Το μακρινό 1984 (όχι εκείνο του Orwell, το κανονικό) ένας τρεντο-κάγκουρας έδειχνε το drip του στην κάμερα, ενώ περίμενε στην ουρά μιας δημόσιας υπηρεσίας:

«Και ο πρώτος, ε! Παπούτσι; Εισαγωγής! Έντεκα χιλιάρικα, σκίζει!

Πουκάμισο; Μπουφανάκι; Εισαγωγής. Εννέα καφετούλια! Μοντελάκι ο δικός σου, έτσι; Τσιγάρο; Εισαγόμενο. Πάφ και τάληρο, σκέτο Τέξας! Παντελόνι με τα abc του, τη τσίγκινη ταμπελίτσα του, εισαγωγής κι αυτό. Τζάμπα, έξι διακόσιες. Ποιος είμαι; Εισαγόμενος είμαι;»

Μετά, καθώς έφτασε η σειρά του στο γκισέ, εξηγούσε στον υπάλληλο το σκοπό της επίσκεψης του: «Για το επίδομα ανεργίας».

Ήταν ο ηθοποιός Νίκος Παπαναστασίου, στα πλαίσια της διαφημιστικής εκστρατείας «Ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ», με σκοπό την προώθηση της ντόπιας παραγωγής, σε μια εποχή που η ξενομανία είχε χτυπήσει κόκκινο. Το μήνυμα σαφές: αγοράζοντας ξένα προϊόντα θα  πληρώσουμε όλοι τις επιπτώσεις στην οικονομία και την αγορά εργασίας.

Σήμερα ― τέσσερις δεκαετίες αργότερα ― το όλο σκηνικό ακούγεται εξωγήινο. Όχι μόνο το να αγοράζουμε εισαγόμενα είναι το αυτονόητο, αλλά και να ήθελε κάποιος να επιμείνει «ελληνικά» αυτό θα ήταν αδύνατο σε ό,τι αφορά όλα τα προϊόντα που αναφέρει ο «εισαγόμενος» και πάρα πολλά ακόμη. Βασικά, σε οποιοδήποτε τομέα εκτός ίσως των ειδών διατροφής.

Με τα τελευταία, και συγκεκριμένα με το γάλα, ασχολείται το νέο βιβλίο της ιστορικού Μαρίας Σαμπατακάκη «ΑΣΠΡΌ: οι αγελαδοτρόφοι του Ασπρόπυργου»*, στο οποίο ξετυλίγει το κουβάρι της μεταπολεμικής παραγωγής στην Ελλάδα, από την μεταπολεμική ανοικοδόμηση της από τις στάχτες της Κατοχής, έως την είσοδο στην ΕΟΚ, και την μετέπειτα σχεδόν πλήρη αποβιομηχανοποίηση της χώρας.

Το βιβλίο περιγράφει την προπολεμική άνοδο των συνεταιρισμών, οι οποίοι στηρίχθηκαν τόσο από πρωτοβουλίες της Αριστεράς (ως μια εφικτή μορφή εξισωτικού ελέγχου των παραγωγών επί του προϊόντος τους σε καπιταλιστικές συνθήκες), αλλά και από μορφές της Δεξιάς (από τον Αβέρωφ έως το Μεταξά), ή ακόμα και από τον Αμερικάνικο παράγοντα.

Ο τελευταίος, ο οποίος χρηματοδοτούσε και χάραζε την μεταπολεμική ανασύσταση της Ελληνικής παραγωγής στα πλαίσια του «σχεδίου Μάρσαλ», δεν κινούνταν βέβαια από κομμουνιστικά ιδεώδη, αλλά αναγνώριζε τις ιδιαιτερότητες τις ελληνικής οικονομίας, και το ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν οι συνεταιρισμοί σε μια χώρα όπως η Ελλάδα διάσπαρτη με μικροϊδιοκτησίες και μικροπαραγωγούς.

Έτσι ο συνεταιρισμός ΑΣΠΡΌ, ο οποίος ιδρύθηκε το 1936, και που αποτελεί πρώτο συνεταιριστικό εργοστάσιο, αφού κατορθώσει να επιβιώσει της Κατοχής, θα ενταχθεί στο χρηματοδοτικό πρόγραμμα του Σχεδίου Μάρσαλ.

Αυτό είναι διπλά εντυπωσιακό στην περίπτωση του ΑΣΠΡΌ, δεδομένου ότι η ίδρυση του συνεταιρισμού (την χρονιά που επιβάλλεται η δικτατορία του Μεταξά) αποτελεί μια πρωτοβουλία μιας ομάδας προσκείμενης στο Κομμουνιστικό Κόμμα, και μάλιστα σε μια περιοχή ύποπτη ως προς την «εθνικοφροσύνη» της, και τη συμμετοχή της στην Αντίσταση και τον Εμφύλιο.

