του Θάνου Καμήλαλη
Σύμφωνα με όσα προβλέπει το κυβερνητικό Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα για τη «μεταμνημονιακή» περίοδο 2018-2022, το 2019 τα «αντίμετρα» μειώνονται κατά 660 εκατ. ευρώ, την ώρα που τα μέτρα λιτότητας αυξάνονται κατά 370 εκατ. ευρώ. Η εφαρμογή του μεγαλύτερου μέρους των «αντιμέτρων» τοποθετείται πλέον, σύμφωνα πάντα με τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών, για το 2021 (2.1 δισ.) και το 2022 (3,5 δισ.).Πέρσι, το τότε Μεσοπρόθεσμο τοποθετούσε αυτές τις ελαφρύνσεις στο 2020 και 2021 αντίστοιχα. Παράλληλα, αν επιβεβαιωθούν οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί για τα πρωτογενή πλεονάσματα (και δεν βρεθεί ως δια μαγείας ένα υπερπλεόνασμα λόγω εσωτερικής στάσης πληρωμών), το 2018 ο στόχος έχει τέθεί στο 3,56% του ΑΕΠ, δηλαδή ελάχιστα πάνω από τη μνημονιακή δέσμευση του 3,5% του ΑΕΠ. Αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι, στο τέλος του 2018, δεν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος ούτε για ενεργοποίηση «αντιμέτρων», ούτε καν για «κοινωνικό μέρισμα», επίδομα που δόθηκε από το υπερπλεόνασμα το 2016 και 2017. Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε που η κυβέρνηση, μέσω και του ίδιου του Πρωθυπουργού, αισιοδοξεί για το υπερπλεόνασμα του 2019 (όχι του 2018), του οποίου «τα 700 εκατομμύρια θα δοθούν σε φοροελαφρύνσεις».
Κι αυτά τα προβλήματα είναι μόνο ένα μέρος της συνολικής εικόνας. Κάθε φορά που γίνεται λόγος για τα «αντίμετρα», θα πρέπει να είναι σαφές ότι αυτά, μπορεί να ψηφίστηκαν μετά βαϊων και κλάδων από τη Βουλή, αλλά παραμένουν υπό αίρεση. Σε κάθε επίσημο κείμενο (μνημονίου και… μεταμνημονίου) αναφέρεται πολύ συγκεκριμένα ότι τα «αντίμετρα», εφαρμόζονται με τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών στην περίπτωση και στον βαθμό που δεν προκαλείται απόκλιση από τους δημοσιονομικούς στόχους και υπάρχει επαρκής δημοσιονομικός χώρος. Οι φράσεις κλειδιά είναι «στο βαθμό που» και «επαρκής δημοσιονομικός χώρος». Με απλά λόγια, για να εφαρμοστούν «αντίμετρα» θα πρέπει οι δανειστές να κρίνουν ότι δεν υπάρχει κίνδυνος για τον στόχο του πλεονάσματος 3,5%. Στην καλύτερη περίπτωση δηλαδή, πρόκειται για μοίρασμα του υπερπλεονάσματος, που συμβαίνει από την περίοδο του Αντώνη Σαμαρά. Επίσης, είναι αμφίβολο για το αν ολόκληρο το υπερπλεόνασμα θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί από την κυβέρνηση κατά το δοκούν, καθώς οι δανειστές θα μπορούσαν να απαιτήσουν και ένα «μαξιλαράκι ασφαλείας» σε περίπτωση που τελικά οι αισιόδοξες προβλέψεις δεν επαληθευτούν. Όλα αυτά ενώ τα μέτρα λιτότητας της επόμενης τετραετίας θα ξεπεράσουν τα 5 δισ. ευρώ.
Για να αναλογιστεί κανείς όμως το μέγεθος του εμπαιγμού, θα πρέπει να γυρίσει πίσω στο χρόνο, τον Μάιο του 2017, όταν στη Βουλή ψηφιζόταν το πολυνομοσχέδιο με τα προαπαιτούμενα της δεύτερης αξιολόγησης, μαζί με τα μέτρα του 2019 (περικοπή συντάξεων) και 2020 (μείωση αφορολογήτου). Τότε, η κυβέρνηση οχυρώθηκε πίσω από το επιχείρημα ότι «για κάθε ένα ευρώ νέα μέτρα, θα υπάρχει ένα ευρώ αντίμετρα), αρνούμενη την πραγματικότητα των επίσημων συμφωνιών με την τρόικα. Μάλιστα, σε μια κίνηση ενυτπωσιασμού αλλά και ύβρεως στην κοινοβουλευτική διαδικασία, το πολυνομοσχέδιο είχε στα πρώτα του άρθρα τα υπό αίρεση θέτικά μέτρα και πιο πίσω τα δεδομένα μέτρα λιτότητας. «Ναι αλλά για τα αντίμετρα δεν λέτε τίποτα» ήταν η μόνη απάντηση κυβερνητικών βουλευτών στην κριτική από την αντιπολίτευση και ΜΜΕ. Αξίζει να σημειωθούν ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, ενδεικτικά του τότε κλίματος:
Εδώ το κυβερνητικό non paper μετά το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου 2017, όταν το σύνθημα της κυβέρνησης ήταν ότι για πρώτη φορά, επιτεύχθηκε συμφωνία με «ούτε ένα ευρώ περισσότερη λιτότητα». Διαβάζουμε από την «Αυγή»:
Πριν από λίγη ώρα επήλθε συμφωνία μεταξύ της ελληνικής πλευράς και τους επικεφαλής των Θεσμών ώστε να επιστρέψουν τα τεχνικά κλιμάκια στην Αθήνα αμέσως μετά την Καθαρά Δευτέρα και να ολοκληρωθεί η τεχνική συμφωνία (SLA) εντός ολίγων ημερών, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές.
