Παρά τις συνεχείς εξελίξεις, αξίζει να θυμηθούμε ξανά την αρχική αφήγηση των ΜΜΕ γύρω από το συμβάν. «Νεκρός άντρας που αποπειράθηκε να ληστέψει κοσμηματοπωλείο στο κέντρο της Αθήνας», ήταν ο πρώτος τίτλος, με την αφήγηση να βρίθει ανακριβειών, ψεμάτων και ελλιπών στοιχείων. Η πρώτη εξιστόρηση των γεγονότων έχει ως εξής. Ο «ληστής» μπήκε στο κατάστημα, «κρατώντας μαχαίρι», εγκλωβίστηκε εκεί, στη συνέχεια «έσπασε τη βιτρίνα με τον πυροσβεστήρα» και «τραυματίστηκε θανάσιμα από τα σπασμένα γυαλιά». Μάλιστα, «κρατώντας το μαχαίρι επιχείρησε να διαφύγει ωστόσο δεν τα κατάφερε, λόγω της παρέμβασης της αστυνομίας». Σε μία επόμενη εκδοχή, από τις ίδιες πηγές, ο «ληστής» που βρίσκεται ακινητοποιημένος και λαμβάνει τις πρώτες βοήθειες, παίρνει ένα κομμάτι γυαλί, «απωθεί τους αστυνομικούς» ή/και «απειλεί τον άνδρα του ΕΚΑΒ» και επιχειρεί να διαφύγει, πριν τον ακινητοποιήσουν οι αστυνομικοί.
Τα δύο αποκαλυπτικά βίντεο ωστόσο διαψεύδουν σχεδόν όλα τα πρώτα «στοιχεία». Πρώτα απ’ όλα, τίποτα δεν έχει δείξει μέχρι στιγμής ότι έχουμε να κάνουμε με ληστεία, δηλαδή ότι υπάρχει και απειλή για χρήση βίας, μαζί με την απόπειρα κλοπής. Ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του καταστήματος υποστηρίζει ότι ο Κωστόπουλος βρέθηκε εντός του συγκεκριμένου χώρου, ενώ αυτός δεν βρισκόταν στο κατάστημα. Παράλληλα, σε κανένα σημείο του πρώτου βίντεο δεν φαίνεται ο Κωστόπουλος να κρατάει μαχαίρι, και να απειλεί με οποιονδήποτε τρόπο τους ανθρώπους που βρίσκονται εκτός. Η αστυνομία αφήνει να διαρρεύσει ότι στον τόπο του εγκλήματος βρέθηκε ένα μαχαίρι, κάτι που μένει να αποδειχθεί.
Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα πάντως στο οπτικό υλικό, είναι ο Κωστόπουλος να κρατάει στην αρχή και με τα δύο του χέρια τον πυροσβεστήρα, προσπαθώντας να σπάσει την πόρτα του καταστήματος στο οποίο έχει παγιδευτεί. Καθώς δεν τα καταφέρνει, στη συνέχεια αφήνει τον πυροσβεστήρα και προσπαθεί να βγει από το κάτω μέρος της βιτρίνας, το οποίο εμφανίζεται να μην είναι σπασμένο ακόμα. Η βιτρίνα φαίνεται σπασμένη στο πάνω μέρος της, άγνωστο ακόμα πώς. Στο βίντεο φαίνεται ότι το κάτω της μέρος σπάει από τις κλωτσιές των δύο ατόμων που στη συνέχεια ξυλοκοπούν τον Ζακ Κωστόπουλο. Για τον ξυλοδαρμό που συγκλονίζει στο βίντεο, στην αρχή. Bάσει των στοιχείων που παρουσιάζει η αστυνομία, δεν υπάρχει καμία αναφορά.
Επομένως, ακόμα και η χρήση όρων όπως «ληστεία» ή «επίδοξος ληστής» είναι αυθαίρετη, πόσο μάλλον όταν εμπλουτίζεται με το «υπό την απειλή μαχαιριού». Σε αυτήν τη φάση και σε μία τόσο ευαίσθητη για την κοινή γνώμη υπόθεση, θα πρέπει τα ΜΜΕ, που συμμετέχουν αποφασιστικά στη διαμόρφωση κρίσεων, να είναι προσεκτικά. Τίποτα δεν αποκλείεται, αλλά και τίποτα δεν έχει αποδειχθεί ακόμα για τα αίτια που οδήγησαν τον Κωστόπουλο στο κατάστημα της Ομόνοιας. Από την άλλη όμως, αυτό που έχει αποδειχθεί είναι ο ξυλοδαρμός του και η αυτοδικία στην οποία προχώρησαν οι δύο άντρες. Οι ακριβείς συνέπειες αυτού του ξυλοδαρμού επίσης δεν έχουν αποδειχθεί.
