Παρακολούθησα πρόσφατα παρουσίαση στον Ιανό της Σταδίου του νέου μυθιστορήματος, κατ’ ακριβολογία αναπαράστασης εποχής, της Θεσσαλονικιάς (Πόντιας την καταγωγή) πολλά υποσχόμενης εκπαιδευτικού και συγγραφέως Σοφίας Νικολαΐδου, Χορεύουν οι Ελέφαντες, που κυκλοφορεί εδώ και λίγον καιρό από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και συγκαταλέγεται στη χορεία του ιστορικού μυθιστορήματος. Η Σοφία Νικολαΐδου ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης εκεί που το είχε αφήσει πίσω στα 2010, με το εξίσου τολμηρό Απόψε δεν έχουμε φίλους, όταν θεματικός της καμβάς ήταν (και πάλι) το πολύπαθο εκπαιδευτικό μας σύστημα σε συνάφεια με την κατοχική μάστιγα του δοσιλογισμού στη γενέθλια πόλη. Πρωταγωνιστής εκεί ο επί διδακτορική διατριβή, ασυμβίβαστος καθηγητής Μαρίνος Σουκιούρογλου, που παραιτείται από τις βλέψεις του για πανεπιστημιακή καριέρα και δρασκελίζει -ελέω συγγραφέα- τις εκπαιδευτικές βαθμίδες και τις λογοτεχνικές συμβάσεις για να τον συναντήσουμε εκ νέου στο Χορεύουν οι Ελέφαντες, καθηγητή της μέσης εκπαίδευσης, μέντορα ενός αντισυμβατικού τελειόφοιτου alter ego του, σε προπαρασκευή για τις πανελλαδικές εξετάσεις, του Μηνά.
Τίτλος: Χορεύουν οι ελέφαντες
Κατηγορία: Μυθιστόρημα
Επιμέλεια σειρά: Ελένη Μπούρα
Εκδότης: Μεταίχμιο
Έτος έκδοσης: 2012
Σελίδες: 345
Τιμή: 15,50€
Στη μεταιχμιακή για το εκπαιδευτικό σύστημα χρονιά της τρίτης τάξης του λυκείου, ο πανέξυπνος, αλλά υπερβολικά συνειδητοποιημένος για να χωράει σε καλούπια Μηνάς έχει αποφασίσει ότι θα απέχει από τις εξετάσεις. Ο Σουκιούρογλου υπερκεράζει το μαθητή σε ριζοσπαστική σκέψη και του αναθέτει να παρουσιάσει μια ερευνητική εργασία για τη δολοφονία του Αμερικανού δημοσιογράφου Τζόρτζ Πόλκ (υπό τη μετωνυμία Τάλας), που συντάραξε την εμφυλιακή συμπρωτεύουσα το Μάιο του 1948, αποσκοπώντας να του αναπτερώσει το μειωμένο ενδιαφέρον για το διάβασμα. Για το έγκλημα κατηγορήθηκε και καταδικάσθηκε από την ελληνική δικαιοσύνη εκείνης της σκοτεινής ιστορικής συγκυρίας ένας αθώος δημοσιογράφος, ο Γρηγόρης Στακτόπουλος (με το όνομα Γκρής, για το βιβλίο). Τη δικαστική ‘’πλάνη’’ προσπάθησε στα επόμενα χρόνια να αναψηλαφήσει χωρίς αποτέλεσμα η σύζυγος του Στακτόπουλου, που μαζί με το δικηγόρο της οικογένειας παρέθεσαν τις απόψεις και τα στοιχεία που διαθέτουν στη συγκινητική παρουσίαση του Ιανού.
