του Παναγιώτη Παπαδομανωλάκη
Κατά την ενημέρωση των δημοσιογράφων που οργάνωσε η «Κίνηση για Ελευθερίες Δικαιώματα Αλληλεγγύη (ΚΕΔΔΑ)», τον λόγο πήραν οι δικηγόροι των κατηγορουμένων Λεγάκη Αντωνία και Παλαιολόγος Παλαιολόγος, οι συλληφθέντες Ορέστης και Λυδία Καττή, ο πατέρας τους Δημήτρης Καττής, ο επίσης συλληφθείς Νικόλας Καβακλής, αλλά και η ακτιβίστρια Μαρία Μπικάκη.
Η συλληφθείσα Λυδία Καττή περιέγραψε πως μετά το πέρας της συγκέντρωσης ενώ κατυθύνονταν προς το σπίτι, οι δυνάμεις της αστυνομίας χτύπησαν όλο το κόσμο στην πυλωτή και συνέλαβαν τον αδερφό της, Ορέστη Καττή. Όταν η οικογένεια και οι φίλοι κινήθηκαν προς το ΑΤ Κολωνού, όπως τους είπαν οι ίδιοι οι αστυνομικοί, είδαν ενισχυμένες δυνάμεις της αστυνομίας που τους απώθησαν με βία, ενώ επιτέθηκαν στον πατέρα της, Δημήτρη Καττή. Η ίδια συνελήφθη καθώς βιντεοσκοπούσε το ξυλοδαρμό του πατέρα της, με τους αστυνομικούς να την τραβούν από τα μαλλιά σέρνοντάς την στο τμήμα. Καταγγέλλει ακόμα την κακοποίησή της από τους αστυνομικούς που την κρατούσαν από το λαιμό και να την πέταξαν κάτω, βρίζοντάς την χυδαία.
Στο ΑΤ Κολωνού, όπου η Λυδία συνάντησε τον συλληφθέντα Νικόλα Καβακλή, η ίδια χτυπήθηκε στο κεφάλι με το ενισχυμένο γάντι, δέχτηκε φτύσιμο και επιπλέον βρισιές από τους αστυνομικούς. Όταν έφεραν τον επίσης συλληφθέντα Μάκη Λιβάνη, εκείνος κάλεσε τους αστυνομικούς να σταματήσουν με αποτέλεσμα να χτυπηθεί και ο ίδιος. «Ήταν πολιτική επιλογή της κυβέρνησης να χτυπήσει οποιαδήποτε πορεία γινόταν, όπως είναι πολιτική επιλογή της ένα χρόνο τώρα να χτυπούν οποιονδήποτε αγωνίζεται σε όλες της γειτονιές της Αθήνας και της Ελλάδας», προσθέτει η Λυδία Καττή. «Ουσιαστικά πάμε σε δίκη, γιατί τραβούσαμε βίντεο και υπερασπιζόμασταν το διπλανό μας να μην τον χτυπούν», καταλήγει.
Ο Ορέστης Καττής με την σειρά του περιέγραψε την εμφάνιση της ομάδας Δέλτα «σαν συμμορία, που έτρεχε με τα μηχανάκια πάνω στον κόσμο», εξηγώντας πως το μετρό στα Σεπόλια είναι ένας σταθμός μέσα σε μια γειτονιά. Οι αστυνομικοί έστριψαν στο στενό του σπιτιού του Ορέστη Καττή, που είναι 10-20 μέτρα από το σταθμό του μετρό, χτυπώντας τον και σέρνοντάς τον, όπως περιφράφει ο ίδιος και μαρτυρούν τα βίντεο.
«Με πηγαίνουν για ένα λεπτό στο ΑΤ Κολωνού, όπου είχαν πει στην οικογένεια μου πως θα με πάνε, και στη συνέχεια με μετέφεραν στη ΓΑΔΑ χωρίς κανείς να ξέρει που βρίσκομαι». Καταγγέλλει πως τον είχαν δεμένο με χειροπέδες με τα χέρια πίσω, χωρίς να τον αφήνουν να βάλει μάσκα, ενώ προσθέτει πως δεν είχε γνώση των όσων είχαν ακολουθήσει με την κακοποίηση της οικογένειας του. Αφού ενημερώθηκε για όσα έχουν συμβεί, κατόπιν τηλεφωνήματος στον πατέρα του από το εσωτερικό της ΓΑΔΑ, έλαβε την απάντηση από αξιωματικό της Δέλτα: «Εμείς εδώ είμαστε φασίστες, θα σας κάνουμε ότι θέλουμε και δεν θα μιλάτε καθόλου».
