιχειρήσεις άνω των 250 ατόμων.

Στο σύνολο του δείγματος το 25% δήλωσε ότι εργάστηκε στον ελεύθερο χρόνο του, για να ανταποκριθεί στις εργασιακές απαιτήσεις. Ομοίως απάντησαν το 29% των ανδρών και το 20% των γυναικών, το 38% με μεταπτυχιακό/διδακτορικό δίπλωμα, το 29% εκείνων με πτυχίο ΑΕΙ/ΤΕΙ, το 22% εκείνων με τεχνική κατάρτιση και επαγγελματική εκπαίδευση και το 18% των αποφοίτων λυκείου και όσων είχαν εκπαίδευση έως και το γυμνάσιο. Την ίδια απάντηση έδωσαν το 34% όσων εργάζονταν σε επιχειρήσεις άνω των 250 ατόμων, το 30% όσων εργάζονταν σε επιχειρήσεις 50-250 ατόμων, το 23% στις επιχειρήσεις των 10-50 ατόμων και το 17% στις επιχειρήσεις 1-9 ατόμων.

Τέλος, όσον αφορά την ευελιξία του ωραρίου εργασίας τους, δηλαδή τη δυνατότητα των εργαζομένων να πάρουν άδεια μερικών ωρών στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, για να διευθετήσουν προσωπικά ή οικογενειακά θέματά τους, που υποδηλώνει μια υγιή ισορροπία μεταξύ της προσωπικής και της επαγγελματικής τους ζωής, το 43% των ανδρών και το 50% των γυναικών ανέφεραν ότι μπορούσαν να πάρουν τέτοιου είδους άδεια ελάχιστες φορές ή μόνο σε περιπτώσεις μεγάλης ανάγκης. Το ίδιο δήλωσαν το 47% της ηλικιακής ομάδας 17-34 ετών, το 45% της ηλικιακής ομάδας 35-54 ετών και το 41% ηλικίας άνω των 55 ετών. Επίσης, το 49% εκείνων που εργάζονταν σε επιχειρήσεις που απασχολούσαν 1-9 άτομα, το 48% στις επιχειρήσεις που απασχολούσαν 10-19 άτομα, το 23% στις επιχειρήσεις που απασχολούσαν 50-250 άτομα και το 13% στις επιχειρήσεις άνω των 250 ατόμων.

«Το σύνολο των ευρημάτων της έρευνας για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας αναδεικνύει την ανάγκη λήψης μέτρων και υλοποίησης ρυθμιστικών παρεμβάσεων για την προστασία της εργασίας σε πολλά επίπεδα, τα οποία περιλαμβάνουν το φύλο, την ηλικία, την εκπαίδευση, τον κλάδο δραστηριότητας και το μέγεθος των επιχειρήσεων.

Οι πολιτικές και οι δράσεις για την προστασία της εργασίας αφορούν την προστασία των εργαζομένων από την εκμετάλλευση, από κινδύνους για την υγεία τους, από απρόβλεπτα και αντικοινωνικά ωράρια εργασίας και υπερβολικά πολλές και απλήρωτες ώρες εργασίας. Η αποτελεσματικότητα των πολιτικών αυτών περιορίζει φαινόμενα παραβατικότητας και ενισχύει την ικανότητα των εργαζομένων και των οικογενειών τους να επιδιώκουν την υλική ευημερία τους, υπό συνθήκες αξιοπρέπειας, οικονομικής ασφάλειας και ίσων ευκαιριών, καθώς και να προσαρμόζονται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες εργασίας και ζωής» τονίζει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.