Η επιβίωση του συνεταιρισμού σε τέτοιους καιρούς δεν ήταν φυσικά αναίμακτη. Πέρα από τις απώλειες λόγω των γερμανικών αντιποίνων, ένας από τους βασικούς ιδρυτές του συνεταιρισμού, ο Ισίδωρος Τσίγκος, μέλος του ΚΚΕ και ενεργός στην ΕΑΜική αντίσταση, θα βρεθεί δολοφονημένος στο κέντρο της ΑΘήνας – και δεν θα είναι ο μόνος.

Παρόλα αυτά, ο συνεταιρισμός θα επιβιώσει, και σε ένα περιβάλλον με εύκολη πρόσβαση σε αναπτυξιακό δανεισμό, και έμφαση στην οικονομική αυτάρκεια της χώρας, θα συμβάλλει, μαζί με άλλες αντίστοιχες προσπάθειες, σε ένα αυθεντικό μεταπολεμικό “success story”.

Η επόμενη περίοδος, που χοντρικά ξεκινάει την δεκαετία του ’60, θα δώσει έμφαση στη βιομηχανία. Για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, αυτό μεταφράζεται σε εμπόδια στη δανειοδότηση, αυξημένο γραφειοκρατικό φόρτο, αλλά και αντιμετώπιση τους ως επιχειρήσεων που ανήκουν σε ένα ξεπερασμένο στάδιο ανάπτυξης. Αυτό θα επισφραγιστεί με το πέρασμα των συνεταιρισμών από την (πιο ευέλικτη και κοντά στις ανάγκες τους) Αγροτική Τράπεζα, στη δικαιοδοσία της νεοσύστατης Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως (ΕΤΒΑ).

Η άνοδος της Χούντας θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο την κατάσταση στον ΑΣΠΡΌ και αντίστοιχους συνεταιρισμούς, απειλώντας ή απολύοντας τους «μειωμένης εθνικοφροσύνης» εργαζόμενους, εγκαθιστώντας ημέτερη διοίκηση, και επιβάλλοντας τις δικές της απόψεις περί «εργασιακής πειθαρχίας».

Ο ΑΣΠΡΌ θα επιβιώσει παρόλα αυτά, με το λουκέτο να έρχεται οριστικά στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα.

Και αν και το ελληνικό κράτος, η αναπτυξιακή του πολιτική (ή μάλλον η έλλειψη της), αλλά και οι «οδηγίες» και οι προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν ευθύνη για μεγάλη μερίδα της αποβιομηχάνισης και της υποβάθμισης της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, στην περίπτωση του ΑΣΠΡΌ, και πολλών ακόμα συνεταιρισμών, το μεγαλύτερο πρόβλημα έγκειται, όπως εξηγεί η Σαμπατακάκη, στις δομικές αδυναμίες της πρωτογενούς παραγωγής.

Ενώ οι εργοστασιακές μονάδες του ΑΣΠΡΌ εκσυγχρονίζονται, οι μικροπαραγωγοί, που διατηρούν μικρό αριθμό αγελάδων ο καθένας, δεν μπορούν να ακολουθήσουν, αυξάνοντας το κόστος και μειώνοντας την ευελιξία της παραγωγής γάλακτος στο πλέον κομβικό σημείο. Η ίδια αδυναμία εκσυγχρονισμού θα απομακρύνει τους νέους, ξεκινώντας από τα ίδια τα παιδιά τους, από το να συνεχίσουν το επάγγελμα σε συνθήκες που θεωρούν (και είναι) απαρχαιωμένες.

Περισσότερα στο βιβλίο, το οποίο διαβάζεται απνευστί, καθώς με απλή γλώσσα και σε κάτω από εκατό σελίδες δίνει το παρασκήνιο μισού και πλέον αιώνα προσπάθειας της ντόπιας παραγωγής να επιβιώσει, καθώς και τα γεωπολιτικά, μικροπολιτικά, πολιτικά, και ιδιωτικά συμφέροντα που διαπλέχθηκαν γύρω της.

Να πούμε εδώ ότι το βιβλίο έγινε με την υποστήριξη του Ιδρύματος Βασίλειου Τσίγκου, και πως η κυκλοφορία του συνοδεύεται από το ομώνυμο ντοκιμαντέρ που διαπραγματεύεται το ίδιο θέμα μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες ντόπιων κτηνοτρόφων του Ασπροπύργου, εργαζόμενων στο συνεταιρισμό, και πρώην στελεχών του ΑΣΠΡΌ.