Η συμπεριφορά των ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης, την … «διαβολοβδομάδα» που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου, δικαίως έχει αναδείξει το θέμα του ουσιαστικού ελέγχου τους σε πάνδημο αίτημα. Μπορεί η ακραία προπαγανδιστική πρακτική των διαπλεκόμενων ομίλων των ΜΜΕ, να «έσπασε τα μούτρα της» απέναντι στο αποφασιστικό ΟΧΙ του ελληνικού λαού, όμως το νομικό πλαίσιο το οποίο την επιτρέπει παραμένει σε ισχύ. Αυτοί που νέμονται την δημόσια περιουσία των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων συνεχίζουν να προσδιορίζουν τον δημόσιο λόγο κάτω από ένα καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας, Αδιαφορώντας για κάθε έννοια δεοντολογίας και ενίοτε ακόμη και για την …κοινή λογική. Πρόβλημα που δεν δείχνει ότι μπορεί να αντιμετωπίσει ουσιαστικά ούτε το νομοσχέδιο που κατέθεσε η απερχόμενη κυβέρνηση για τις τηλεοπτικές άδειες, αλλά δυστυχώς ούτε και η αρμόδια ρυθμιστική αρχή για το χώρο, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, το οποίο δημοσιοποίησε την αποτίμηση του για το νομοθέτημα.
 

Το ΕΣΡ είναι …άλλού

 
Το ΕΣΡ, σε ανακοίνωση που εξέδωσε για το νομοσχέδιο, ούτε καν αγγίζει τέτοιου είδους ζητήματα. Αντίθετα περιορίζει την κριτική του σε θέματα δευτερεύουσας σημασίας και αντιπροτείνει την αναβάθμιση του δικού του ρόλου αλλά και το θέμα της χρηματοδότησης της λειτουργίας του.

Πιο συγκεκριμένα:

  • Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίζει πως το νομοσχέδιο “δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την κατεπείγουσα επεξεργασία των σχετικών ζητημάτων από την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές της 20.9.2015” στην συνέχεια υποστηρίζει ότι η μελέτη που θα καθορίσει τον αριθμό των αδειών και συνολικά τα θέματα του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου πρέπει να ανατεθεί στο ΕΣΡ. Στηλιτεύει επίσης ότι “το σχέδιο νόμου ακολουθεί την πεπατημένη των προηγούμενων ανεφάρμοστων νόμων όπου όλα ανατίθενται στους αρμόδιους υπουργούς, ενώ το ΕΣΡ περιορίζεται σε μια απλή γνωμοδοτική αρμοδιότητα”.
  • Επίσης ζητά στο νομοσχέδιο να προσδιοριστεί ρύθμιση που θα αφορά την χρηματοδότηση του ΕΣΡ, με την επιβολή τέλους προς τους φορείς που θα αποκτήσουν τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες μέσω πλειοδοτικού διαγωνισμού. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει “σε όλες τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές νομοθεσίες προβλέπεται ένα ετήσιο τέλος που καταβάλλεται ως αντάλλαγμα στην αρμόδια ρυθμιστική αρχή”.
  • Ιδιαίτερη εντύπωση πάντως προκαλεί μία παράγραφος που …δικαιολογεί την “χαλαρή” τήρηση της όποιας νομοθεσίας τελικά εγκριθεί από το κοινοβούλιο που θα προκύψει μετά την 20η Σεπτεμβρίου. 'Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται “το γεγονός ότι η νομοθεσία αυτή θα πρέπει να εφαρμοστεί σε ήδη λειτουργούσες επιχειρήσεις, δημιουργεί την υποχρέωση της Πολιτείας να μην εξαντλήσει την αυστηρότητά της στη διατύπωση τελικά μη εφαρμόσιμων διατάξεων”. Αυτά όταν έχει αναδειχθεί η αναγκαιότητα της επιβολής ενός αυστηρότατου πεδίου ουσιαστικού ελέγχου των εταιριών που εκμεταλλεύονται το δημόσιο αγαθό των ραδιοσυχνοτήτων. Ιδίως μάλιστα όσον αφορά τα ζητήματα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας αλλά και της απασχόλησης μόνιμου προσωπικού με τήρηση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας και συνολικά της -όποιας- εργατικής νομοθεσίας.