Ο πατέρας τους, Δημήτρης Καττής εξηγεί πως δεν ήταν παρών στα συμβάντα στο σπίτι του, διότι μαζί με τη δημοτική σύμβουλο Ντίνα Ρέππα βρίσκονταν στο σταθμό του μετρό, ζητώντας να ανοίξει. Όταν επέστρεψε ενημερώθηκε για τη βίαιη σύλληψη του γιού του, όπως και την κακοποίηση της συζύγου και της κόρης του. Περιγράφει πως η γειτονιά είχε κινητοποιηθεί, απαιτώντας την απελευθέρωση του Ορέστη. «Όταν είδαν πως όλη η γειτονιά φώναζε εναντίον τους, με πιάνει ο επικεφαλής και μου λέει να μην το συνεχίζουμε εδώ και να πάμε στο ΑΤ Κολωνού», όπου υποτίθεται βρισκόταν ο Ορέστης. Στην συνέχεια περιγράφει πως όταν έφτασε στο φρουρούμενο ΑΤ Κολωνού, τον έδιωξαν λέγοντας του πως δεν δεν έχει μεταφερθεί κανείς στο τμήμα. Ακολούθησε η επίθεση στο πρόσωπο του Δημήτρη Καττή, ο οποίος διαμαρτυρόταν, και η προσπάθεια σύλληψής του που κατέληξε με το χτύπημα στο στήθος, τη λιποθυμία και το ισχαιμικό επεισόδιο του Δημήτρη Καττή.
«Είδα να χτυπούν τη Μάχη Ζουρμπάκη, τη γιατρό μου, που ήταν από πάνω μου και προσπαθούσε να με συνεφέρει». «Στο τέλος βγάλανε τη χειροπέδα, φοβούμενοι μην πάθω τίποτα και με βρουν έτσι και την άφησαν να μου δώσει τις πρώτες βοήθειες», προσθέτει. «Στην συνέχεια ήρθε το ασθενοφόρο και δεν το άφηναν να φύγει, παρότι η γυναίκα μου είχε δώσει στοιχεία μου, καθώς εγώ δεν είχα πάνω μου τα χαρτιά μου», διηγείται, ενώ προσέθεσε πως τον άφησαν να φύγει μόνο μετά από παρέμβαση του Μιχάλη Ρίζου, προέδρου του Σωματείου εργαζομένων στο νοσοκομείο Αττικό. Οι αστυνομικοί τους ακολουθούν και μπαίνουν επείγοντα, παρότι οι γιατροί τους εξηγούν πως δεν μπορούν να βρίσκονται εκεί, ενώ έλεγχαν όποιον γιατρό πλησίαζε. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Δημήτρη Καττή, πως ενώ καιρό μετά το περιστατικό η οικογένεια νόσησε με Covid-19 και πέρασε την ασθένεια ήπια, ο ίδιος νοσηλεύτηκε πάλι, με τους γιατρούς να εντοπίζουν παγιδευμένο υγρό από την κλωτσιά στο θώρακα από το χτύπημα, το οποίο προκάλεσε υποκείμενο νόσημα.
Ο συλληφθείς Νικόλας Καβακλής περιέγραψε πως όταν είδαν με την Λυδία και τους φίλους τους το σταθμό στα Σεπόλια κλειστό, κινήθηκαν προς σπίτι της Λιδίας και του Ορέστη. Εξηγεί πως την ώρα που εμφανίστηκαν οι μηχανοκίνητες ομάδες της αστυνομίας στην πυλωτή, είχε ήδη ανοίξει η πόρτα του σπιτιού και βρίσκονταν στο χώρο της κατοικίας της οικογένειας. Ο ίδιος άρχισε να βιντεοσκοπεί, δεχόμενος απειλές από την αστυνομία να σταματήσει. Στη συνέχεια περιγράφει πως έξω από ΑΤ Κολωνού άρχισε ξανά να βιντεοσκοπεί όταν αντιλήφθηκε κινητικότητα από την αστυνομία.Όταν άρχισε να βιντεοσκοπεί την επίθεση κατά του Δημήτρη Καττή, δέχθηκε και ο ίδιος και επίθεση και συνελήφθη. Μέσα στο τμήμα περιφράφει πως έγινε μάρτυρας της κακοποίησης της Λυδίας Καττή. Προσθέτει πως μετά από πολλές ώρες που τους άφησαν σε ένα βρώμικο κελί και χωρίς μέτρα προστασίας, δεν άφηναν τους δικηγόρους τους να τους συναντήσουν για να μάθουν γιατί κατηγορούνται. «Εκείνη την ημέρα υπήρχε πολιτική απόφαση να μην τιμηθεί το Πολυτεχνείο», συμφωνεί και ο ίδιος,
Παίρνοντας τον λόγο, η δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη μίλησε για «ατυχείς συμπτώσεις» για την αστυνομία, καθώς δεν υπολόγισαν ορισμένους παράγοντες, όπως ότι το σπίτι που πραγματοποιήθηκαν τα παραπάνω συμβάντα ανήκει στην οικογένεια, η οποία είναι γνωστή στην γειτονιά και τους παρακείμενους πολίτες που προσέτρεξαν για να βιντεοσκοπήσουν. Όπως και την πολιτική ένταξη της οικογένειας στον χώρο της Αριστεράς που συνέβαλε στο να αναδειχθούν οι αστυνομικές αυθαιρεσίες.
