του Θάνου Καμήλαλη

Το Σάββατο, αστυνομικοί εμφανίστηκαν στα γραφεία της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» και του liberal.gr, προσπαθώντας να συλλάβουν δημοσιογράφους μετά από μήνυση του υπουργού Άμυνας, Πάνου Καμμένου. Η μήνυση Καμμένου, που ζήτησε να κινηθεί και η διαδικασία του αυτοφώρου, αφορούσε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της εφημερίδας που υπό τον τίτλο «ανήθικο πάρτυ» αναφερόταν σε «φαγοπότι ημετέρων» σε κονδύλια για τους πρόσφυγες, το οποίο ο ίδιος θεώρησε συκοφαντικό. Οι δημοσιογράφοι παρουσιάστηκαν στο Α.Τ Εξαρχείων, πέρασαν το βράδυ στη φυλακή και την Κυριακή αφέθηκαν ελεύθεροι.

Η είδηση προκάλεσε, όπως ήταν λογικό, την άμεση αντίδραση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που, συνοπτικά, καταδίκασαν την αυταρχική συμπεριφορά Καμμένου (που έχει έφεση σε τέτοις μηνύσεις) και διατράνωσαν την στήριξή τους στην ελευθερία του Τύπου. Προκάλεσε επίσης, έντονη κριτική στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προς τον υπουργό Άμυνας.

Κάπου εδώ είναι το πρώτο σημείο στο οποίο αξίζει να σταθούμε. Θεωρητικά, ο στόχος του νομοθέτη είναι να προστατεύει τον θιγόμενο από τα συκοφαντικά δημοσιεύματα. Πέτυχε κάτι ο Καμμένος με το αυτόφωρο; Αν ο στόχος της μήνυσης είναι πραγματικά η αποκατάσταση της υπόληψής του και της «αλήθειας», προφανώς και όχι. Αντίθετα, η μήνυση Καμμένου με αυτόφωρη διαδικασία είναι η καλύτερη διαφήμιση για τον «Φιλελεύθερο» και το ρεπορτάζ του. Μια εφημερίδα που πουλάει καθημερινά περίπου 2.500 φύλλα, ξαφνικά προκάλεσε πανελλήνιο ενδιαφέρον για το ρεπορτάζ της. Ένα ρεπορτάζ μάλιστα, που δεν κυκλοφόρησε σε άλλα ΜΜΕ, δεν εγκαταστάθηκε στη δημόσια συζήτηση, παρα μόνο μετά την αντίδραση του υπουργού Άμυνας, ο οποίος, με λίγα λόγια, κατάφερε το αντίθετο από αυτό που θα ήθελε.

Επομένως, το παράδειγμα του «Φιλελεύθερου» λειτουργεί πολύ εποικοδομητικά, για να καταλάβει κανείς το παράλογο αυτής της διάταξης, χωρίς επικλήσεις στην ελευθερία του Τύπου που θα μπορούσαν, μολονότι δεν είναι, να θεωρηθούν συντεχνιακές. H Ελλάδα, όπως γράφει σωστά σήμερα ο Κώστας Βαξεβάνης στο Documento, «είναι από τις λίγες χώρες στον αναπτυγμένο κόσμο που διατηρεί ως ποινικό αδίκημα τα εγκλήματα περί Τύπου και η μοναδική με την πατέντα του αυτοφώρου».

Κι αφού λοιπόν η «προστασία του θιγόμενου» δεν επιτυγχάνεται, τα μόνα που εξυπηρετούν αυτές οι διατάξεις είναι ο εκφοβισμός των δημοσιογράφων και ο εξευτελισμός τους (κατά την εξουσία) να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται στο αστυνομικό τμήμα. Είναι ακόμα ένα τείχος προστασίας των ισχυρών απέναντι στους δημοσιογράφους, με στόχο οι δεύτεροι να το σκεφτούν δύο και τρεις φορές πριν γράψουν ξανά κάτι επικριτικό προς τους πρώτους. Παράλληλα, προστατεύουν τους ισχυρούς από την απαίτηση να απαντήσουν. Ο Καμμένος για παράδειγμα, υποστηρίζει ότι «δεν είχε ποτέ καμία αρμοδιότητα στο προσφυγικό ούτε σε κονδύλια ΕΕ». Αντί να το εξηγήσει αναλυτικά προτίμησε η μόνη του δημόσια τοποθέτηση να είναι αυτή:

