Γι αυτό μάλλον ανησύχησα όταν στις 2 Νοεμβρίου αρθρογράφησε στην ιστοσελίδα liberal.gr υποστηρίζοντας πως «ένα 38,5 % του ελληνικού λαού αναζητά ηγεσία».
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
'Οπως διευκρίνισε ο Α.Παπαχελάς «πρόκειται για το ποσοστό των ψηφοφόρων που ψήφισαν φιλοευρωπαϊκά κόμματα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις και ΝΑΙ στο δημοψήφισμα. Δεν είναι ένα ευκαταφρόνητο ποσοστό. Του λείπουν όμως τρία κρίσιμα μπλοκ: λαϊκά στρώματα, απολίτικοι ψηφοφόροι και κυρίως νέοι». Μάλιστα περιέγραψε την διαβολοβδομάδα που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου ως εξής: «Οι οπαδοί του ΟΧΙ είχαν ορμή, πάθος. Οι οπαδοί του ΝΑΙ έμοιαζαν σαν να έχουν σηκωθεί με το ζόρι από την βολή του καναπέ τους. Έδωσαν την άνιση μάχη τους αλλά τους έλειπαν τα πρόσωπα και το “παραμύθι” που προφανώς είχε η άλλη πλευρά» καταλήγοντας στο ότι «είναι κρίσιμο το 38,5% να αποκτήσει νέα πρόσωπα, πειστικό αφήγημα και μια λαϊκή απήχηση».
Αξίζει να συνδυάσει κανείς τα παραπάνω με τις δηλώσεις του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ στο ντοκιμαντέρ του καναλιού ARTE «Grèce, le jour d'après » ( Ελλάδα, η επόμενη μέρα) ώστε να έχει μία ακόμη καλύτερη εικόνα για το εύρος του συγκεκριμένου προβληματισμού στην Ευρωπαϊκή ‘Ένωση. Ο Ζ.Κ Γιούνκερ αν και υποστήριξε ότι στην Ελλάδα οι προτάσεις των δανειστών παρουσιάστηκαν με τα πλέον μελανά χρώματα, δηλώνει πως «εξεπλάγην από το ποσοστό των Ελλήνων που ψήφισαν ΝΑΙ. Αν σας ρωτούσαμε θέλετε να πληρώνετε περισσότερους φόρους, θέλετε να μειωθούν οι κατώτατες συντάξεις σας, να τεθούν υπό αμφισβήτηση οι συλλογικές συμβάσεις σας, είστε σύμφωνοι με τις μειώσεις των μισθών σας. Τι λαός (αναφωνεί ο πρόεδρος)! Δεν υπάρχει τόσο σοφός λαός, που να λέει ΝΑΙ σε μια τέτοια σφαγή, όπως το πρόγραμμα που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα».
Στην ίδια λογική συναθροίζεται και η δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στις 19 Αυγούστου, ο οποίος αναφερόμενος στις εκλογές που έγιναν έναν μήνα αργότερα είχε πει: «Αν πάμε σε εκλογές, προτείνω τη συνεργασία μεταξύ των Ευρωπαϊκών κομμάτων ώστε οι δυνάμεις του ΝΑΙ να βρουν τρόπο πολιτικής έκφρασης». Μια προβληματική που θέτει – έμμεσα- και σήμερα διεκδικώντας την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας.
Αυτές οι εκτιμήσεις – αν και φαινομενικά άσχετες- αποκαλύπτουν κάτι που ούτως ή άλλως θα έπρεπε να υποθέτουμε: Πατώντας στέρεα, στην 3η κατά σειρά εφαρμοζόμενη μνημονιακή συμφωνία, τα “think tanks” του νεοφιλελευθερισμού σχεδιάζουν ήδη την επόμενη μέρα. Προετοιμάζουν το έδαφος, ίσως και για το 4ο Μνημόνιο ενώ βρίσκεται –σχετικά- «προ των πυλών» μία ακόμη οικονομική ολοκλήρωση των αγορών στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση. Η περίφημη Διατλαντική Συμφωνία (TPIP). Δεν είναι όμως αυτό το κυριότερο στοιχείο που προκύπτει…
Η «είδηση» είναι πώς αναζητούν την κοινωνική «μαγιά» της παραγωγής αντιδραστικών πολιτικών εξελίξεων στις διεργασίες που συντελέστηκαν την περίοδο του δημοψηφίσματος. Τότε που –ασχέτως κατάληξης- για 7 ημέρες η κοινωνία ήρθε αντιμέτωπη με τις πιο στυγνές μορφές του ευρωπαϊκού και εγχώριου εκβιασμού, με τους φόβους και την ανέχεια της. Και νίκησε.
Διαπιστώνει κανείς πώς οι οπαδοί των «αγορών», δεν προσπερνούν εκείνη την περίοδο. Δεν προσπαθούν να την ξορκίσουν. Δεν την αντιλαμβάνονται ως μια στιγμή που καλό είναι να ξεχαστεί και να χωθεί στο χρονοντούλαπο. Δεν την αντιμετωπίζουν «επετειακά». Δεν λένε «πάμε παρακάτω» όπως κάνουν οι σημερινοί κυβερνώντες, προκειμένου να μην φαντάζει «μνημονιακότερος» ο συμβιβασμός τους. Αντίθετα, μετράνε απώλειες και κέρδη κοιτώντας μπροστά. Την αναγνωρίζουν ως παρακαταθήκη πολιτικών συμπερασμάτων, ως «μπούσουλα» τακτικής κοινωνικών συσπειρώσεων και ως μία κατάσταση ισορροπιών με την οποία μάλλον οφείλουν να αποφύγουν να έρθουν αντιμέτωποι στο μέλλον. Ορίζουν μάλιστα με απόλυτη σαφήνεια το κεντρικό πολιτικό κριτήριο για την διαμόρφωση των πλειοψηφιών που επιθυμούν. Δεν είναι – όπως λένε- άλλο από τον «φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό», την αποδοχή δηλαδή των κανόνων της ευρωζώνης και της ‘Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης ως αδιαίρετο σύνολο.
Μετά από αυτά, το ερώτημα προκύπτει αβίαστα: Εάν κάνουν έτσι εκείνοι που έχασαν στις 5 Ιουλίου, τι άραγε πρέπει να κάνουν εκείνοι που κέρδισαν;