του Διονύση Σκλήρη
Το ίδιο ισχύει και για ορισμένες διατυπώσεις του, λεπτές αποχρώσεις τους, υπαινιγμούς ή προϋποθέσεις του λόγου του, που δεν είναι εντέλει και τόσο κοινότοπες ή αυτονόητες, παρά την τάση ενός μέρους του ελληνικού δημόσιου λόγου να τις υποβαθμίσει. Καθώς, όμως, στη χαρακτηριζόμενη από την κυριαρχία του οπτικοακουστικού εποχή μας το βάρος δεν πέφτει μόνο στους λόγους, αλλά κατ’ εξοχήν στη σωματική γλώσσα των πολιτικών και στα στιγμιότυπα που αδράχνουν οι τηλεοπτικές και δη οι φωτογραφικές κάμερες, αναπαραγόμενα δικήν ιών (viral), θα μας απασχολήσουν, επίσης, και αυτός ο «λόγος των σωμάτων» ή η «φωνή» που συνοδεύει αλλά και διακρίνεται από τον «λόγο». Θα επιμείνουμε, ως προς αυτό, στο σώμα και τη φωνή του Αλέξη Τσίπρα, ακολουθώντας την τάση των ημερών, αλλά και προσπαθώντας, ωστόσο, να υποστηρίξουμε μία θέση που διαφέρει αφενός από μία κλασική δεξιά/ συντηρητική άποψη ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός μας εξευτέλισε αντιδιαστελλόμενος από τη σικάτη ευπρέπεια του επικοινωνιακά χαρισματικού Obama, αλλά, αφετέρου, και από μία κλασική αριστερή θέση ότι οφείλουμε να εμμένουμε στους λόγους και στις πράξεις, στη βαθύτερη υποκείμενη πολιτική, και όχι στη σημειολογία της κοινωνίας του θεάματος. Θα επιχειρήσουμε να δείξουμε, αντιθέτως, ότι ορισμένα στοιχεία της σωματικής γλώσσας και της φωνής των δύο ηγετών έχουν κάποιο πολιτικό ενδιαφέρον, και, κυρίως, αποτελούν τρόπον τινά αποκαλυπτικά συμπτώματα της σύγχρονης συνθήκης μας, μιας συνθήκης που αξίζει διά της αφορμής αυτής να στοχαστούμε.
Από το λίκνο της δημοκρατίας στον βετεράνο
Ο λόγος της σημαντικής επίσκεψης του Obama στην Ελλάδα είναι αντικείμενο πολλών υποθέσεων, μπορούμε όμως να είμαστε κατ’ αρχήν καλοπροαίρετοι και να δεχθούμε την εξήγηση που έδωσε ο ίδιος στην ομιλία του στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος: «Όπως πολλοί ξέρετε αυτό είναι και το τελευταίο μου ταξίδι στο εξωτερικό ως Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών και να ξέρετε ότι ήθελα πολύ σε αυτό το τελευταίο ταξίδι να έρθω στην Ελλάδα εν μέρει διότι έμαθα για τη θρυλική «φιλοξενία» [ελληνικά στο πρωτότυπο] του ελληνικού λαού, εν μέρει διότι έπρεπε να δω την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα, αλλά επίσης για να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για όλα όσα η Ελλάδα, «αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας» προσέφερε στην ανθρωπότητα ανά τους αιώνες. […] Πάνω απ’ όλα, όμως, έχουμε χρέος στην Ελλάδα για ένα πολύτιμο δώρο, την αλήθεια, την πίστη ότι ως άτομα διαθέτουμε ελεύθερη βούληση, έχουμε το δικαίωμα και την ικανότητα να 2 κυβερνούμε τους εαυτούς μας. Γιατί εδώ ακριβώς πριν από εικοσιπέντε αιώνες, στους βραχώδεις λόφους αυτής της πόλης γεννήθηκε μια νέα ιδέα, η «δημοκρατία» [ελληνικά στο πρωτότυπο], το ότι το «κράτος», η ισχύς, δηλαδή, του κυβερνάν προέρχεται από τον «δήμο», τον λαό» (Ολόκληρος ο λόγος διαθέσιμος εδώ).
Θα μπορούσαμε, επομένως, να πούμε ότι επρόκειτο για ένα ταξίδι με το οποίο ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. ήθελε να ρίξει αυλαία στη θητεία του με μια ματιά προς το γενεσιουργό παρελθόν (Ελλάδα), αλλά, ενδεχομένως, και με ένα βλέμμα εξίσου προς το υποτιθέμενο μέλλον της δημοκρατίας (Γερμανία). Πράγματι, το ταξίδι στη Γερμανία θεωρήθηκε από πολλούς, όπως από τους Financial Times, ως μια παράδοση της σκυτάλης του φιλελευθερισμού από τον Obama στην Angela Merkel, υποθέτουμε τη στιγμή ακριβώς που ο φιλελευθερισμός ηττάται στη νεωτερική πρωτοπορία του, την Αμερική, με την επικράτηση του Donald Trump. Αλλά, για να αποφύγουμε μια πρώιμη υπερερμηνεία, ας ακούσουμε και πάλι τα ίδια τα λόγια του Obama, στο Βερολίνο αυτή τη φορά, όταν λέει: «Η καγκελάριος Merkel είναι ίσως η μοναδική ηγέτιδα που έχει απομείνει μεταξύ των εγγύτερων συμμάχων μας, η οποία ήταν εκεί όταν ανέλαβα την εξουσία, επομένως, κατά κάποιους τρόπους, είμαστε τώρα οι βετεράνοι πολλών προκλήσεων των τελευταίων οκτώ ετών» (Δική μας μετάφραση. Όλος ο λόγος εδώ) .