Για να βρει κανείς την απάντησή του, θα πρέπει να ψάξει τη μήνυση και να ανατρέξει στο σχετικό σημείο. Θα μπορούσε πολύ απλά να δημοσιεύσει την απάντησή, μαζί με τα απαραίτητα έγγραφα που έχει στη διάθεσή του και να απαιτήσει από την εφημερίδα να τη δημοσιεύσει και η ίδια, για να πληροφορηθεί το κοινό, πριν τουλάχιστον προχωρήσει στη μήνυση. Δεν το έκανε, ενδεικτικό του πώς ο νόμος δεν ενδιαφέρεται για την εικόνα του προσώπου στη δημόσια σφαίρα και την ύπαρξη συκοφαντιών στον δημόσιο διάλογο, αλλά για την τιμωρία του Τύπου, όπου κρίνεται «ενοχλητικός. Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν πολλοί πολιτικοί, είτε χρησιμοποιούν την αυτόφωρη διαδικασία είτε όχι και προτιμούν να αναφέρονται αφηρημένα σε «σκευωρίες» και «συκοφαντίες», αντί να απαντούν τεκμηριωμένα.

Κρύβονται δηλαδή πίσω από τις τυποκτόνες διατάξεις, που στοχεύουν στην προληπτική λογοκρίσια, με την επίθεση της εξουσίας στον Τύπο να εντείνεται με τις μαζικές αγωγές για τεράστια ποσά, που απειλούν μέσα και δημοσιογράφους με οικονομική εξόντωση. Ένα ξεκάθαρα αυταρχικό καθεστώς, που μάλιστα παρατείνεται λόγω της πολιτικής και δημοσιογραφικής υποκρισίας και της διάκρισης ανάμεσα σε «δικούς μας» και «δικούς σας».

Λόγω αυτής της υποκρισίας, η δημοκρατική απαίτηση για προστασία της ελευθερίας του Τύπου γίνεται παχνίδι σκοπιμότητας και μικροπολιτικής αντιπαράθεσης. Για την υπόθεση του «Φιλελεύθερου», η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ έβγαλαν πύρινες ανακοινώσεις κατά της κυβέρνησης, μιλώντας για καθεστωτικές αντιλήψεις και αυταρχισμό ενώ τα σχόλια για «Μαδουρισμό» δίνουν και παίρνουν. Όταν όμως, για παράδειγμα, ο Αντώνης Σαμαράς μήνυσε τον Κώστα Βαξεβάνη για μια ανάρτησή του στο facebook, που οδήγησε στη σύλληψη του δημοσιογράφου, ή όταν ο Σαμαράς μήνυσε το «Documento» για την αναδημοσίευση της καταγγελίας της ΟΙΕΛΕ (για να καταλάβουμε τη γελοιότητα συχνά των αγωγών) τα ίδια κόμματα σιωπούσαν ή, στην περίπτωση της ΝΔ, επικροτούσαν αυτήν την πρακτική.

Το αντίθετο φυσικά, συμβαίνει με την κυβέρνηση και ειδικά με τον ΣΥΡΙΖΑ, που λάμπει δια της απουσίας του από τις διαμαρτυρίες για τη μήνυση Καμμένου. Το υπουργείο Δικαιοσύνης μάλιστα, σύμφωνα με το left.gr, σχολίασε απλά ότι «η αυτόφωρη διαδικασία ισχύει για όλους τους πολίτες».  Η ίδια υποκρισία επικρατεί στην κοινωνία, αλλά συχνά ακόμα και σε πολλά ΜΜΕ, ανάλογα τα κομματικά γυαλιά του καθενός. Αλλιώς θα παίξει η είδηση της δίωξης του «δικού μας», αλλιώς του «αντίπαλου» και πολλοί που διαμαρτύρονται σήμερα, αύριο θα γράφουν ή θα υπονοούν «καλά να πάθει, μπράβο». Το κακό παράδειγμα μάλιστα, δινει η ίδια η ΕΣΗΕΑ, με την επιλεκτική της ευαισθησία.

