Όταν οι αστυνομικοί προχώρησαν στη σύλληψη του, έπειτα από μηνύσεις που κατέθεσε ο πατέρας, ο 33χρονος είπε πως δεν ήταν κακές όλες οι πράξεις των ναζιστών, ενώ κατά την απολογία του στο δικαστήριο ισχυρίστηκε πως βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ και ναρκωτικών.
 
Η καταδίκη του 33χρονου κατηγορούμενου από το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βίνερ Νόιστατ έγινε για παραβίαση του «Νόμου Απαγόρευσης», ο οποίος είχε ψηφιστεί αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 8 Μαΐου του 1945, από την πρώτη αυστριακή κυβέρνηση. Με αυτόν τέθηκε εκτός νόμου το ναζιστικό κόμμα και ρυθμιζόταν νομικά η αποναζιστικοποίηση της Αυστρίας.
 
Ο νόμος, που είναι ενσωματωμένος στο αυστριακό Σύνταγμα και είχε τροποποιηθεί το 1947 και πιο πρόσφατα το 1992, προβλέπει την επιβολή αυστηρών ποινών για οποιαδήποτε δράση σχετιζόμενη με τον εθνικοσοσιαλισμό (σ.σ. από «απλή» συνθηματολογία μέχρι σύμβολα και εμβλήματα) και εφαρμόζεται αμείλικτα σχεδόν πάντα από τα αυστριακά δικαστήρια σε τέτοιες περιπτώσεις.
 
Σύμφωνα με αυτόν το νόμο είχαν διαλυθεί επίσημα και είχαν απαγορευτεί μετά τον πόλεμο όλες οι ναζιστικές ή «συγγενείς» οργανώσεις και είχαν δημευθεί οι περιουσίες τους, ενώ απαγορεύεται μια επανίδρυσή τους και η δραστηριοποίηση για εθνικοσοσιαλιστικούς σκοπούς.