Η παραπάνω κριτική από την πλευρά του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης στην καλύτερη των περιπτώσεων μπορεί να θεωρηθεί “ρηχή” αν όχι αποκλειστικά προσανατολισμένη στην ….θεσμική και οικονομική ενίσχυση ενός γραφειοκρατικού μηχανισμού που έχει εμφανώς αποτύχει στο στόχο του δημόσιου ελέγχου στα ΜΜΕ τις τελευταίες δεκαετίες. Φυσικά μεγάλο μερίδιο σε αυτό έχει το ανεπαρκές (και σε κάποια θέματα ανύπαρκτο) νομοθετικό πλαίσιο που κλήθηκε να υπηρετήσει, όπως και τα λειψά κονδύλια για την λειτουργία του μηχανισμού του. Επίσης όμως η διαπιστωμένη πολλάκις ατολμία του οργάνου να λειτουργήσει ουσιαστικά και αποτελεσματικά καθώς και η νομικίστικη νοοτροπία του, που οδηγούσε στο να παρεμβαίνει σε τεκταινόμενα που έχριζαν άμεσης παρέμβασης με πολύμηνη ή και πολυετή καθυστέρηση.
 

Ευρώ-παράθυρα αδιαφάνειας στο νομοσχέδιο

 
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που το βασικό ζητούμενο της διαφάνειας στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, άρα κατ' επέκταση στην λειτουργία των ηλεκτρονικών Μέσων Ενημέρωσης, εμφανώς δεν αντιμετωπίζεται – στον βαθμό που άμεσα απαιτείται.. Κι αυτό γιατί αν και γενικά στο νομοσχέδιο αναφέρεται ρητά πως “οι μετοχές των ανωνύμων εταιριών που υποβάλλουν αίτηση είτε αυτοτελώς είτε ως μέλη κοινοπραξίας για χορήγηση άδειας παρόχου περιεχόμενου επίγειας ψηφιακής τηλεοπτικής ευρυεκπομπής ελεύθερης λήψης είναι ονομαστικές” και επίσης ότι “σε περίπτωση που κύριος, εν όλω ή εν μέρει, των ονομαστικών μετοχών των ανωτέρω εταιριών είναι άλλη ανώνυμη εταιρία, τότε και οι μετοχές της εταιρίας αυτής είναι υποχρεωτικά ονομαστικές στο σύνολό τους και ανήκουν υποχρεωτικά σε φυσικά πρόσωπα”, το όλο πράγμα “σκοντάφτει” στην ισχύουσα νομοθεσία που επιβάλλεται από την συμμετοχή της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως προκύπτει από σειρά θεσμοθετημένων στην Ελλάδα νομοθετημάτων από το καθεστώς της ονομαστικοποίησης των μετοχών εξαιρούνται προσδιορισμένες κατηγορίες εταιρικών σχημάτων.

Πιο συγκεκριμένα όπως ορίζεται στο νομοσχέδιο:

  • Η υποχρέωση ονομαστικοποίησης μέχρι φυσικού προσώπου δεν ισχύει για τις μετοχές των εισηγμένων στα Χρηματιστήρια των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (Ο.Ο.Σ.Α.) εταιριών
  • Η ανωτέρω υποχρέωση (σ.σ ονομαστικοποίησης μετοχών) επιβάλλεται, εφόσον το δίκαιο της χώρας, στην οποία έχουν την έδρα τους, επιβάλλει, για το σύνολο της δραστηριότητάς τους ή για συγκεκριμένη δραστηριότητα, την ονομαστικοποίηση των μετοχών τους το σύνολό τους μέχρι φυσικού προσώπου.

Ουσιαστικά δηλαδή μένουν ορθάνοιχτα τα παράθυρα, ώστε είτε μεγάλες εταιρίες με αναδόχους τράπεζες που είναι εισηγμένες στα χρηματιστήρια, είτε εταιρίες – θυρίδες που εντάσσονται στο (καθόλα νομιμοποιημένο από την Ε.Ε) καθεστώς των φορολογικών παραδείσων, του Λουξεμβούργού, της Ολλανδίας και άλλων χωρών που αποτελούν επιχειρηματικούς παραδείσους αδιαφάνειας να εμπλακούν στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και των ελληνικών Μέσων Ενημέρωσης.  

Είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι μία νομοθετική ρύθμιση πραγματικού ελέγχου του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των ελληνικών media δεν μπορεί να σταθεί χωρίς πραγματική ρήξη με αυτό το περιβάλλον…