Μια ακόμα παράμετρος που δεν υπολόγισαν είναι πως υπάρχει βίντεο από τις κάμερες της πυλωτής της οικίας, το οποίο και φέρνουμε στη δημοσιότητα.
Η Α. Λεγάκη αναφερόμενη στη διαδήλωση του Πολυτεχνείου στα Σεπόλια, έκανε ακόμα λόγο για μια «συγκέντρωση παππούδων», που απαρτιζόταν από οικογένειες της περιοχής. Η αστυνομία να επιτέθηκε με ιδιαίτερη βία σε όσους αποχωρούσαν μετά το τέλος της ειρηνικής πορείας από το σταθμό Λαρίσης προς το μετρό Σεπολίων, με πρόσχημα την παραβίαση μέτρων Covid, αποδίδοντας στους συλληφθέντες τις επιπλέον κατηγορίες που από ξεκινούν από διατάραξη κοινής ειρήνης, απείθεια, πρόκληση απλής σωματικής βλάβης, εξύβριση και φτάνουν μέχρι την επικίνδυνη σωματική βλάβη, και αντίσταση κατά της αρχής. Ενδεικτική της αστυνομικής βίας είναι η επίθεση κατά της μητέρας και της αδερφής του Ορέστη Καττή, κατά την βίαιη σύλληψη του ίδιου.
Μια ακόμα παράμετρος που αποκάλυψε η κα. Λεγάκη στην παρέμβασή της, είναι η κατάσταση υγείας της μητέρας της οικογένειας, η οποία πασχεί από καρκίνο. Ακολούθησε συγκέντρωση φίλων και συγγενών έξω από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, όπου οι αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν απρόκλητα στους συγκεντρωμένους. Εκεί συνελήφθη η Λυδία Καττή, η οποία χτυπήθηκε άγρια από τους αστυνομικούς, που την έσερναν από τα μαλλιά μέσα στο αστυνομικό τμήμα, βρίζοντάς την, καθώς και οι Ν. Καβακλής και Μάκης Λιβάνης που ήταν μεταξύ των συγκεντρωμένων. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης των αστυνομικών, ο Δημήτρης Καττής, πατέρας του Ορέστη, δέχτηκε κλωτσιά στο θώρακα ενώ προκλήθηκε ισχαιμικό επεισόδιο και μεταφέρθηκε με καθυστέρηση φρουρούμενος στο νοσοκομείο που χρειάστηκε νοσηλεία. Για να καλύψει την ευθύνη της, η αστυνομία διακινούσε τη φήμη πως ο Δημήτρης Καττής ήταν καρδιοπαθής.
Από τη στάση της αστυνομίας, σύμφωνα με την κα. Λεγάκη, προκύπτουν αυταπόδεικτα μια σειρά αδικήματα, όπως η διατάραξη της οικογενειακής ειρήνης της οικογένειας Καττή, απόπειρα ανθρωποκτονίας του Δ. Καττή με ενδεχόμενο δόλο, καθώς ο αστυνομικός γνώριζε καλά τις συνέπειες του χτυπήματος του, βασανιστήρια κατά του Ορ. Καττή και της μητέρας του κα.
Όπως διευκρινίζει η Αντ. Λεκάκη οι αστυνομικοί δράστες μπορούν να βρεθούν και τα αδικήματα να εξατομικευτούν, καθώς είναι συγκεκριμένη η ομάδα που διατάχθηκε να πάει στο σημείο. «Εμείς δεν μπορούμε να τους κατονομάσουμε λόγω της έλλειψης διακριτικών, οι ανώτεροί τους όμως μπορούν», προσέθεσε. «Οι αστυνομικοί δρουν κατόπιν εντολής ανωτέρων επιχειρησιακών και πολιτικών προϊσταμένων» προσθέτει, δηλώνοντας ωστόσο πως η υπεράσπιση δεν διατίθεται να ακολουθήσει το παράδειγμα του Ινδαρέ και να προβεί σε μήνυση. Ο λόγος είναι πως δεν θέλει να δώσει «τη δυνατότητα σε ένα βραχίονα της εξουσίας να καλύψει πάλι την αστυνομία».