Σε αυτές τις προκλήσεις θα μπορούσε κανείς να περιλάβει αυτήν του προσφυγικού ζητήματος που συνδέει τις τρεις χώρες: Η Ελλάδα του Τσίπρα ήταν η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που επωμίστηκε, συγκριτικά, το μεγαλύτερο βάρος στην υποδοχή των προσφύγων λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας, αλλά, ίσως, και της «φιλοξενίας» του ελληνικού λαού που εξήρε ο Πρόεδρος Obama αποδίδοντας ταυτόχρονα τα εύσημα στον ελληνικό λαό για τη γενναιοδωρία του προς τους πρόσφυγες, η οποία «ενέπνευσε ολόκληρο τον κόσμο». Ο Πρόεδρος των Η.Π.Α., μάλιστα, συνέδεσε ειδικά με τη δημοκρατία «το άνοιγμα της καρδιάς στους αναγκεμένους με έναν τρόπο που δεν είναι αυτονόητος». Από την άλλη, η Καγκελάριος Merkel έχει συνδέσει το όνομά της με μια προσπάθεια να αντιμετωπιστεί συλλογικά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο το προσφυγικό ζήτημα, με τρόπο που αν και δεν μπορεί να θεωρηθεί ικανοποιητικός υπό μία αριστερή ή ευρύτερη ανθρωπιστική προοπτική, είναι, ωστόσο, από ό,τι φαίνεται, αρκετός για να αποσπάσει δηλώσεις όπως οι παρακάτω από τον Έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα: «Με τον ίδιο τρόπο, άλλωστε, αντιμετώπισε [η Angela Merkel] και την προσφυγική κρίση: με ένα βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στο μέλλον της Ευρώπης και τη σταθερότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (Βλ. λ.χ. εδώ). Το προσφυγικό ζήτημα βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Barack Obama, παρά την εμπλοκή της χώρας του σε όλες ακριβώς τις πολιτικές στη Μέση Ανατολή και δη στο Ιράκ, τη Λιβύη και τη Συρία, που το δημιουργούν, ή, μάλλον, ακριβώς λόγω των πολιτικών αυτών. Στο κάτω κάτω, μήπως ένα οργανικό μέρος της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που προωθούν οι σύγχρονοι δημοκράτες δεν είναι και η μετανάστευση και η προσφυγιά που προκαλείται από τη διάλυση των στεγανών χωρών, εν ανάγκη με ανθρωπιστικές επεμβάσεις, όπως στη Λιβύη, ή με εξοπλισμό των μετριοπαθών ή ακραίων ισλαμιστών αντιφρονούντων, όπως στη Συρία; Και αν η Αμερική είναι, κατά καλή τύχη, πολύ μακριά, τι καλύτερο από το να διοχετευτούν οι «παραπανίσιοι άνθρωποι» του σύγχρονου καπιταλισμού [Ακολουθούμε εν προκειμένω την ερμηνεία του Alain Badiou για τη διασύνδεση του προσφυγικού ζητήματος με τη «ζωνοποίηση» του καπιταλισμού της ύστερης νεωτερικότητας, για την οποία βλέπε: Αlain Badiou, Το κακό έρχεται από πιο μακριά. Σκέψεις με αφορμή τα γεγονότα της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο Παρίσι, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2016 (Τίτλος πρωτοτύπου: Notre malheur vient de plus loin. Penser les tueries du 13 novembre, Fayard, Paris 2016)] στη Γηραιά και δημογραφικώς Ήπειρο με την Ελλάδα και τη Γερμανία ως δύο κρίσιμους τόπους της;
Μία δεύτερη, αλλά συναφής πρόκληση, στην οποία είναι βετεράνοι ο Obama και η Merkel είναι η αναζήτηση μιας κοινής στάσης έναντι της Ρωσίας του Putin. Και εδώ, όντως, νομίζουμε ότι δεν θα πάσχαμε από ερμηνίτιδα [Μεταφράζουμε τον όρο «interprétose» του Gilles Deleuze] , αν θεωρούσαμε ότι ο Barack Obama έρχεται «στην Ελλάδα για την κληρονομιά, στη Γερμανία για τη σκυτάλη», κατά την έκφραση του Κώστα Ράπτη, όπου ως σκυτάλη εννοείται η αναγόρευση της Γερμανίδας καγκελαρίου σε «φυσική ηγέτιδα του “φιλελεύθερου κόσμου” – ήτοι και της νεοψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης με τη Ρωσία» . Σε μια εποχή, δηλαδή, που το ιερακώδες νεοψυχροπολεμικό πρόταγμα ηττάται στην κοιτίδα του με την ανάδειξη του Donald Trump σε νέο Πρόεδρο, ο απερχόμενος Obama δείχνει έναν διεθνή δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι διεθνείς θεσμοί με τη Γερμανία σε κομβική θέση, εν ανάγκη και με νουθεσίες προς τον νέο απομονωτιστή πλανητάρχη ακόμη και από τους Ευρωπαίους υποτελείς του.
Και παρ’ όλο που μια ορισμένη χαρακτηριστικά ελληνική κεκτημένη ταχύτητα σπεύδει τις τελευταίες μέρες να υποβαθμίσει τις θέσεις του Obama ως τετριμμένες, αξίζει, πιστεύουμε, να σχολιάσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά τους. Κατ’ αρχήν, στην ομιλία του στην Αθήνα ο Obama τονίζει ότι η πορεία της Ιστορίας δεν είναι γραμμική: «Τα δικαιώματα στην Αμερική δεν ακολούθησαν μια ευθεία γραμμή. Η δημοκρατία στην Ελλάδα δεν κινήθηκε σε μία ευθεία γραμμή. Η εξέλιξη μιας Ενωμένης Ευρώπης σαφώς δεν κινήθηκε σε μία ευθεία γραμμή. Και η πρόοδος δεν αποτελεί ποτέ εγγύηση. Η πρόοδος πρέπει να κερδηθεί από κάθε γενιά. Αλλά πιστεύω ότι η Ιστορία μας δίνει ελπίδα». Δεν ξέρω αν ο Πρόεδρος Obama θα έφτανε σύμφωνα με τα παραπάνω να ασπαστεί μία διαλεκτική κατανόηση της Ιστορίας, αλλά στον λόγο του βρισκόμαστε σαφώς μακριά από ένα κατά Fukuyama φιλελεύθερο «Τέλος της Ιστορίας». Εξάλλου, η εκλογή Trump και η άνοδος ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη τον αναγκάζει να στοχαστεί πάνω σε λόγους για τους οποίους η Ιστορία δεν ακολουθεί γραμμική πορεία. Ωστόσο, παρά τις διαδρομές εκκρεμούς που ενδέχεται να κάνει, κατά τον Obama, η πορεία της παγκοσμιοποίησης, ο στόχος είναι κατά κάποια φιλελεύθερη τελεολογία πάντα εκεί. Εξ ου και ο Obama είχε ως μόνιμη επωδό των οραματισμών του, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στη Γερμανία, την ανάγκη να προωθηθεί η «Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου» (Transatlantic Trade and Investment Partnership). Στην πολιτική σκέψη του Obama στις ομιλίες του σε Αθήνα και Βερολίνο υπάρχει, επομένως, μία ένταση: Αφενός θεματοποιεί στον λόγο του την ενδεχόμενη ιστορική ρήξη και άρα την πολιτική ευθύνη που προκαλείται και από την ελευθερία μας ως πολιτικά ενεργών ατόμων και από το πολιτικά άδηλο της εκκρεμούς κινήσεως μεταξύ παγκοσμιοποίησης και αποπαγκοσμιοποίησης (deglobalization). Από την άλλη, ο Obama είναι ένας φιλελεύθερος πιστός: Πιστεύει ότι υπάρχει ένας εγγενής δεσμός ανάμεσα στην ελευθερία των αγορών, τη δημοκρατία και το πνεύμα της καινοτομίας. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, η δημοκρατία, ακόμη κι αν είναι εύθραυστη και απογοητεύει μέσα από τις ματαιώσεις του λαϊκού φαντασιακού, είναι, ωστόσο, το πιο σθεναρό πολίτευμα και υπερισχύει στο τέλος, καθώς απελευθερώνει τις δυνάμεις της νεότητας και της πρωτοτυπίας, και δη στην τεχνολογία. Μια ιδεολογική πίστη που συνυπάρχει στη σκέψη του Obama με έναν σαφή ορίζοντα του όποιου εκκρεμούς που δεν είναι άλλος από τις διεθνείς συμφωνίες, καθώς η TTIP.
Παρόμοια κοινότητα ορίζοντα είναι που ενώνει τους «βετεράνους» Obama και Merkel παρά τις όποιες διαφορές στα σημεία. Λ.χ. ο Obama οριακά ενέταξε στον λόγο του κάποιες διαστάσεις νεοκεϊνσιανισμού και πολιτισμικής Αριστεράς, είτε με την κατά καιρούς έμφαση σε νεοκεϊνσιανά μέτρα ανάπτυξης, με την οποία επιθυμεί να εγγραφεί στη δημοκρατική κληρονομιά του Franklin Delano Roosevelt, είτε με ένα αριστερότροπο δικαιωματικό ιδίωμα, είτε με την ενδιαφέρουσα παρατήρηση ότι στην προοπτική της παγκοσμιοποίησης οφείλει να μεταρρυθμιστεί όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και η ίδια η Αμερική σε μία αντίστροφη κατεύθυνση: αυτή ενός νομοθετικού περιορισμού της αχαλίνωτης χρηματιστικοποίησης. Οπότε η «μη ευθεία γραμμή» της Ιστορίας δείχνει τον δρόμο, κατά τον Obama, όχι μόνο προς την ανάγκη να υπερβαθεί ο εθνολαϊκιστικός απομονωτισμός, αλλά και, αντιστρόφως, να μεταρρυθμισθούν ορισμένες αποχαλινωμένες μορφές του χρηματοπιστωτικού συστήματος στην κατεύθυνση μιας περιεκτικής εξισορρόπησης. Ο Obama ανέλαβε στην Αθήνα τον ρόλο ενός προσηνούς και συγκαταβατικού ηγεμόνα που απαιτεί μεταρρυθμίσεις από τον υποτελή μόνο εφόσον αναλαμβάνει να υποστεί και ο ίδιος τις αντίστροφες μεταρρυθμίσεις στην αναζήτηση ενός κοινού τόπου. Βεβαίως, παρόμοιες μεταρρυθμίσεις είναι ακριβώς αυτές που δεν έγιναν στη θητεία του Obama, επιβεβαιώνοντας ότι και εν προκειμένω η γλαυξ της σοφίας πετάει στο λυκόφως της συνειδητοποίησης της ιστορικής ανεπάρκειας ενός απερχομένου ηγέτη. Από την άλλη, δεν πρέπει να υποτιμάται και η για πολλούς λόγους διαφορά των Η.Π.Α. από τη Γερμανία, η οποία οδηγεί Γερμανούς πολιτικούς, όπως ο Wolfgang Schäuble, σε νουθεσίες όχι μόνο προς μαθητευόμενους, αλλά και προς απερχόμενους πλανητάρχες.
Αισχύλος και Αντετονκούμπο
Ελλάδα και Γερμανία, λοιπόν, οι δύο τόποι της αυλαίας του Obama. Τι εκπροσωπούν; Στην περίπτωση της Γερμανίας θα λέγαμε ότι το αμερικανικό φιλελεύθερο υποκείμενο γίνεται κατ’ ανάγκη έκκεντρο. Όταν ηττάται στην πατρίδα του, αναζητεί τον πυρήνα του εκτός του, σε μια Γερμανία, που οι ίδιοι οι Αμερικανοί κατέστησαν φιλελεύθερη μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν την ξαναέστησαν εκ βάθρων για να την καταστήσουν υποτακτικό περιφερειακό πυλώνα του αμερικανοκίνητου καπιταλισμού. Και τώρα που, ύστερα από έξι περίπου δεκαετίες, ο φιλελευθερισμός κινδυνεύει στην ίδια την Αμερική ο απερχόμενος εκπρόσωπός του τον αναζητεί στο περιφερειακό υπερατλαντικό κατόπτρισμά του, κατά μία διαδικασία που, αν ακολουθούσαμε τον Jacques Lacan, θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «εξωτερική οικειότητα» (extimité) . Πρόκειται για μια συνθήκη εξόχως παράδοξη: Στους νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., επικρατεί παντού μια αντιφιλελεύθερη δυναμική: Διάθεση προστατευτισμού στην Αμερική του Trump, Brexit στη Μεγάλη Βρετανία της Theresa May, απειλή για κατίσχυση του ευρωσκεπτικισμού της Marine Le Pen στη Γαλλία του ολίγιστου Hollande. Ο πρόμαχος του φιλελευθερισμού είναι κατά μία ενδιαφέρουσα ιστορική ειρωνεία ο ηττημένος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο απερριμμένος εκ του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., το συμβολικά ευνουχισμένο αμερικανικό δημιούργημα, στο οποίο, όμως, τώρα ο Obama αναζητεί τον φιλελεύθερο εαυτό.
Βεβαίως η Γερμανία δεν είναι Η.Π.Α. Η Γερμανία βασίστηκε (ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια) σε έναν «νοικοκυρεμένο» βιομηχανικό καπιταλισμό χωρίς τις υπερβολές της αγγλοσαξονικής χρηματιστικοποίησης και χωρίς τις υπέρμετρες σπατάλες του αμερικανικού στρατιωτικού συμπλέγματος, καθώς σχεδιάστηκε ως μία περιφερειακή δύναμη πειθήνια και συμπληρωματική προς τις ηγεμονικές Η.Π.Α. Η συμπληρωματική διαφορά, όμως, αυτή συνυπάρχει με μια γερμανική πλειοδοσία στο φιλελεύθερο ντίσκουρς ακριβώς λόγω της εκπαίδευσης των Γερμανών στην ενοχή για το διπλό ναζιστικό και κομμουνιστικό παρελθόν. Εξ ου και σήμερα ένας τυπικά «πρωσικός» εθνικισμός με έμφαση στην τάξη και, πλέον, στη δημοσιονομική προσαρμογή, συνυπάρχει με ένα οικουμενιστικό ντίσκουρς διεθνιστικών αξιών. Μεταξύ, λοιπόν, μιας τραμπικής Αμερικής που θέλει, αν μπορέσει, να επανέλθει στον προστατευτισμό, και ενός γερμανικού φιλελευθερισμού «με πρωσικές αξίες», αν μας επιτρέπεται η τροπή της μαρξιστικής έκφρασης, ο φιλελευθερισμός του Obama μοιάζει σαν χαμένος σε μία διεθνή No Man’s Land, προσπαθώντας να αντικατοπτριστεί σε έναν τέως υποτελή που δεν μπορεί να γυρίσει πίσω το κοίταγμα λόγω των εσωτερικών του ορίων. Θα καταφέρει το μεταπολεμικό δημιούργημα να σώσει τον δημιουργό του ή η Γερμανία των Merkel/ Schäuble έχει περάσει οριστικά στη σφαίρα ενός σελεϊκού Φρανκενστάιν; Η εξέλιξη αναμένεται ενδιαφέρουσα, καθ’ ότι, κατά τη γνώμη μας, εισέτι άδηλη.
Από την άλλη, η Ελλάδα του Τσίπρα. Είναι η χώρα που επέλεξε ο Obama για αυλαία του κάτι παραπάνω από ένα σκηνικό; Ο Γάλλος φιλόσοφος Alain Badiou θα έδινε καταφατική απάντηση ονομάζοντας την Ελλάδα «μετωνυμία της Ευρώπης» [Βλ. τη συνέντευξη που μας παραχώρησε: Αλαίν Μπαντιού, «Η Ελλάδα είναι μια μετωνυμία για την Ευρώπη», Φρέαρ 16-17, Οκτώβριος 2016, σ. 548-562.] από μία φιλελεύθερη (και όχι ασφαλώς κομμουνιστική όπως του Badiou) αφετηρία ο Obama θα μπορούσε να συμπέσει στην ίδια εκτίμηση. Η έμφαση του Obama στο προσφυγικό ζήτημα δείχνει να σημαίνει ότι για αυτόν η Ελλάδα είναι όντως κάτι παραπάνω από ένα σκηνικό αυλαίας. Είναι ένας τόπος, όπου συμπυκνώνεται το ευρωπαϊκό δράμα, το οποίο υπό μια φιλελεύθερη οπτική θα σήμαινε μία νέα παρουσία σε μία μετα-εθνική συνθήκη, όπου δεν θα έχουν πέσει μόνο τα τείχη του εθνικού προστατευτισμού που σταματούν τα προϊόντα, αλλά (κατά τη δική του εκδοχή του φιλελευθερισμού που διαφέρει από ορισμένες ευρωπαϊκές), ακόμη και τα συνοριακά τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους. Ο σύγχρονος Έλληνας που αναφέρθηκε από τον Obama πλάι στον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, τον Σωκράτη και το λοιπό παρεάκι ήταν ο Γιάννης Αντετονκούμπο, ένας μπασκετμπολίστας που μοιράζεται με τον Αμερικανό Πρόεδρο την αφρικανική καταγωγή (Νιγηρία ο Γιάννης, Κένυα ο Obama). Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η κατά Obama ελληνικότητα περιλαμβάνει πέρα από τη δημοκρατία και τον «δεσπότη που σήκωσε τη σημαία της ανεξαρτησίας στο βουνό» την εγκόλπωση του πρόσφυγα και του μετανάστη, καθώς και τη συναφή αποδημία του ίδιου του Ελληνισμού στην Αμερική, στην συνοδοιπορία με τον Martin Luther King ή στο έκκεντρο κέντρο του Ground Zero, όπου ξαναχτίζεται ο Άγιος Νικόλαος. Όταν ο Obama προσφέρει από μία φιλελεύθερη αφετηρία μία τόσο εθνικά ανοικτή κατανόηση της ελληνικότητας που περιλαμβάνει τον Αφρικανό και τον Αφροαμερικανό, όταν τονίζει ότι η ισχύς της δημοκρατίας είναι η περιεκτικότητα (inclusiveness), τι θα μείνει σε μια αριστερή κατανόηση της οικουμενικότητας; Πρόκειται για ένα πολύ κρίσιμο ερώτημα του τι θα συνιστούσε μία ειδοποιό διαφορά μιας ειδικά αριστερής οικουμενικότητας βασισμένης στη συνύπαρξη με τον μετανάστη και τον πρόσφυγα από την αντίστοιχη φιλελεύθερη που διατύπωσε ο Obama, το οποίο δεν θα αναπτύξουμε εδώ, τουλάχιστον όχι πέρα από την προφανή διαπίστωση ότι είναι η ίδια η πολιτική του Obama που προκάλεσε το προσφυγικό (και εν πολλοίς και το μεταναστευτικό) ζήτημα, για το οποίο α ποστεριόρι επιδαψιλεύει επαίνους σε Ελλάδα και Γερμανία. Το ερώτημα βεβαίως λαμβάνει μία ειρωνική τροπή αν σκεφτεί κανείς ότι ο φιλελευθερισμός αυτή τη στιγμή όχι μόνο παράγει παγκοσμίως πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά είναι και ο ίδιος μετανάστης από την πατρίδα του, τις Η.Π.Α., σε αναζήτηση ενός νέου έκκεντρου κέντρου.
Προσκύνημα στη δημοκρατία που έσφαξε τους Μηλίους
Η Αθήνα, όμως, είναι και σκηνικό. Και εδώ τίθεται το ερώτημα αν ο Obama δικαιούται να θέτει στην ίδια πρόταση δημοκρατίες (;) τόσο ετερόκλητες, όσο η αθηναϊκή δημοκρατία, η μετεπαναστατική Αμερική και η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ή να παρομοιάζει την Ελληνική Επανάσταση με τον αφρικανικό και ασιατικό αντι- αποικιακό αγώνα, τον αγώνα εναντίον του υπαρκτού σοσιαλισμού στη δεκαετία του ’80, το σύγχρονο «δικαίωμα των Ουκρανών να επιλέγουν το πεπρωμένο τους», ή τη μετάβαση της Τυνησίας και της Μιανμάρ στη δημοκρατία. Πέρα από τις προφανείς τυπικά φιλελεύθερες λαθροχειρίες και ψευδείς συνειδήσεις των διασυνδέσεων, πέρα από έναν χαρακτηριστικά αμερικανικό εκλεκτικισμό στις σαρωτικές αυτές ενοποιήσεις που θυμίζουν χολιγουντιανές ταινίες όπου ο Ηρακλής και οι θεοί του Ολύμπου πρωταγωνιστούν πλάι σε Σταυροφόρους, Βορείους του Αμερικανικού Εμφυλίου και mutants, τίθενται ορισμένα ενδιαφέροντα ερωτήματα. Και δεν εννοούμε μόνο το κλασικό ερώτημα αν η νεωτερική αμερικανική δημοκρατία αποτελεί νόμιμο απόγονο της αθηναϊκής για το οποίο έχει χυθεί πολύ μελάνι. Αυτό ο Obama το θίγει εμμέσως στον λόγο του παρατηρώντας ότι η αθηναϊκή δημοκρατία απείχε πολύ από το να είναι τέλεια. Να εννοεί άραγε μόνο αυτό που είπε ρητά, ότι δηλαδή από την αθηναϊκή δημοκρατία αποκλείονταν οι γυναίκες και οι δούλοι (ένα σημείο στο οποίο ο ίδιος ως Αφροαμερικανός είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος); Ή να περιλαμβάνει άραγε στην ατέλεια και τον «αμεσοδημοκρατικό» (θα είχε κανείς τον πειρασμό να πει «λαϊκιστικό») χαρακτήρα της αθηναϊκής δημοκρατίας, ο οποίος «διορθώθηκε» από τον νεωτερικό κοινοβουλευτισμό (όπως στο μέλλον προσδοκώνται από τον Obama και αντίστοιχες «διορθώσεις» της εισέτι ατελούς αμερικανικής δημοκρατίας που ταλανίζεται και αυτή, όπως μας έδειξε, από σύγχρονους «λαϊκισμούς»).
Πέρα από αυτές τις γνωστές ενστάσεις ή διερωτήσεις θα είχε ενδιαφέρον, κατά τη γνώμη μας, να κάνουμε μια πιο αποδομητική ανάγνωση του ταξιδιού του Obama και να διερωτηθούμε μήπως η Αθήνα στην οποία ήλθε για προσκύνημα είναι όντως η Αθήνα που μας παρουσιάζει ο Θουκυδίδης, τον οποίο εξήρε στον λόγο του, πλην όχι μόνο η Αθήνα της περίκλειας αίγλης, αλλά και η Αθήνα της δημοκρατικής ύβρεως, αυτή που έσφαξε τους Μηλίους, αυτή που ηττήθηκε στον ιδεολογικό πόλεμο με τη Σπάρτη. Γιατί αν υπάρχει ένα όντως αδιαμφισβήτητο κοινό ανάμεσα στην αθηναϊκή δημοκρατία και τη σύγχρονη αμερικανική αυτό είναι κατ’ εξοχήν η ύβρις της, η δέσμευσή της στην αέναη επέκταση έως εσχάτων. Αυτό που παρουσιάζει ο Θουκυδίδης στις δημηγορίες πριν από την αρχή του Πελοποννησιακού πολέμου είναι ακριβώς η συστημική διασύνδεση δημοκρατίας και επεκτατισμού, η οποία, με προϊούσα την εκτράχυνση της πολιτείας μετά τον θάνατο του Περικλέους, οδήγησε σε μία εγγενή στο πολίτευμα διάθεση καταστροφής όλων των άλλων και εντέλει και αυτοκαταστροφής. Απεναντίας, το αριστοκρατικό κόμμα στην αθηναϊκή δημοκρατία, παρ’ ό,τι λιγότερο ρηξικέλευθο πολιτικώς, ήταν αυτό που χαρακτηριζόταν από τη σύνεση και τη φιλειρηνική διάθεση καταλλαγής με τους έξω, όπως τη Σπάρτη, καθώς βλέπουμε στις μορφές παλαιότερα του Αριστείδου και του Κίμωνος, ή, έπειτα, στη παρελθοντολάγνα νοσταλγία ενός συντηρητικού κωμικού, όπως ο Αριστοφάνης. Μήπως η Αθήνα στην οποία έρχεται για έσχατο προσκύνημα ο «εξόριστος» φιλελεύθερος Obama είναι ακριβώς αυτή η Αθήνα της δημοκρατικής ύβρεως, την οποία κρίνει ως τέτοια ήδη ο Θουκυδίδης και όχι μόνο οι μετέπειτα «ολιγαρχικοί» Πλάτων και Αριστοτέλης; Μήπως στις μέρες μας δεν επαναλαμβάνεται το δράμα του Θουκυδίδου, όταν είναι η Δημοκρατική υποψήφιος Hillary Clinton αυτή που προτάσσει την ανάγκη αναμέτρησης έως εσχάτων με τη Ρωσία, ενώ ο συγκριτικά αντιφιλελεύθερος Donald Trump τονίζει την ανάγκη συνεννόησης με τις ανερχόμενες δυνάμεις; Μήπως ο φιλελευθερισμός του Obama δεν είναι ακριβώς η ιδεολογία της ύβρεως, με την αρχαία τραγική σημασία, όταν στην παγκοσμιοποιητική του πορεία οδηγεί σε έναν ολοκληρωτικό εκποδισμό κάθε εξωτερικού αναχώματος, σε εξάντληση ανθρώπων και φυσικών πόρων, σε εκατόμβες πολλαπλάσιες των Μηλίων σε πλειάδα χωρών, όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν και τη Λιβύη, και εντέλει στην εσωτερική του αυτοϋπονόμευση; Τη στιγμή μάλιστα ακριβώς που ο φιλελευθερισμός ηττάται στις Η.Π.Α., δεν είναι εξόχως ειρωνικό το προσκύνημα του Obama στην Αθήνα, όπου η δημοκρατία έχασε επίσης τον ιδεολογικό πόλεμο με τη Σπάρτη, όπως μας περιγράφει ο Θουκυδίδης; Ασφαλώς, βέβαια, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ της αμεσοδημοκρατικής (μήπως και «λαϊκιστικής» σύμφωνα με το φιλελέ Newspeak;) αθηναϊκής δημοκρατίας και της νεωτερικής φιλελεύθερης, ασφαλώς η ήττα του (νεο)φιλελευθερισμού στην παρούσα στιγμή είναι πιθανότατα εντελώς φαινομενική και προσωρινή· αν, ωστόσο, υπάρχει κάποια ομοιότητα που να δικαιολογεί την επίσκεψη Obama, τότε θα είχε ενδιαφέρον να διερωτηθεί κανείς αποδομητικά μήπως αυτή έγκειται ακριβώς στην κοινή ύβριν.
Η μορφή του αποκαμωμένου ηγέτη στην ύστερη νεωτερικότητα
Αφήσαμε για το τέλος, ένα θέμα πιο κοντινό μας: Τον Αλέξη Τσίπρα. Ο λόγος του περιείχε πολλά γνώριμα θέματα όπως μια προσπάθεια να εργαλειοποιηθεί η διαφορά ανάμεσα στο αμερικανικό μοντέλο του Obama και το γερμανικό των Merkel/ Schäuble, ώστε να λειτουργήσει ο απερχόμενος Πρόεδρος ως υποστηρικτής μας έστω και με μόνη την προφορά των τριών μαγικών λέξεων «ελάφρυνση του χρέους». Μας το χάρισε όντως αυτό ως ελάχιστο συμβολικό αντίδωρο στην επίσης συμβολική εκ μέρους μας δωρεά του σκηνικού της Ακρόπολης για την αποχαιρετιστήρια παράστασή του. Οι περισσότεροι, όμως, δεν επικέντρωσαν στον λόγο του Αλέξη Τσίπρα, που ήταν αρκετά «αξιοπρεπής», αλλά και προβλεπέ, παρά στη γλώσσα του σώματος και τη φωνή του. Στο σημείο αυτό πλήθυναν οι δεξιές φωνές που αισθάνθηκαν ντροπή για το πώς ο Τσίπρας μας εξευτέλισε με το χύσιμο του κορμιού του στην πολυθρόνα, με τη χειραψία του προς τον Obama που οι συνωμοσιολόγοι είδαν ως έναν τεκτονικό χαιρετισμό τόσο ιδιαίτερο, ώστε να είναι γνωστός αποκλειστικά στους δυο τους, ενώ άλλοι θεώρησαν ως ραπ χαιρετισμό μπρο και νίγκα ή ως απότιση σπεκ από πρόεδρο δεκαπενταμελούς στον πραγματικά δημοφιλή του σχολείου. Από την άλλη, πολλοί αριστεροί θεώρησαν ως απολίτικη αυτήν την εμμονή στη σημειολογία. Θα επιθυμούσαμε εδώ να διερευνήσουμε μια διαφορετική περίπτωση, αυτήν κατά την οποία η σωματική γλώσσα και φωνή του Αλέξη Τσίπρα έχει παρ’ όλα αυτά μια πολιτική σημασία.
Θα θυμίσουμε το πώς περιγράφεται και αναπτύσσεται η μορφή του «αποκαμωμένου ηγέτη» στο έργο Το Δόγμα του Σοκ της Naomi Klein [Naomi Klein, The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism, Knopf Canada, Toronto Ontario 2007.]: Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση κατόρθωσε να κατισχύσει μέσω ταχύτατης επιβολής μεγάλων πακέτων από μεταρρυθμίσεις συνήθως σε επαναστάτες ηγέτες που μόλις είχαν αναλάβει τα ηνία των χωρών τους, ύστερα από μια ανατροπή δικτατορικού ή αυταρχικού καθεστώτος. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι μεταξύ άλλων η Πολωνία επί Lech Wałęsa, η Ρουμανία μετά τον Νicolae Ceaușescu ή ακόμη και η Νότια Αφρική επί Nelson Mandela. Οι ηγέτες αυτοί, συχνά ηρωικοί επαναστάτες με εμπειρία πολυετών φυλακίσεων στα προηγούμενα δεσποτικά καθεστώτα, ερχόντουσαν αντιμέτωποι από τη «διεθνή κοινότητα» με την ανάγκη να επιβάλουν σαρωτικές μεταρρυθμίσεις «en bloc» ή αλλιώς να αντιμετωπίσουν χρεωκοπία και απομόνωση που θα τους υπονόμευε πολιτειακώς. Οι εξουθενωτικοί εκβιασμοί μέσω των οποίων οι μέχρι πρότινος ήρωες παρέδιδαν τις χώρες τους στον ασφυκτικό οικονομικό εξανδραποδισμό μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις, όπου τους αφαιρείτο το δικαίωμα της νηφάλιας απόστασης από τα πράγματα, οδηγούσαν σε μια αποτύπωση ακόμη και στη μορφή τους αυτής της εξουδένωσης. Σε ένα επόμενο στάδιο της ίδιας ολοκλήρωσης του νεοφιλελεύθερου προτάγματος, βλέπουμε κυβερνήσεις που αναδεικνύονται μέσα από ομαλές εκλογές και όχι πλέον μέσα από επαναστατική ανατροπή να έρχονται αντιμέτωπες με παρόμοιους εκβιασμούς και να πρέπει να εφαρμόσουν σαρωτικές μεταρρυθμίσεις με εναλλακτική την άμεση κατάρρευση της οικονομίας.
