του Θάνου Καμήλαλη
Είναι πραγματικά δύσκολο να βρεις μία εκτενή ανάρτηση, ή ανάλυση, ή γνώμη για τα του πολέμου στην Ουκρανία που πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα από τη ρωσική εισβολή, χωρίς να εμφανιστεί ο χωροφύλακας, ένας έξαλλος προσβλητικός μπάτσος από κάτω, για να ελέγξει: «Εσύ γιατί τα λες αυτά; Με ποιον είσαι; Είσαι με τη σωστή πλευρά της ιστορίας;». Όπως συνέβαινε σε κάθε δίκη φρονημάτων και ιδεών διαχρονικά, τα ερωτήματα δεν περιμένουν απάντηση, το πόρισμα έχει βγει. «Αφού δεν είσαι μαζί μας, είσαι εναντίον μας».
Ζητούν να διαλέξεις στρατόπεδο, απαντάς «όχι στα στρατόπεδα, όχι στους πολέμους». Ξαναρωτούν, «με ποιον είσαι». Απαντάς, καλησπέρα, καλωσήρθες στον πραγματικό κόσμο, εγώ είμαι με τους λαούς, με τους ανθρώπους. Με τους πρόσφυγες του Κιέβου, του Κουρδιστάν αλλά και του Χαλεπίου, με τους νεκρούς του Λβιβ, της Μαριούπολης αλλά και του Ντονμπάς. Με τα θύματα της Υεμένης, τα νεκρά παιδιά στην Παλαιστίνη και τους αντικαθεστωτικούς διαδηλωτές της Μόσχας και της Αγίας Πετρούπολης που φυλακίζονται κατά χιλιάδες. Με τον νεκρό από πυρά Μπρεντ Ρενό και τη Μαρίνα Οφσγιαννικόβα που σήκωσε πάνω «εδώ σας λένε ψέματα» μέσα στο κρατικό ρωσικό κανάλι που δούλευε. «Είσαι ισαποστάκιας» φωνάζουν. Μα έχω την ίδια γνώμη και την ίδια απόσταση για κάθε εισβολή. Εσύ; «Θέλω να καταδικάσεις κι άλλο τον Πούτιν, αλλά μόνο τον Πούτιν. Πιο δυνατά». Η κατάσταση θυμίζει κάπως μία πρωινή επιθεώρηση φαντάρων.
Η κατάσταση έχει ξεφύγει από την κριτική σε μία άλλη άποψη, την αντιπαράθεση, ακόμα και την επιθετική διαφωνία που διαδικτύου. Μπορεί να πιστεύεις ότι πρέπει να στείλουμε όπλα και στρατό στην Ουκρανία και να πατήσουμε κάτω τον χιτλερίσκο Πούτιν. Μπορεί να πιστεύεις ότι η λύση είναι μόνο η ανθρωπιστική βοήθεια, η διπλωματία και τίποτα δεν έχει να κερδίσει ο ουκρανικός λαός από το να μετατραπεί η χώρα του σε ένα νέο Αφγανιστάν, μία νέα Συρία, ή, στην καλύτερη, ένα προτεκτοράτο του ενός ή του άλλου. Μπορεί (ναι, γίνεται, επιτρέπεται), να δικαιολογείς την εισβολή. Δικαίωμά σου, θα λέμε πλέον και τα αυτονόητα, γιατί τίποτα δεν είναι πια αυτονόητο. Εδώ όμως δεν μιλάμε για κριτική. Ευτυχώς, ακόμα, δεν μιλάμε για φίμωση.. Μιλάμε όμως για σκόπιμη διαστρέβλωση και κατασυκοφάντηση όσων δεν συμμορφώνονται με την άποψη που οι αυτόκλητοι μπάτσοι κρίνουν ως «σωστή».