«Εμείς καταγγέλλουμε κακουργήματα και είμαστε εδώ σε περίπτωση που κάποιος εισαγγελέας θεωρήσει πως είναι αρμοδιότητά του να τα διερευνήσει», καταλήγει.
Ο δικηγόρος Παλαιολόγος Παλαιολόγος κάνει λόγο «για πρώτη τέτοιας κλίμακας επέλαση σε μια γειτονιά και μάλιστα σε μια ιστορική μέρα και τη συμμετοχή οργανώσεων και σωματείων που έχουν βάλει το λιθαράκι τους για την όποια δημοκρατία και την όποια ελευθερία έχουμε». «Η παράνομη εντολή από την πολιτική και επιχειρησιακή ηγεσία καθιστά όλες τις πράξεις των αστυνομικών που ακολούθησαν παράνομες», προσθέτει. Μάλιστα ο κ. Παλαιολόγος εξηγεί πως πέραν της αρχικής εντολής, κάθε πράξη είναι ξεχωριστά παράνομη από μόνη της. Ακόμα αναφέρει πως «η αύρα στα στενά δρομάκια της γειτονιάς αποτελεί μήνυμα», το οποίο μεταφράζεται πως «μπορώ να επιβάλω τη μπότα μου όπου θέλω» και συνδέεται με άλλα κυβερνητικά μέτρα (βλ. νόμος Χατζηδάκη). Μάλιστα εντοπίζει συμβολισμό στην επιλογή να χτυπηθεί η πορεία του Πολυτεχνείου, όπου ο κόσμος για δηλώνει με το σύνθημα «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία». «Δεν πάμε μόνο για να αθωώσουμε τους κατηγορουμένους, αλλά για να διεκδικήσουμε τα δημοκρατικά δικαιώματα κάθε πολίτη» καταλήγει.
Τέλος παρενέβη η Μαρία Μπικάκη, μέλος της «Επιτροπής Αλληλεγγύης σε διωκόμενες-ους για την ελευθερία σε κινητοποιήσεις», η οποία «δημιουργήθηκε μετά τα βία κατασταλτικά χτυπήματα από την αστυνομια της 17ης Νοεμβρίου και της 6ης Δεκεμβρίου 2020 με εντολές της κυβέρνησης». Η ίδια ενημερώνει πως η συλλογικότητά της έχει καταγράψει ότι ενώ χιλιάδες κόσμος συμμετείχε στις παραπάνω κινητοποιήσεις, ακολούθησαν βίαιες επιθέσεις, εκατοντάδες προσαγωγές και πρόστιμα, τα οποία έχει αναλάβει να στηρίξει, ενώ είναι πάνω από 10 οι δίκες για τις παραπάνω διαδηλώσεις, με από 100 κατηγορουμένους. Μας ενημέρωσε πως έχει συγκεντρώσει πάνω από 100 ψηφίσματα φορέων, όπως η ΑΔΕΔΥ, δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, σωματεία, φοιτητικοί σύλλογοι και άλλες συλλογικότητες, ενώ προστίθενται και άλλα. Υπάρχει επίσης διαθεσιμότητα από δεκάδες, ώστε να παραστούν ως μάρτυρες υπεράσπισης. Ανάμεσά τους βρίσκονται γείτονες, συνδικαλιστές υγειονομικοί, δικηγόροι που ήταν παρόντες, άνθρωποι που βιντεοσκοπούσαν, διαδηλωτές, φοιτητές, εκλεγμένοι σε δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια και σωματεία. Κατέληξε πως το παραπάνω «κύμα αλληλεγγύης είναι ένα όπλο απέναντι στον κυβερνητικό κυβερνητικό αυταρχισμό και την κρατική καταστολή, που τα τελευταία γεγονότα δείχνουν πως γίνονται σε συνεργασία με παρακρατικούς μηχανισμούς νεοναζιστικών συμμοριών.
Η Κίνηση για τις Ελευθερίες, τα Δημοκρατικά Δικαιώματα, την Αλληλεγγύη (Κ.Ε.Δ.Δ.Α) καλεί σε συγκέντρωση την Τετάρτη 13 Οκτωβρίου στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων, απαιτώντας την αθώωση όλων των κατηγορούμενων που συνελήφθησαν στα Σεπόλια μετά την περσινή πορεία του Πολυτεχνείου.
Παρακολουθήστε ολόκληρη την συνέντευξη Τύπου: