του Νίκου Χριστοφή
Διδάκτορα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Λέυντεν στην Ολλανδία
Αφορμή στάθηκε το αμερικανικό αίτημα απελευθέρωσης του Αμερικάνου Πάστορα Andrew Brunson, ο οποίος παραμένει σε κατ’ οίκον περιορισμό στην Τουρκία. Η υπόθεση ωστόσο αποτελεί τον καταλύτη παρά την αιτία των ήδη σοβαρών διαφορών στις δύο χώρες εδώ και αρκετά χρόνια. Η πιο σημαντική ίσως αποτελεί την άρνηση της Ουάσιγκτον να εκδώσει τον Fethullah Gülen, τον Τούρκο ιεροκήρυκα που κατοικεί στην Πενσυλβάνια, και τον οποίο η Άγκυρα θεωρεί υπεύθυνο για την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Η καθυστερημένη δήλωση της Ουάσιγκτον, καθώς η απόπειρα πραξικοπήματος εξελισσόταν, χωρίς να την καταδικάζει τελείως, άφησε πολλούς Τούρκους με την εντύπωση ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ εμπλεκόταν στην ανατροπή του Τούρκου Πρόεδρου.
Παρά τις συχνές δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου περί ισχυρής Τουρκίας ο αυξανόμενος αριθμός εσωτερικών απειλών και η προτεραιότητα που δίνει το τουρκικό κράτος σε αυτές φαίνεται να μην τις επιβεβαιώνουν, με το κουρδικό να εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη πρόκληση για την εσωτερική ασφάλεια της Τουρκίας. Η αμερικανική βοήθεια στις Μονάδες Προστασίας του Κουρδικού Λαού στη Συρία δεν μπορεί παρά να εντείνει τις εντάσεις ανάμεσα στις δύο χώρες. Με αφορμή αυτήν την ένταση μάλιστα, η Άγκυρα αποφάσισε να αγοράσει το ρωσικό αμυντικό σύστημα S-400, ακόμα και αν αυτό δεν είναι συμβατό με το μεγαλύτερο αριθμό των οπλικών της συστημάτων ή του ΝΑΤΟ. Προέκταση μάλιστα αυτής της διαδικασίας, κάτι το οποίο δείχνει τον φαύλο κύκλο των διμερών σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας που βρίσκονται τώρα, είναι το αίτημα των ΗΠΑ να μην προχωρήσει στην αγορά των S-400, ώστε να αποφύγει την απομάκρυνση της Τουρκίας από τη Δύση.
Τώρα, μια άλλη κρίση κάνει την εμφάνιση της, αυτή τη φορά αφορά εμπλέκει τη Ρωσία και αφορά το συριακό θύλακα του Idlib, μια πόλη κοντά στα τουρκικά σύνορα και όπου βρήκαν καταφύγιο ομάδες τζιχαντιστών. Τόσο ο Άσαντ όσο και ο Πούτιν ετοιμάζουν στρατιωτική επιχείρηση, και είναι διατεθειμένοι να ανοίξουν διαύλους συνεργασίας με τον Ερντογάν. Όταν ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ επισκέφτηκε την Άγκυρα στις 13-14 Αυγούστου, υπενθύμισε στον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου την ανάγκη της Τουρκίας να γίνει μέρος της επίθεσης Idlib, τόσο για το προσφυγικό ζήτημα, αφού η Τουρκία θα γίνει η χώρα υποδοχής για εκατοντάδες χιλιάδες προσφύγων, όσο και για την περιοχή γενικότερα. Σύμφωνα με αραβικές πηγές η Ρωσία αναμένει μέχρι τον Σεπτέμβρη τον αφοπλισμό και παράδοση της Hayat Tahriral-Sham (HTS) στο Idlib, ενώ σε περίπτωση που δε γίνει αυτό η Τουρκία θα βρεθεί σε διπλωματικό αδιέξοδο αφού οποιαδήποτε απόφαση της θα δυσχεράνει τις σχέσεις της είτε με τη Ρωσία, είτε με τις ΗΠΑ. Για μια χώρα όπως η Τουρκία, η οποία θεωρεί, και βλέπει τον εαυτό της ως μια διεθνή δύναμη, η παρούσα κατάσταση φαίνεται να τη δυσκολεύει να συμβιβάσει αυτήν την αντίληψη με την πραγματικότητα, δηλαδή ότι ουσιαστικά είναι μια μεσαίου μεγέθους δύναμη. Μια διαπίστωση η οποία επαληθεύεται από τις τρέχουσες εξελίξεις.
Οι κινήσεις της Τουρκίας δείχνουν πως ψάχνει λύσεις προς όλες τις κατευθύνσεις, όχι μόνο οικονομικές αλλά και διπλωματικές. Το αίτημα απελευθέρωσης του Hakan Atilla, ανώτερου στελέχους της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halk bank, ο οποίος έλαβε ποινή 32 μηνών στη Νέα Υόρκη για καταστρατήγηση των αμερικανικών κυρώσεων στο Ιράν, θα μπορούσε να διευθετηθεί και ενδεχομένως να στεκόταν αφορμή επαναπροσέγγισης των ΗΠΑ με την Τουρκία. Το αδιέξοδο των συναντήσεων για ακόμα μια φορά μεταξύ των δύο χωρών απαντήθηκε με απειλές από πλευράς Ερντογάν, και προσπάθειες ανάπτυξης στρατηγικών δεσμών με τη Ρωσία και την Κίνα. «Πριν είναι πολύ αργά, η Ουάσιγκτον πρέπει να παραιτηθεί από την λανθασμένη αντίληψη ότι η σχέση μας μπορεί να είναι ασύμμετρη και να συμβαδίζει με το γεγονός ότι η Τουρκία έχει εναλλακτικές λύσεις», έγραψε ο Ερντογάν σε κείμενο του στους The New York Times στις 10 Αυγούστου. Πρόσθεσε επίσης, πως «Η αποτυχία να αντιστραφεί αυτή η τάση μονομερούς και έλλειψης σεβασμού θα απαιτήσει από εμάς να αρχίσουμε να αναζητούμε νέους φίλους και συμμάχους».