Αν δεν μπορείς να κάνεις κριτική σε πρακτικές της εξουσίας που θίγουν το ίδιο σου το επάγγελμα, τότε κάτι κάνεις πολύ λάθος. Εκτός αυτού, η απαίτηση να καταργηθούν οι τυποκτόνες διατάξεις θα πρέπει να είναι συλλογική, πόσο μάλλον όταν υπάρχουν απλές και ξεκάθαρες τροποποιήσεις που θα προστατεύουν και την ελευθερία του Τύπου και το δικαίωμα του θιγόμενου να «αποκαταστήσει την αλήθεια». Για παράδειγμα:

  • Τέλος στην αυτόφορη διαδικασία και μετατροπή του ποινικού αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης σε αστικό. Μαζί με αυτό το στοιχειώδες:
  • Άρση ασυλίας για όποιο πολιτικό πρόσωπο μηνύσει πολίτη. Δεν γίνεται σε μια δικαστική διαμάχη, ο ένας να έχει ασυλία (που πολύ δύσκολα αίρεται) και ο άλλος όχι.
  • Τερματισμός στις διώξεις που βασίζονται σε αξιολογικές κρίσεις, δηλαδή σε άρθρα γνώμης, για συγκεκριμένο πρόσωπο.
  • Δικαίωμα στον «θιγόμενο» να δημοσιεύσει την απάντηση του, που θα αναρτάται στο ίδιο σημείο με το επίμαχο ρεπορτάζ και χωρίς οποιαδήποτε επέμβαση του μέσου σε αυτήν. Με την κίνηση αυτή το μέσο (που θα μπορεί εξάλλου να ανταπαντήσει) θα απαλάσσεται από νομικές ευθύνες, ενώ σε αντίθετη περίπτωση θα ακολουθεί, δικαιολογημένη πλέον, αγωγή. Αυτό θα προστατεύσει καλύτερα και τους «θιγόμενους», γιατί αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι το μέσο μπορεί να δημοσιεύσει μια «συγγνώμη» για να σταματήσει τη νομική διαδικασία. Δεδομένης όμως της πρακτικής να δημοσιεύονται οι συγγνώμες σε «μονόστηλα», πολλούς μήνες μετά την «αποκάλυψη», η λάσπη κατά του πολιτικού μένει στη δημόσια σφαίρα.
  • Χαμηλό όριο στις οικονομικές απαιτήσεις. Αν όντως το ζητούμενο του «θιγόμενου» είναι η αποκατάσταση της αλήθειας και όχι η εκδικητική εξόντωση του μέσου ή η απειλή αυτής, τότε η λύση αυτή είναι εύλογη.

Στην τελική το δίλημμα είναι πολύ απλό. Θέλουμε να περιορίζουμε άμεσα και έμμεσα στην ελευθερία του Τύπου, ή να περιορίζουμε τον αυταρχισμό των Καμμένων και των Σαμαράδων;

Νομίζω ότι υπάρχει τρόπος, να αποφύγουμε το πρώτο, να καταστείλουμε το δεύτερο, προστατεύοντας κιόλας το δικαίωμα του καθενός να προστατεύσει την προσωπικότητά του και αναγνωρίζοντας τον ρόλο του δημοσιογράφου να ασκεί κριτική, πολλές φορές έντονη η και υπερβολική και να κρίνεται για τα στοιχεία του πρώτα από όλα από το κοινό του. Και πέρα από τις υποκριτικές καταγγελίες ή την κυβερνητική ομερτά του «σήμερα εγώ, αύριο εσύ», να αναγνωρίσουμε την παθογένεια αυτή ως ζήτημα δημοκρατίας.