Όπως σημειώνουν, η συμφωνία περιλαμβάνει τελικά τον απαράβατο όρο που έθεσε η ελληνική πλευρά για «ούτε ένα ευρώ περισσότερη λιτότητα».
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι η ελληνική πλευρά δέχθηκε την νομοθέτηση μεταρρυθμίσεων που θα εφαρμοστούν από 01/01/2019 και μετά, υπό την προϋπόθεση ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα είναι απολύτως ουδέτερο.
«Πρακτικά στην Αθήνα θα εξεταστεί η αλλαγή μείγματος πολιτικής από το 2019 και μετά, χωρίς περαιτέρω δημοσιονομική επιβάρυνση».
Εδώ (από το 4:40 κι έπειτα) η αναπληρώτρια Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώ Φωτίου, μοιράζει αντίμετρα 2 δισ. το 2019 και 4 δισ το 2020:
Εδώ η δημιουργική λογιστική του Μεγάρου Μαξίμου και του υπουργείου Οικονομικών, που από το «ένα ευρώ μέτρα, ένα ευρώ αντίμετρα» έφτασαν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι τα αντίμετρα θα είναι 7,5% δισ. και τα μέτρα λιτότητας 4 δισ. Το παρακάτω «ρεπορτάζ» της ΕΡΤ είναι ενδεικτικό της κυβερνητικής προπαγάνδας (και συνάμα μια μαύρη σελίδα για τη δημόσια ραδιοτηλεόραση). Με το νέο Μεσοπρόθεσμο, το επιχείρημα αυτό παραμένει μεν, αλλα μετατίθεται για το 2021 και το 2022, με όποια βεβαιότητα μπορεί να έχει μια τέτοια πρόβλεψη.
Bonus σε όλα αυτά: Μία μέρα πριν την ψήφιση των μέτρων λίτότητας για το 2019 και το 2020 στη Βουλή, ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε σχετικά με το ζήτημα του χρέους, ότι «πρέπει να σας πω ότι αυτά που ακούγονται είναι τόσο θετικά που δυσκολευόμαστε και να τα πιστέψουμε. Είναι too good to be true. Σε τέτοιο βαθμό που θα με αναγκάσουν να φορέσω και γραβάτα δηλαδή». Φυσικά τίποτα τέτοια δεν αποδείχτηκε πραγματικότητα, με τους δανειστές να συνεχίζουν να διαφωνούν ως προς τη διαχείριση του ελληνικού χρέους και την κυβέρνηση να συνεχίζει να λαμβάνει επιπλέον μέτρα για να τους ικανοποιήσει (π.χ. το ενέχυρο της δημόσιας περιουσίας για να πληρωθεί το χρέος).
Έχει περάσει μόνο ένας χρόνος και ήδη, η κυβερνητική προπαγάνδα για τέλος των μέτρων λιτότητας έχει θρυμματιστεί, μαζί φυσικά με το όνειρο του «τέλους των μνημονίων»΄και της λιτότητας. Βέβαια, τα από τότε έωλα επιχειρήματα έκαναν την επικοινωνιακή τους δουλειά τότε και σήμερα έχουν αντικατασταθεί με καινούρια (βλ. «έξοδος από τα μνημόνια»). Κι όσο οι πανηγυρισμοί συνεχίζονται, οι κοσμοϊστορικής σημασίας για το μέλλον της χώρας δεσμεύσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Λιτότητα στο διηνεκές, με πλεονάσματα άνω του 2% μέχρι το 2060, ένα χρέος που περίπου το 2040 θα φτάσει τα επίπεδα προ μνημονίου, δέσμευση της δημόσιας περιουσίας για 99 χρόνια, εκποίηση της σε διάφορους «επενδυτές», μετασχηματισμός της αγοράς εργασίας σε κυνήγι «part time» απασχόλησης κ.α.
Δεν είναι μόνο ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ υποτάχτηκε και ακολουθεί τον «μονόδρομο» της λιτότητας. Είναι ότι παράλληλα, δημιουργεί ένα διαπέραστο τοίχος γύρω του.