Η πρώτη ιατροδικαστική εξέταση του Κωστόπουλου είναι η δεύτερη φορά που τα ΜΜΕ, αλλά και πληθώρα σχολιαστών, βιάστηκαν να βγάλουν συμπεράσματα. Για πολλά Mέσα ή έστω για τους τίτλους που χρησιμοποίησαν, οι ιατροδικαστές κατέληξαν στο ότι η αιτία θανάτου είναι «απροσδιόριστη». Αυτό είναι επίσης αυθαίρετο, καθώς υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ του σκέτου «απροσδιόριστη» και της αλήθειας ότι «δεν μπορεί να προσδιοριστεί ακόμα», πριν δηλαδή τις ιστολογικές και τοξικολογικές εξετάσεις, όπως ανέφεραν ξεκάθαρα οι ιατροδικαστές. Βέβαια, υπήρξε και η πλήρης διαστρέβλωση των μέχρι στιγμής πληροφοριών. Ιντερνετικά ΜΜΕ (Πρώτο Θέμα, Ελεύθερος Τύπος) αλλά και σημερινές εφημερίδες (Δημοκρατία) υποστηρίζουν ψευδώς ότι το ιατροδικαστικό συμπέρασμα είναι ότι «δεν τον σκότωσαν τα χτυπήματα». «Δημοσιογράφοι» όπως ο Κωνσταντίνος Μπογδάνος έσπευσαν να πανηγυρίσουν σχεδόν στα κοινωνικά μέσα, γράφοντας ότι «οι ιατροδικαστές συμφώνησαν ότι δεν υπήρχαν θανατηφόρες κακώσεις ή θανατηφόρα χτυπήματα στο κεφάλι».
Αυτό είναι ψευδές, καθώς, όπως εξήγησαν οι ιατροδικαστές, και ειδικά ο Σωκράτης Τσαντίρης, οι ιατροδικαστές συμφώνησαν μόνο στο ότι δεν εντοπίζονται μακροσκοπικώς, δηλαδή δια γυμνού οφθαλμού, κακώσεις που να δικαιολογούν τον θάνατο. Η θανατηφόρα κάκωση δεν αποκλείεται, όπως εξήγησε αργότερα ο κ.Τσαντίρης, ενώ η δικηγόρος της οικογένειας Κωστόπουλου, Άννυ Παπαρούσσου, υποστηρίζει ότι κατά την εξέταση «βρέθηκε εγκεφαλικό οίδημα, το οποίο μένει να ερευνηθεί και να διαπιστωθεί από τι προήλθε».
Όσο λοιπόν και να βιάζονται για κρίσεις και πανηγυρισμούς πολλοί, η αλήθεια είναι ότι κι εδώ σχεδόν τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα, αν φυσικά ενδιαφέρονται για την σωστή ενημέρωση, την τήρηση της δεοντολογίας και όχι για την καλλιέργεια σκοτεινών ενστίκτων και αντανακλαστικών. Συν τοις άλλοις, μοιάζει απίθανο και πέραν κάθε λογικής, να μην υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ των χτυπημάτων που δέχεται ο Ζακ Κωστόπουλος και του θανάτου του που ακολουθεί.
Εκτός όμως της στάσης συγκεκριμένων ΜΜΕ, το καθήκον της φαίνεται να μην έχει κάνει ούτε η αστυνομία, από τις ενέργειας της οποίας προκύπτουν σοβαρά ερωτήματα. Φαίνεται ότι η αστυνομία επιχείρησε να κλείσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα την υπόθεση, αγνοώντας τις πολλές «τρύπες» της αρχικής αφήγησης, την οποία μάλιστα μετέδωσε στα ψευδή αστυνομικά «ρεπορτάζ» της πρώτης ημέρας. Αυτή η συγκάλυψη μάλιστα, φαίνεται να είναι ξεκάθαρη στη μέχρι στιγμής δικογραφία. Όπως κατήγγειλε η δικηγόρος της οικογένειας, στη δικογραφία που της παραδόθηκε δεν περιλαμβάνεται καμία αναφορά στον ξυλοδαρμό, ενώ παράλληλα είναι έκδηλη η προχειρότητα και η έλλειψη ενδιαφέροντος υπό τις οποίες διεξήχθη η αστυνομική έρευνα. Η αστυνομία δεν απέκλεισε το κατάστημα, όπως συμβαίνει για τόπους εγκλημάτων, και δεν πραγματοποίησε άμεση έρευνα στο εσωτερικό του.
Λόγω του οπτικού υλικού, η προχειρότητα είναι καταφανής. Το σχήμα «πρεζάκι ληστής που τραυματίστηκε μόνος του» ήταν στην αρχή αρκετό για να μην τεθούν επίσημα ερωτήματα. Θα πρέπει όμως να αναρωτηθούμε, τι θα συνέβαινε αν αυτό το υλικό δεν υπήρχε. Τι συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, όπου το υλικό δεν υπάρχει, ή σε άλλες, όπως σε υποθέσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας.
Ο δημόσιος διάλογος γίνεται μερικές φορές λες και οι αντιμαχόμενες πλευρές είναι από τη μία οι υποστηρικτές του Ζακ, ευαίσθητοι στα ζητήματα της προστασίας των ευάλωτων ομάδων, και από την άλλη οι υποστηρικτές του καταστηματάρχη, αδιάφοροι ή εχθρικοί για τις ευαισθησίες των πρώτων, υπερασπιστές της τάξης και της ασφάλειας.
Δεν πρόκειται όμως για ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Η αρχική ιστορία αφορά δύο ανθρώπους, έναν που πεθαίνει χτυπημένος και έναν που τον κλωτσάει προσπαθώντας να του λειώσει το κεφάλι στο πεζοδρόμιο.
Μερικές φορές πρόκειται για πράγματα πολύ πιο στοιχειώδη. Όπως ότι είναι άλλο να έχεις απέναντί σου κάποιον από τον οποίον απειλείται η ζωή σου, έναν ληστή με μαχαίρι, και άλλο να μην απειλείται η ζωή σου. Το να ψεύδεται κανείς σε σχέση μ' αυτό, είτε δημοσιογραφικά είτε υπηρεσιακά (αν και οι δύο αυτές πηγές παραπληροφόρησης συγκοινωνούν, καθώς η αστυνομία διοχετεύει το συστημικό «ρεπορτάζ»), είναι συνενοχή.