Ας αναπαρθενεύσουμε για λίγο τη ματιά μας και ας διερωτηθούμε αν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό το ύφος της πρόσφατης συνάντησης στην Αθήνα. Ο ελληνικός λαός ύστερα από αρκετά χρόνια επιβολής Μνημονίων και ευθειών εξωτερικών επεμβάσεων στην πολιτική ζωή της χώρας αναζήτησε μία αριστερή κυβέρνηση ως το έσχατο καταφύγιο. Ασφαλώς και είναι ενδεχομενικό το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν ξέρει καλά αγγλικά, ενώ ένας άλλος αριστερός ηγέτης θα μπορούσε να τα χειρίζεται καλύτερα, όπως είναι ενδεχομενική και η προσωπική του κινησιολογία. Από την άλλη, είναι αρκετά αναμενόμενο ότι ένας ηγέτης που ο λαός αναζητεί ως καταφύγιο απέναντι στο μνημονιακό μονόδρομο θα είναι ο λιγότερο εξοικειωμένος με τον τρόπο των διεθνών συναντήσεων ή και ο λιγότερο πρόθυμος να εξοικειωθεί με αυτές. Σε κάθε περίπτωση κάτι που είναι μάλλον εν πολλοίς συστημικό και όχι ενδεχομενικό είναι ότι οι σαρωτικές μεταρρυθμίσεις εντέλει θα περάσουν από κυβερνήσεις απρόθυμες, αριστερές ή άλλες, γιατί αυτό τελικά προκύπτει από τον συνδυασμό της νεοφιλελεύθερης άνωθεν μονοτροπίας και του δημοκρατικού υπολείμματος της πολιτικής ζωής μας. Όπως αντίστοιχα, στο προηγούμενο στάδιο, που περιέγραψε η Naomi Klein, ήταν οι δημοφιλείς «επαναστατικές» κυβερνήσεις (συχνά νομιμοποιούμενες μέσα από ταχείες εκ των υστέρων εκλογές όχι πάντα αδιάβλητες) που οδηγούσαν τις «νεαρές δημοκρατίες» στην παράδοσή τους στην οικονομική δουλεία.Και στις δύο περιπτώσεις, η μορφή του αποκαμωμένου ηγέτη είναι ενδημική στην καπιταλιστική ύστερη νεωτερικότητα, γιατί σε αμφότερες τις συγκυρίες προκειμένου να εξισορροπηθούν οι νεοφιλελεύθερες επιταγές των διεθνών θεσμών με τα αιτήματα των νέων ή παλαιών δημοκρατιών και την ανάγκη του λαϊκού κατευνασμού, είναι τελικά ο απρόθυμος ηγέτης αυτός που θα εφαρμόσει τη μεταρρυθμιστική σάρωση. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί μια περιπτωσιολογία από χίλια δυο ενδεχόμενα, λ.χ. κρίσεις πανικού, παρενέργειες από φάρμακα, ασθένειες προκαλούμενες από άγχος, διλήμματα για τον βαθμό που θα μπορέσει κάποιος να συνδυάσει την επιβολή της έξωθεν ΤΙΝΑ με οικοδόμηση μικροεξουσιών σε τοπικό επίπεδο κ.ο.κ., που θα αποτυπωθούν στο κορμί του αποκαμωμένου ηγέτη. Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι το θέαμα που είδαμε τις προάλλες ενός Αλέξη Τσίπρα να απλώνεται ράθυμα στα καθίσματα, να έχει νευρικές κινήσεις κοιτάγματος του ρολογιού του ή παιξίματος των δαχτύλων του, να λαμβάνει περίεργες εκφράσεις στο πρόσωπό του, σε αντιδιαστολή με έναν Obama να κατεβαίνει φιτ από το αεροπλάνο και να χειροκροτεί με πλήρη ευγενείας συγκατάβαση τον ομόλογό του, μπορεί μεν να αποτελούν ένα αρκετά παράδοξο ή παράταιρο θέαμα, εντάσσονται, όμως, και σε ένα γενικότερο φαινόμενο των τελευταίων τριών δεκαετιών που θα ορίζαμε ακριβώς ως «αποκαμωμένο ηγέτη» που λαμβάνει τα εύσημα από τον νεοφιλελεύθερο ηγεμόνα.
Μίμηση άνευ περιεχομένου
Οφείλουμε, σε κάθε περίπτωση, να παραδεχθούμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας προφέροντας με ελληνοαμερικανικό τρόπο τα ελληνικά του μας χάρισε μια στιγμή που πραγματικά θα άξιζε να συμπεριληφθεί στη λίστα με ανέκδοτα του Slavoj Žižek. Και αυτό που εννοούμε είναι ότι το πρόσφατο επεισόδιο παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ομοιότητα με μια ιστορία που αρέσκεται συχνά να διηγείται ο Σλοβένος στοχαστής, αναφερόμενη και αυτή στη Νότια Αφρική, με τρόπο συγγενή προς τις περιγραφές της Naomi Klein. Παραθέτουμε μία από τις φορές που ο Žižek διηγείται το περιστατικό:
«Η καθημερινή ζωή μας είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό μείγμα μονότονης ρουτίνας και άσχημων εκπλήξεων, εντούτοις κατά διαστήματα συμβαίνει κάτι απρόσμενο που κάνει τη ζωή άξια να τη ζούμε. Κάτι τέτοιο συνέβη στην κηδεία του Nelson Mandela στις 10 Δεκεμβρίου 2013 στο μεγάλο στάδιο FNB στο Γιοχάνεσμπουργκ, όπου δεκάδες χιλιάδες άκουγαν τις ομιλίες των παγκόσμιων ηγετών. […] Δίπλα στους αξιωματούχους του κόσμου ήταν ένας μαύρος με επίσημο ένδυμα ο οποίος παρουσίαζε την τελετή για τον Mandela στη νοηματική γλώσσα και τον οποίο έβλεπαν εκατομμύρια θεατές της τηλεόρασης παγκοσμίως. Οι γνώστες της νοηματικής γλώσσας συνειδητοποίησαν βαθμιαία ότι συνέβαινε κάτι παράξενο. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήξερε τη νοηματική γλώσσα, έκανε απλώς χειρονομίες δικής του έμπνευσης, που δεν έβγαζαν κανένα νόημα. Την επόμενη ημέρα έρευνα αποκάλυψε ότι αυτός ο άνθρωπος, ο Thamsanqa Jantije, 34 ετών, ήταν διπλωματούχος διερμηνέας τον οποίο είχε μισθώσει το Αφρικανικό Εθνικό Κονγκρέσο. Σε συνέντευξη στην εφημερίδα Star του Γιοχάνεσμπουργκ ο Jantije απέδωσε τη συμπεριφορά του σε ξαφνικό επεισόδιο της σχιζοφρένειάς του, για την οποία έπαιρνε φάρμακα. Είπε στην εφημερίδα ότι αυτό το επεισόδιο ήταν υπεύθυνο για τις ανόητες χειρονομίες του στη διάρκεια της τελετής, γιατί δεν μπορούσε να εστιάσει την προσοχή του και άρχισε να ακούει φωνές και να έχει παραισθήσεις. […] Εντούτοις, ο Jantije επέμενε προκλητικά ότι ήταν ευχαριστημένος με την απόδοσή του: «Απολύτως! Απολύτως! Πιστεύω ότι με αυτό που έκανα έγινα πρωταθλητής της νοηματικής γλώσσας». […] Οι αντιδράσεις σε αυτό το αλλόκοτο επεισόδιο ήταν ένα μείγμα γέλιου (που βαθμιαία έσβησε γιατί δεν θεωρήθηκε αξιοπρεπές) και οργής. Υπήρχαν φυσικά ζητήματα ασφάλειας. Πώς ήταν δυνατό, παρά τα αυστηρά μέτρα ασφαλείας, ένα τέτοιο άτομο να βρεθεί κοντά σε παγκόσμιους ηγέτες; Πίσω από αυτές τις ανησυχίες ελλόχευε το αίσθημα ότι η εμφάνιση του Jantije ήταν ένα είδος θαύματος, σαν ο Jantije να είχε ξεφυτρώσει από το πουθενά ή από μια άλλη διάσταση της πραγματικότητας. […] Μήπως ο Jantije έστελνε μηνύματα σε ξένους σε μια άγνωστη γλώσσα; Ή μήπως, αφού το μεγαλύτερο διάστημα ο Jantije στεκόταν ακίνητος και «μετέφραζε» τις διάφορες ομιλίες με σύντομες κινήσεις, που έμοιαζαν περιέργως όμοιες μεταξύ τους, επαναλάμβανε στη νοηματική γλώσσα μια συγκεκριμένη δήλωση «Ο ομιλητής απλώς επαναλαμβάνει το συνηθισμένο αξιοθρήνητο μπλα μπλα μπλα, δεν υπάρχει καμιά ανάγκη να μεταφράζω τις λεπτομέρειες!»; Η ίδια εμφάνιση του Jantije έμοιαζε να επιβεβαιώνει αυτές τις υποθέσεις. Δεν υπήρχε καμιά ζωντάνια στις κινήσεις του, κανένα ίχνος ότι έλεγε κάποιο αστείο, αλλά έκανε τις κινήσεις με ανέκφραστη ηρεμία ρομπότ. Η παράσταση του Jantije δεν ήταν χωρίς νόημα, αλλά ακριβώς επειδή δεν είχε κανένα συγκεκριμένο νόημα, μετέδιδε ένα νόημα: την προσποίηση νοήματος. Όσοι από εμάς ακούμε και δεν καταλαβαίνουμε τη νοηματική γλώσσα υποθέσαμε ότι οι χειρονομίες του Jantije είχαν νόημα, παρότι δεν μπορούσαμε να τις καταλάβουμε. […] Τώρα μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί οι χειρονομίες του Jantije είχαν τέτοιο αλλόκοτο αποτέλεσμα, όταν ξεκαθαρίστηκε ότι δεν είχαν κανένα νόημα. […] Αυτή δεν ήταν η αλήθεια και για την επικήδεια τελετή για τον Mandela; Όλα τα κροκοδείλια δάκρυα των αξιωματούχων του κόσμου ήταν έκφραση αυτοϊκανοποίησης και ο Jantije τα μετέφραζε σε αυτό που ήταν πραγματικά: ανοησίες. Οι παγκόσμιοι ηγέτες τιμούσαν την επιτυχή αναβολή της πραγματικής κρίσης, η οποία θα ξεσπάσει όταν οι μαύροι Νοτιαφρικανοί, που εξακολουθούν να είναι φτωχοί, γίνουν συλλογικός πολιτικός φορέας. Αυτό το πλήθος των φτωχών μαύρων ήταν ο Απών στον οποίο απευθυνόταν ο Jantije στη νοηματική γλώσσα και το μήνυμά του ήταν: Στην πραγματικότητα οι αξιωματούχοι δεν νοιάζονται για εσάς. Μέσα από την κίβδηλη μετάφρασή του ο Jantije έκανε απτό τον απατηλό χαρακτήρα της όλης τελετής. Αν θέλουμε να παραμείνουμε πιστοί στην κληρονομιά του Mandela, θα πρέπει να ξεχάσουμε τα κροκοδείλια δάκρυα της τελετής και να εστιάσουμε στις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις που γέννησε η ηγεσία του. Παίρνοντας υπ’ όψη το αδιαμφισβήτητο ηθικό και πολιτικό μεγαλείο του, μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι ο Mandela είχε επίγνωση πως ο πολιτικός θρίαμβός του και η ανύψωσή του σε οικουμενικό ήρωα έκρυβαν μια πικρή ήττα. Η οικουμενική δόξα του είναι επίσης σημάδι ότι δεν αναστάτωσε πραγματικά την κυρίαρχη παγκόσμια τάξη πραγμάτων» [Slavoj Žižek, Προβλήματα στον παράδεισο: Ο κομμουνισμός μετά το τέλος της ιστορίας, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2016, (μτφρ.: Ελένη Αστερίου) σ. 201-205 (τίτλος πρωτοτύπου: Trouble in paradise: From the end of history to the end of capitalism, Allen Lane, 2014).].
Κάτι παρόμοιο δεν συμβαίνει όταν ένας ηγέτης, καθώς ο Τσίπρας, προσπαθεί να προφέρει με αμερικανική προφορά όχι τα αγγλικά του, όπως είναι ίσως θεμιτό, αλλά τα ελληνικά του, τα οποία ούτως ή άλλως μεταφράζονται; Αυτή η ντεκαφεϊνέ μίμηση άνευ περιεχομένου δεν μπορεί να αποτελέσει μεταφορά για μια προσπάθεια να γίνει στην Ελλάδα μια καρικατουρίστικη προσομοίωση έξωθεν προερχόμενης νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης χωρίς αυτή η μεταρρύθμιση να έχει καμία σχέση με τις εσωτερικές συνθήκες της χώρας; Και πολλοί διερωτήθηκαν χαριτολογώντας μήπως ο Αλέξης Τσίπρας πάσχει από «σύνδρομο ξενικής προφοράς», ήτοι μια σπάνια ιατρική συνθήκη, όπου ο ασθενής αναπτύσσει ένα σχήμα ομιλίας που γίνεται αντιληπτό ως ξενική προφορά άσχετη με τον τόπο καταγωγής του, συνήθως ύστερα από εγκεφαλικό, ημικρανίες, τραύμα ή εξελικτικό πρόβλημα13. Ωστόσο, δεν ήταν σε κάθε περίπτωση αυτή η αντίστιξη ανάμεσα στην οιηματική πλήρη προσήνειας φιλελεύθερη ρητορική κοινοτοπία του Obama και την προσομοίωση ελληνοαμερικανικής προφοράς στον ελληνικό λόγο του Τσίπρα μια από αυτές τις στιγμές «που κάνουν τη ζωή μας άξια να τη ζήσουμε» κατά την έκφραση του Žižek; Αν στο Βερολίνο ο Obama έψαξε ένα έσχατο κατόπτρισμα του χαμένου στην Αμερική φιλελευθερισμού, τότε στην Αθήνα σίγουρα βρήκε ένα γκροτέσκο παπαγάλισμα, αποκαλύπτον υπογείως την κενότητα των κυρίαρχων αφηγημάτων, την «α-νοησία πίσω από την αυτοϊκανοποίηση» για να θυμηθούμε την έκφραση του Žižek.