Μία «σωστή άποψη» που δεν επιτρέπει αποχρώσεις. Δεν γίνεται να μη συμφωνείς με τη φίμωση ρωσικών ΜΜΕ ή το τέλος στη συνεργασία με ρωσικούς πολιτιστικούς οργανισμούς. Δεν γίνεται να ενημερώνεις τον κόσμο για το τι στο διάολο έγινε και φτάσαμε ως εδώ, πράγματα για τα οποία προειδοποιούν εδώ και δεκαετίες Αμερικανοί αναλυτές και επιφανείς σύμβουλοι του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όπως ο Μιρσχάιμερ, ο Κίσινγκερ ή ο Κεναν. Ζητάει μόνο το άσπρο ή το μαύρο. Κι αν δεν σ αρέσει αυτό «να πάς στη Ρωσία, στον Πούτιν». Τόσο εύκολα πέφτουν επίπεδο οι αξίες του «ελεύθερου και δημοκρατικού κόσμου» από τους πιο φωνακλάδες (υποτίθεται) θιασώτες τους. Δεν χρειάστηκε καν να φτάσει ο πόλεμος στα σύνορα της Ε.Ε. και φαίνονται έτοιμοι να κάψουν και βιβλία αν τους ζητηθεί.
Συμβαίνει αυτές τις μέρες με την παρουσία της Νατάσσας Μποφίλιου σε μία αντιπολεμική συναυλία. Από τις πρώτες μέρες της εισβολής, όπως ακριβώς ο καημός του Κικίλια ήταν «τι θα κάνουν οι ΜΚΟ του Αιγαίου», έτσι και διαφόρων σχολιαστών ήταν «τι θα πουν οι αριστεροί καλλιτέχνες, όπως η Μποφίλιου» και, ειρωνικά, «αν θα κάνουν καμιά συναυλία». Ε, μίλησε η Μποφίλιου, τραγούδησε η Μποφίλιου σε αντιπολεμική συναυλία, τώρα τη βρίζουν γιατί μίλησε και τραγούδησε. Δεν είπε αυτό που θα ήθελαν, τώρα «θα το πληρώσει» με δυσφήμιση.
Βλέπεις όλον αυτόν τον φανατισμό απέναντι σε κάθε άποψη που ξεφεύγει από τη δική τους και αναρωτιέσαι αν είναι τόση πολλή πια αυτή η ξαφνική ευαισθησία (που δεν εμφανιζόταν ποτέ μέχρι σήμερα σε άλλα θέματα) ή κάτι άλλο. Νομίζω ότι για πολλούς, έχουμε ξεπεράσει κατά πολύ την ευαισθησία στο δράμα της Ουκρανίας και βρισκόμαστε σε φάση κατασκευής συναίνεσης.
Δεν είναι και πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς πως, ό,τι αναπαράγει η αστυνομία σκέψης στα έξαλλα σχόλια, το διατύπωσε πρώτος ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Είναι δηλαδή μία στάση που εκπορεύεται από τα πάνω, με κλασική ντουντούκα τον φιλοκυβερνητικό Τύπο. Μπορεί να συμφωνείς, μπορεί να πιστεύεις ότι μία στο τόσο, σαν χαλασμένο ρολόι, κυβέρνηση και ΜΜΕ λένε «το σωστό», αλλά θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα επιχειρήματα ταϊζονται. Το ερώτημα είναι γιατί και για ποιους σκοπούς.
Είναι επίσης, η μόνιμη απάντηση των τελευταίων χρόνων σε κάθε ζήτημα που προέκυψε από πρωτόγνωρες καταστάσεις. Πριν δύο χρόνια, τέτοιες μέρες, ξεκινούσε η περίοδος που η «σωστή άποψη» έλεγε να βρίζουμε πολίτες που κάνουν βόλτα σε ανοιχτούς χώρους με μάσκα ως «ανεύθυνους» και «παρτάκηδες». Μετά ήρθε αυτή που έλεγε να βγαίνουν απαγορεύσεις συναθροίσεων άνω των 3 ατόμων και ότι πρέπει να βρίζουμε διαδηλωτές που βρίσκονταν στον δρόμο απέναντι σε νομοσχέδια που περνούσαν στη σκιά της πανδημίας, ως «απέναντι στην κοινωνία» και λίγο πολύ, ως «δολοφόνους». Δεν υπήρχε, θεωρητικά, αντίθετη σοβαρή άποψη απέναντι σε πολιτικές, όπως το να κλεινόμαστε σπίτια μας στις 6 το απόγευμα τα Σαββατοκύριακα. Ήταν οι «ψεκασμένοι» και οι «κουρασμένοι», όπως είχε πει σε διάγγελμά του ο Πρωθυπουργός. Μετά από όλα αυτά, η «σωστή άποψη» είπε ότι το 40% των πολιτών ξαφνικά, ως δια μαγείας, έγιναν αντιεμβολιαστές ψεκασμένοι και έπρεπε για τιμωρία να ζητούμε να καίγονται στο Σύνταγμα.