«Εάν πιστεύετε πως με τον νόμο στο χέρι αποδίδεται η δικαιοσύνη και λύνονται πάσης φύσεως προβλήματα, λυπάμαι, αλλά είστε αφελής. Η ζωή αποτελεί πιο σύνθετο φαινόμενο. Κι όσο για τα τεκμήρια, τα οποία επικαλείσθε, θα μου επιτρέψετε να καγχάσω. ‘Εζησα δύο πολέμους και στρατοδικεία, η ιδέα ότι η πραγματικότητα είναι μία και αδιαμφισβήτητη μου προκαλεί θυμηδία. Η πραγματικότητα είναι η υπέρτατη κατασκευή, ρωτήστε τους ανθρώπους που βιοπορίζονται από αυτήν, δικηγόρους και δημοσιογράφους. Οι άνθρωποι αδυνατούν να το χωνέψουν. Αυτό που αποκαλούν βιαστικά αλήθεια σπανίως επαρκεί. Κι ακόμα σπανιότερα προσφέρει λύση. Η δικτατορία της αλήθειας. Η παντοκρατορία των καλών προθέσεων. Δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο για μια οικογένεια ή μια χώρα. Εκ των υστέρων εμφανίζονται οι ιστορικοί»
Ακολουθώντας μια παραλλαγή εκτενώς χρησιμοποιημένης αφηγηματικής τεχνικής –τη συναντήσαμε για παράδειγμα στο Γύρο του Θανάτου, του Θωμά Κοροβίνη- που δίνει το λόγο διαδοχικά σε πρωταγωνιστές εκείνων των γεγονότων, ωσάν να επαναλαμβάνεται η ακροαματική διαδικασία σε ακροατήριο εξ αντικειμένου αποστασιοποιημένο από την ίντριγκα και τις πολιτικές/κοινωνικές συνθήκες της εποχής, με την εμβόλιμη εισαγωγή της ενότητας Οι άλλοι κρίνουν, δηλωτικής χορού της αρχαίας τραγωδίας, η ‘’παντοδύναμη’’ συγγραφέας παρεμβαίνει κατ’ οικονομία στη διαδικασία συγκέντρωσης και αξιολόγησης στοιχείων της ανεξάρτητης ιστορικής έρευνας, για να αποσυρθεί διακριτικά όταν ο 18χρονος μαθητής παρουσιάζει τη δική του αμφίσημη εκδοχή των πραγμάτων στον ανικανοποίητο –αφού ανέμενε κάθετη ετυμηγορία- Σουκιούρογλου.
Η αλήθεια είναι πως τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν στις δεκαετίες που παρήλθαν από τη δολοφονία του Πόλκ ήταν ικανά, ώστε η ‘’τυφλή’’ και πλανημένη Θέμιδα να αναβλέψει. Όπως εξήγησε και ο δικηγόρος του Στακτόπουλου, οι φερόμενοι ως φυσικοί αυτουργοί της πράξης και μετέπειτα πολιτικοί/ποινικοί πρόσφυγες παρέδωσαν ομολογία της ενοχής τους, που αγνοήθηκε από τις ελληνικές κυβερνήσεις και την ανεξάρτητη δικαιοσύνη για προφανείς λόγους. Η μεταπολεμική καθημαγμένη Ελλάδα είχε αδήριτη ανάγκη την επισιτιστική βοήθεια και το εξιλαστήριο θύμα μιας πολύκροτης δίκης, έστω κι αν τα στοιχεία ήταν ανεπαρκή, είχε βιαστικά και βασανιστικά επιλεγεί για να αρχειοθετηθεί η υπόθεση.
Η επιλογή της διακριτής εκδοχής, ως απόσταγμα της πρωτοποριακής για την ανάθεσή της μαθητικής εργασίας, καταδεικνύει την απογοήτευση της νέας γενιάς από τα πεπραγμένα ενός μακρού μεταπολεμικού πολιτικού σκηνικού, που μόνον δεινά επισώρευσαν στην πατρίδα μας, καθώς απέτυχαν χαρακτηριστικά – ή μάλλον εξέθρεψαν κοινωνικές και οικονομικές δομές αναξιοκρατίας και βαθιάς διαφθοράς- με αποκορύφωμα την προϊούσα πνευματική και πρόσφατη πιστωτική χρεωκοπία της Ελλάδας. Προς τούτο, εκτιμώ, κατατείνει και η απόφαση του Μηνά, βιώνοντας τον έρωτα για την ενδοσχολική ‘’πολέμιό’’ του απουσιολόγο Εβελίνα, εγγονή του δικηγόρου του Γκρή Ντινόπουλου, να εγκαταλείψει την προγενέστερη απόφαση αποχής του από τις εξετάσεις, επιλέγοντας την ακαδημαϊκή μόρφωση ως μόνη διέξοδο στο αλυσιτελές εγχώριο κατεστημένο, που μεταφράζεται σε κατ΄ελάχιστον μια χαμένη γενιά νεοελλήνων.
Η ιστορική αλήθεια, με την αφορμή της πολιτικής πράξης, την οποία συνιστά η δολοφονία Πολκ, που τοποθετείται σε αχαρτογράφητα χρονικά πλαίσια για τη σύγχρονη εκπαιδευτική διαδικασία, αποτελεί προμετωπίδα της λογοτεχνικής κατάθεσης. Στην ακολουθία του Απόψε δεν έχουμε φίλους, η συγγραφέας και εκπαιδευτικός ταυτίζεται παρασκηνιακά στο Χορεύουν οι Ελέφαντες με τον εκπρόσωπο της νέας γενιάς Μηνά και προτείνει ανεξάντλητη έρευνα των πηγών και πολυφωνική προσέγγιση, με σκοπό τη νηφάλια έκδοση συμπερασμάτων για το ιστορικό γεγονός.