Οι δηλώσεις Ερντογάν γίνονται ακόμα πιο εμπρηστικές μετά το tweet της 10ης Αυγούστου του Προέδρου Donald Trump ο οποίος ανακοίνωνε αύξηση στους δασμούς για τον τουρκικό χάλυβα και αλουμίνιο με την τουρκική λίρα να χτυπάει κόκκινο, γεγονός που επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Ερντογάν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν δηλώσει οικονομικό πόλεμο στην Τουρκία. Ο αρθρογράφος του Hurriyet Abdulkadir Selvi σωστά υποστήριξε ότι η κρίση με την Ουάσιγκτον έχει μετατραπεί σε αγώνα μεταξύ Ερντογάν και Τραμπ, δηλώνοντας πως «Το κλειδί για την επίλυση της κρίσης βρίσκεται στα χέρια αυτών των δύο ηγετών».
Ο Ερντογάν, ωστόσο, βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Κατηγορεί τις Ηνωμένες Πολιτείες για «προδοσία» και καλεί τους πολίτες να δείξουν τον πατριωτισμό τους με το να αντισταθούν στις προσπάθειες της Ουάσιγκτον να βλάψουν την Τουρκία. Υποστηρίζει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες χρησιμοποιούν «οικονομικά όπλα αντί για κανόνια, σφαίρες και βλήματα». Ο Ερντογάν ανακοίνωσε επίσης στις 14 Αυγούστου ότι η Τουρκία θα επιβάλει τιμολόγια στις αμερικανικές ηλεκτρονικές εισαγωγές. «Αν έχουν iPhone» δήλωσε, «υπάρχει η Samsung από την άλλη πλευρά. Στη χώρα μας έχουμε την Venus και την Βέστελ», αναφερόμενος σε εγχώριους κατασκευαστές ηλεκτρονικού εξοπλισμού.
Ο ειδικός σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, Galip Dalay, επεσήμανε ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις ήταν προϊόν του Ψυχρού Πολέμου. Αυτή η στρατηγική συμμαχία όπου παραδοσιακά το Υπουργείο Εξωτερικών και οι στρατιωτικοί στην Τουρκία, το Πεντάγωνο και ο στρατός στις Ηνωμένες Πολιτείες διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στη διατήρηση καλών σχέσεων και απέτρεπαν τις όποιες διαφορές να κλιμακωθούν, δεν ισχύει πλέον. Αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι πως εάν δεν βρεθούν διαρθρωτικές λύσεις στην οικονομία, και κυρίως στους γεωπολιτικούς ανασχηματισμούς στην περιοχή, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών δεν φαίνεται να διορθώνονται. Αντίθετα, θα συνεχίσουν να επιδεινώνονται.
Το βασικό ερώτημα ωστόσο, παραμένει, ακόμα και αν η Τουρκία επιχειρήσει να βρει άλλες διεξόδους, εκτός Δύσης, και κυρίως Αμερικής. Αυτό που έχει γίνει αντιληπτό εδώ και χρόνια είναι πως η Τουρκία δεν αποτελεί πλέον μέρος του δυτικού μπλοκ με τον ίδιο τρόπο που ήταν πριν την άνοδο του κυβερνώντος AKP. Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν αποτελούσε τη μόνη ελπίδα της Δύσης, ότι δηλαδή το πολιτικό Ισλάμ και η δημοκρατία είναι συμβατά. Αυτή η προσδοκία έχει καταρρεύσει τόσο από την πολιτική του ίδιου του Ερντογάν, όσο και από τη στάση της Δύσης και συγκεκριμένα της Ευρώπης.
Είναι σε θέση οι εναλλακτικές της Τουρκίας να βρουν λύση στο οικονομικό αδιέξοδο και στο τεράστιο χρέος που συσσωρεύεται καθημερινά; Αν υπάρχει μια χώρα η οποία μπορεί να το κάνει αυτή είναι η Κίνα, αλλά είναι αμφίβολο αν η Κίνα είναι διατεθειμένη να λάβει μέρος σε αυτόν τον κυκεώνα εξελίξεων οι οποίες μόνο προβλήματα μπορούν να επιφέρουν για την ίδια.
Το πολιτικό πραξικόπημα του Ερντογάν, η θεαματική αρπαγή εξουσίας που ενορχήστρωσε, δημιούργησε μια νέα τάξη πραγμάτων τόσο για την ίδια την Τουρκία όσο και για τις γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Ο Ερντογάν θέλει να δρα ελεύθερα, ατιμώρητος, ενώ παράλληλα επιδιώκει τη διεθνή νομιμοποίηση. Αυτές του οι πράξεις σίγουρα βοηθούν τον Τράμπ, που φαίνεται να θέλει να κατεδαφίσει την παλαιά παγκόσμια τάξη, μειώνοντας τη σε τέτοια πολυπολικότητα όπου ο παγκόσμιος φυλετισμός θα κυριαρχεί. Φυσικά, η διαμάχη των δύο ηγετών δρα μόνο σε βάρος της δημοκρατίας.