Όποιος έλεγε πως φυσικά τα εμβόλια είναι καλά και υπερπολύτιμα, αλλά οι ανεμβολίαστοι δεν πρέπει να καίγονται στο Σύνταγμα, ήταν στο στόχαστρο ως πιθανός σύμμαχός τους. Οι ίδιοι που γράφουν σήμερα ανελέητα για τη «φιλοπουτινική αριστερά», ή ακόμα και τον «φιλορωσικό ΣΥΡΙΖΑ» (γελάει εδώ ολόκληρη η νατοϊκή βάση της Αλεξανδρούπολης και τα περίχωρα), έγραφαν χθες για το πώς «οι αριστεροί καλύπτουν τους αντιεμβολιαστές». Σταδιακά, στη συζήτηση για το πώς θα τιμωρήσουμε περισσότερο τους ανεμβολίαστους χάθηκε η ενίσχυση του ΕΣΥ και οι εκατόμβες νεκρών.
Σταδιακά χάθηκε και η ευαισθησία, η φρίκη για τους αριθμούς των ημερησίων θανάτων, έγιναν μία στατιστική, κυρίως όταν η «σωστή άποψη» βρήκε τρόπο να δικαιολογήσει αυτές τις απώλειες. Κόπηκαν τα δάκρυα «για τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας», κόπηκαν τα υψωμένα δάκτυλα προς κάθε διαφωνούντα ως προς το πώς «δίνουμε τη μάχη μας απέναντι στον κοινό εχθρό, τον κορονοϊό». Όπως κάποτε, πάλι από τα πάνω, θα κοπούν και τα δάκρυα για την Ουκρανία. Θα λιγοστέψουν οι τίτλοι και θα τριγυρνάει η αστυνομία σκέψης για κάτι άλλο.
Ο φανατισμός είναι γενικά πολύ κακός σύμβουλος. Σε κάνει να δρας, να άγεσαι και να φέρεσαι με το θυμικό, αγνοώντας τα δεδομένα και την πληροφορία. Το τι έγινε πριν και το τι μέλλει γενέσθαι μετά. Να μη ρωτάς και να μην αντιδράς, κινούμενος ενάντια στα συμφέροντά σου. Αν λοιπόν ο στόχος είναι η κατασκευή συναίνεσης, τότε πρέπει να γίνει κύριο μέλημά μας να μη γίνουμε τα πιόνια στην παγκόσμια σκακιέρα που βλέπουμε φοβισμένοι να στήνεται πάνω από τα κεφάλια μας. Τα πιόνια που θα πρέπει να κάνουν κι άλλες θυσίες, πολλές θυσίες, επειδή «τι να κάνουμε εξοπλισμοί και τι να κάνουμε οι συνθήκες και τι να κάνουμε πόλεμος». Στο σκάκι, συνήθως όταν έρχεται τελικά το ρουά ματ, τα πιόνια δεν είναι εκεί για να το δουν.
Πάντως, η στάση που λέει «όχι στον πόλεμο» και αυτή που λέει «όχι στον Πούτιν», έχουν κι ένα κοινό πέρα από την καταδίκη της εισβολής: Δεν κινδυνεύεις να βρεθείς αντιμέτωπος με όσα υποστηρίζεις στην Ουκρανία, αν το μέτωπο μεταφερθεί σε άλλον χρόνο και τόπο. Για τους μεν, αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να λέμε τα ίδια, για τους δε, ότι είναι πολύ πιθανό να λένε και τα αντίθετα.
Φαίνεται, ότι δεν είναι μικρή η μερίδα της κοινής γνώμης που προσπαθεί να δει τα πράγματα πιο σφαιρικά και να μη μαντρωθεί σε κάποιο στρατόπεδο. Να κρατήσουμε, να προστατεύσουμε, να διατρανώσουμε λοιπόν αυτήν τη συνέπεια στην αξία του ανθρώπου, της ζωής, της ειρήνης, σε πείσμα των μονίμως έξαλλων και φανατισμένων. Θα μας χρειαστεί.