Σε αυτήν τη γραμμή, η ιστορικός Σοφία Νικολαΐδου, ορμώμενη από τον Γάλλο φιλόσοφο Πωλ Ρικέρ και το κλασικό βιβλίο του Μνήμη, Ιστορία, Λήθη, προειδοποιεί για την αναγκαιότητα αναθεώρησης της παραδεδεγμένης και ενταγμένης στα εκπαιδευτικά εγχειρίδια επιστημονικής άποψης. Η ‘’θεσμική’’ Ιστορία ως περιχαρακωμένη καθεστηκυία πραγματικότητα, από την πλευρά των νικητών, άλλοτε δε ως κοσμική θρησκειολογία, από την πλευρά των αδικημένων, δεν συνεισφέρει στο ‘’ισοζύγιο της οικονομίας της μνήμης’’. Ενέχει αντίθετα τον προφανή διττό κίνδυνο είτε της αταβιστικής προσκόλλησης στην ιστορική υπερμνησία, που τροφοδοτεί το μίσος, είτε της καθολικής αμνησίας και της εγκληματικής απάθειας, απέναντι σε θηριωδίες που μέλλουν νομοτελειακά να επαναληφθούν, εάν δεν αποκατασταθούν, δηλαδή προοιωνίζεται διάλυση της ταυτότητας και αποδόμηση της συνείδησης.
Καταλυτικό το καυστικό σχόλιο της Σοφίας Νικολαΐδου τόσο για θεσμούς, όπως η δικαιοσύνη και η παιδεία σε οριακά υπαρξιακή κρίση, ως αποκύημα μακρόχρονης πνευματικής ένδειας και απαξίας, όσο και ο επαρκώς αναγνώσιμος χλευασμός για νοοτροπίες ίδιες υπέρμετρου ατομικισμού και παραίτησης από τα κοινά, σε μια χώρα όπου η σιωπή μεταβιβάζεται όπως το γενετικό υλικό, χάριν μιας χιμαιρικής επίπλαστης ευδαιμονίας, της οποίας αρνούμαστε να αποδεχθούμε την απουσία νοήματος αλλά και την οριστική απώλεια.
Καθώς το παράπλευρο αλλά εξίσου ουσιαστικό ερώτημα, που θέτει η εκπαιδευτικός Σοφία Νικολαΐδου στο Χορεύουν οι Ελέφαντες, είναι η εκπαιδευτική καθημερινότητα, και αν υπάρχει περιθώριο να αναγνωριστούν οι ιδιαιτερότητες παιδιών, όπως ο Μηνάς – υπό το αβάσταχτο φορτίο της ελλειπέστατης χρηματοδότησης, θα πρόσθετα- η προσέγγισή της σε πρόσφατη συνέντευξη είναι:
Δουλεύω είκοσι χρόνια σε σχολείο. Με ενδιέφερε τεραστίως να αποτυπώσω στο χαρτί τη σχολική πραγματικότητα. Ο έφηβος ήρωάς μου, ο Μηνάς, είναι ένα παιδί έξυπνο, ίσως εξυπνότερο από τους δασκάλους του. Αυτό δεν αποτυπώνεται στις επιδόσεις του, τουλάχιστον όχι πάντα. Το εκπαιδευτικό σύστημα δεν αναγνωρίζει και δεν καλλιεργεί την ιδιαιτερότητα, τρέμει την αριστεία, ιδίως όταν αυτή δε χωρά στα μετρήσιμα μεγέθη. Ομως ο δάσκαλος μπορεί να κάνει ένα παιδί να ανθίσει. Τρομοκρατικό και παρήγορο συγχρόνως: η εκπαίδευση είναι θέμα πράξης. Αν ο δάσκαλος δεν ξέρει τι να κάνει με τα παιδιά, όσα βιβλία και να διαβάσει, δε θα φωτιστεί. Αν δαπανά χρόνο και ψυχή, σίγουρα βρίσκει λύση και διέξοδο.
Σε δεύτερο επίπεδο, αναδεικνύει εξ’ αυτού την παιδεία ως το μοναδικό πολλαπλασιαστικό κεφάλαιο για κάθε λαό, προς τα εκεί συνεπώς μονοσήμαντα οφείλει να κατευθυνθεί το όποιο πρωτογενές ή άλλο πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού, αν προσδοκούμε μιαν ανάταξη και ανάσταση πνευματική για τις γενιές που επέρχονται. Επισημαίνοντας ανατριχιαστικές ομοιότητες ανάμεσα στη μεταπολεμική και τη συγχρονική μας πραγματικότητα, η Σοφία Νικολαΐδου καταγράφει με το Χορεύουν οι Ελέφαντες σημαντική παρέμβαση σε δύο επίπεδα, από τη μία στον επιστημονικό διάλογο για την Ιστορία και την αντικειμενικότητα, εισηγούμενη από την άλλη τολμηρές επιλογές στο εκπαιδευτικό σύστημα και κατ’ επέκταση την πνευματική ζωή μιας Πολιτείας σε αγωνία επιβίωσης.
Γιώργος Στυλιανού