Φωτοβομβίδες: Ο βαθμός μηδέν της αντίστασης
Τελικά, αν ο Obama ήθελε απλώς ένα ωραίο σκηνικό για να ρίξει την αυλαία της καριέρας του λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Και εν προκειμένω, χωρίς τον Αλέξη Τσίπρα που με τις γκριμάτσες του, τα αράγματά του στην πολυθρόνα, τη μη κατανόηση της λέξης «toast» για την πρόποση, τα διαφορετικά νευρικά τικ κ.ο.κ. αναδείχθηκε σε έναν έξοχο «φωτοβομβιστή», έναν photo-bomber μιας αποχαιρετιστήριας φωτογραφίας που όφειλε να είναι ειδυλλιακή. Υπενθυμίζουμε ότι «φωτοβομβίδα» εκ του photo-bombing είναι «η υψηλή τέχνη του να καταστρέφεις τη φωτογραφία ανθρώπων που ποζάρουν με το να κάνεις κάτι αστείο, γελοίο, εξωφρενικό, πίσω τους όταν δεν βλέπουν ή όταν δεν προλαβαίνουν ν’ αντιδράσουν. Κάποιες φορές γίνεται άθελά μας, κάποιες άλλες γίνεται εσκεμμένα. Όπως και να ‘χει η φωτοβομβίδα που σκάει την ώρα της φωτογραφίας, στο σωστό σημείο, τη σωστή στιγμή και με τη σωστή γκριμάτσα είναι τέχνη» . Στην εξευτελισμένη Ελλάδα, η φωτοβομβίδα του Τσίπρα συνιστά ένα είδος «βαθμού μηδέν» της αντίστασης, για να παραφράσουμε την έκφραση του Roland Barthes για την αποστασιοποιημένη λογοτεχνία. Σε μία χώρα που δεν έχει τη διάθεση ούτε για κοινοβουλευτικής αφετηρίας ανατροπή και έξοδο από το κυρίαρχο υπόδειγμα, ούτε για «βόμβες» μεταφορικές ή πραγματικές πέραν της πληκτικής «επαναστατικής» εθιμοτυπίας, οι «φωτοβόμβες» του Τσίπρα στην τελετή λήξης του Obama ήταν ο βαθμός μηδέν της ντεκαφεϊνέ αντίστασης σε μία μάταιη φιέστα. Αν μας επιτρέπεται μία «Reductio ad Hitlerum» [Reductio ad Hitlerum στα ψευδο-λατινικά, ήτοι «αναγωγή στον Χίτλερ», ονομάζεται η συνήθεια να προσπαθείς να ακυρώσεις το επιχείρημα ενός αντιπάλου ανατρέχοντας στο ότι το ίδιο έκανε ο Hitler ή συνέβαινε επί Hitler, λ.χ. η χορτοφαγία είναι κακή επειδή ο Hitler ήταν χορτοφάγος. Πρόκειται για μια πρακτική εξαιρετικά συνήθη στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, Βλέπε εδώ], θυμίζει έναν αντίστοιχο «βαθμό μηδέν» της αντίστασης Ελλήνων εργατών που είχαν μεταφερθεί για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία εν μέσω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η «ανατρεπτική τους δράση» συνίστατο στο να κάνουν όσο πιο ράθυμα γίνεται τη δουλειά τους, έτσι ώστε να πείσουν για την ακαταλληλότητά τους, χωρίς να μπορεί να οριστεί τελεσίδικα αν αυτό οφειλόταν στην πατριωτική τους συνείδηση ή σε απλή νωθρότητα. Με την ίδια έννοια, οι «φωτοβομβίδες» του Τσίπρα σε μια κενή νοήματος φιέστα ήταν ένας ανάλογος βαθμός μηδέν (μη) αντίδρασης στον φιλελέ κυρίαρχο λόγο, μια έσχατη υπονόμευση, όταν κάθε άλλη αντίσταση έχει ακυρωθεί.
Σε μία πρόσφατη νουβέλα του, ο Χρήστος Χρυσόπουλος είχε θίξει το θέμα του «Βομβιστή του Παρθενώνα» [Χρήστος Χρυσόπουλος, Ο Βομβιστής του Παρθενώνα, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2010] . Δεν θα εισέλθουμε στην πολυσημία του εξαιρετικού έργου του Χρυσόπουλου και στις διαφορετικές ερμηνευτικές αναγνώσεις που μπορεί να λάβει η μορφή του. Μπορούμε, πάντως, να πούμε ότι η φιγούρα αυτή του «βομβιστή του Παρθενώνα» προκύπτει από μία εύλογη διερώτηση τι θα συνέβαινε αν ένας σύγχρονος Ηρόστρατος ανατίναζε τον Παρθενώνα. Έχουμε τη συνήθεια όλη τη μιζέρια και την ασχήμια της σύγχρονης Αθήνας να την αντιπαραβάλλουμε προς την αίγλη του αρχαίου μας παρελθόντος με κορύφωση το μνημείο που δεσπόζει εξυψωμένο στον αθηναϊκό ουρανό. Τι θα συνέβαινε, όμως, αν τελικά στερούμασταν και αυτό το έσχατο αποκούμπι μας και μέναμε με τη μιζέρια μας γυμνή; Όπως ο δαίμονας του Nietzsche ζητά να αγαπάμε τις «αξίες της γης», ακόμη κι αν ο ίδιος κόσμος επαναλαμβανόταν ξανά και ξανά με μια ατέλειωτη μονοτονία, με την ίδια έννοια ένας αθηναϊκός νιτσεϊκός δαίμων-βομβιστής θα μπορούσε να μας ρωτήσει αν θα μπορούσαμε να αγαπήσουμε την αθλιότητα της Αθήνας ακόμη και χωρίς το άλλοθι της Ακρόπολης. Ευτυχώς ή δυστυχώς, στην ξευτίλα της συνθήκης μας δεν έχουμε καν την πολυτέλεια ενός Ηρόστρατου. Μας έχει μείνει ο πρωθυπουργός μας, ο Αλέξης Τσίπρας, ως ένας Ηρόστρατος από τα Λιντλ, ο οποίος ως «φωτοβομβιστής» του Παρθενώνα υπονομεύει ακούσια τη φιλελεύθερη πόζα του Obama ότι ο Παρθενώνας είναι δήθεν το λίκνο της δικής του φιλελεύθερης δημοκρατίας. Θεωρούμε ότι η έστω κι αν ακούσια αυτή φωτοβόμβα του Έλληνα πρωθυπουργού δεν είναι κάτι το τυχαίο. Είναι, ενδεχομένως, η αλήθεια μας, η αλήθεια μιας νεοελληνικής ανικανότητας για ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την ξευτίλα, μια ξευτίλα που παραδόξως διασώζει έναν βαθμό-μηδέν ανθρωπιάς, αφιστάμενης από την κενόλογη μονοτροπία των φιλελεύθερων πανηγυρικών.