του Κώστα Εφήμερου
Όσα ξέρουμε για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Όσοι παρακολουθούν τις διαρροές από το ΔΝΤ τα τελευταία χρόνια -κάποιες από τις οποίες δημοσιεύσαμε και εμείς πέρυσι- μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι η διοίκηση του Ταμείου λειτουργεί περισσότερο βάσει πολιτικής παρά ως τεχνοκρατικός οργανισμός. Οι αναλυτές του πιέζονται να κρύβουν και να μαγειρεύουν στοιχεία προκειμένου τα νούμερα να «βγαίνουν» και τα «λάθη» δεν τιμωρούνται ποτέ (αποδεικνύοντας έτσι ότι αυτά «παραγγέλνονται» από τα πάνω) ενώ η παραδοχή τους δεν επιφέρει αλλαγή στους στρατηγικούς στόχους. Το Ταμείο που διοικείται από ακραίους νεοφιλελεύθερους καπιταλιστές έτσι και αλλιώς δεν δημιουργήθηκε ως μηχανισμός σωτηρίας αλλά, αντίθετα, ως οικονομικό όπλο υποταγής και ακραίας μετάλλαξης των οικονομιών που αναλαμβάνει να «βοηθήσει».
Παρόλα αυτά, οποιος διάβασε προσεκτικά τις αιτιάσεις του ΔΝΤ στην απομαγνητοφώνηση δυσκολεύεται να καταλάβει την αντίδραση του Αλέξη Τσίπρα στις αποκαλύψεις. Ο Τόμσεν φέρεται να επιμένει στην μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,5% στο 1,5% και σε «γενναίο κούρεμα» του ελληνικού χρέους από τους ευρωπαίους εταίρους μας (που διακρατούν ελληνικό χρέος πάνω από 300 δισ. ευρώ). Θα φανταζόταν κανείς λοιπόν ότι η ελληνική κυβέρνηση θα ήθελε για σύμμαχο και όχι εχθρό το Ταμείο σε αυτή τη διαπραγμάτευση. Τι συμβαίνει λοιπόν και υπάρχει αυτή η έντονη αντίδραση από τον πρωθυπουργό που καταγγέλλει τον Πόλ Τόμσεν και ζητάει την παρέμβαση της Ευρώπης;
Τα μέτρα που ζητάει το ΔΝΤ
Μέχρι σήμερα οι κυβερνητικές διαρροές αναφέρουν ότι η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε καλό δρόμο και η αξιολόγηση θα μπορούσε να κλείσει ακόμα και σε 10 ημέρες. Σύμφωνα με τις δηλώσεις του διαπραγματευτικού επιτελείου μέχρι στιγμής έχει σχεδόν κλείσει το φορολογικό, υπάρχουν ακόμα ενστάσεις για το ασφαλιστικό και σοβαρές διαφορές στο επίπεδο των κόκκινων δανείων.
Η κατάσταση είναι όμως πολύ διαφορετική. Πηγή που δεν πρόσκειται στην κυβέρνηση μου έλεγε ότι αυτά ισχύουν μόνο ως προς την επικοινωνία της ελληνικής πλευράς με την Κομισιόν και μερικώς με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αντίθετα το ΔΝΤ επιμένει ακόμα στο κόψιμο των κύριων συντάξεων (όχι μόνο στων επικουρικών), στην μείωση του βασικού μισθού, σε απολύσεις στον δημόσιο τομέα, στην εφαρμογή του lockout, στην αυστηρή εφαρμογή της συμφωνίας του Ιουλίου στο πεδίο των αγροτών και στην μετάθεση σχεδόν όλων των τροφίμων στο ΦΠΑ του 23%. Προσθέστε αυτά στις γνωστές πιέσεις για άμεσο ξεπούλημα των κόκκινων δανείων σε «κοράκια», την άμεση ενεργοποίηση του Ταμείου Αξιοποίησης της Δημόσιας Περιουσίας με ΔΣ επιλεγμένο από το Κουαρτέτο και το αίτημα για εξίσωση του φόρου βενζίνης – πετρελαίου και θα σχηματίσετε μια ολοκληρωμένη εικόνα.
Επειδή τον τελευταίο καιρό έχω δεχτεί επικριτικά σχόλια όποτε ανέφερα πληροφορίες σχετικά με το τι συμβαίνει στη διαπραγμάτευση οφείλω να ενημερώσω όποιον πιστεύει ότι κινδυνολογώ ότι η πηγή μου είναι και πολύ αξιόπιστη και ήταν και ιδιαίτερα πειστική όταν μου παρουσίασε τα μέτρα που ζητάει το ΔΝΤ.
Οι προτάσεις του ΔΝΤ προκαλούν με λίγα λόγια σοκ στην κυβέρνηση που θεωρεί αφενός ότι δεν θα μπορέσει να περάσει ένα τέτοιο πακέτο μέτρων και αφετέρου ότι οι απαιτήσεις αυτές βρίσκονται εκτός του πλαισίου της συμφωνίας του περσινού καλοκαιριού. Σε αυτό το επιχείρημα το Ταμείο απαντάει ότι η συμφωνία του 2015 ήταν μεταξύ του ESM και της Ελλάδας και ότι η εμπλοκή του ΔΝΤ μέσω υποχρεωτικού αιτήματος από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης δεν θα ήταν δυνατό να γίνει δεκτή χωρίς πρώτα το Ταμείο να θέσει και αυτό τους όρους της συμμετοχής του.
Το ταμείο δεν αναγνωρίζει τις αναλογιστικές μελέτες και τις προβολές/εκτιμήσεις της Ελλάδας και της Κομισιόν, ζητάει επιπλέον μέτρα εισπρακτικού χαρακτήρα (και ας τα χαρακτηρίζει όπως πάντα μεταρρυθμίσεις), θεωρεί ότι τα υπόλοιπα μέρη της Τρόικας θέλουν να κλωτσήσουν για μια ακόμη φορά το πρόβλημα για λίγους μήνες και υποστηρίζει ότι χωρίς ένα νέο πακέτο μέτρων, ένα μεγάλο κούρεμα και μια σημαντική μείωση στους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν υπάρχει περίπτωση να σταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία.
Η στρατηγική του ΔΝΤ
Επιστρέφοντας στην ανάλυση της απομαγνητοφωνημένης συζήτησης εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι οι τεχνοκράτες του Ταμείου είναι πλήρως αποσυνδεμένοι από την κοινωνική πραγματικότητα. Παρόλο που ο Τόμσεν τουλάχιστον 3 φορές αναφέρεται στο «καλό» των ελλήνων στην πραγματικότητα συζητάει κυνικά για τον τρόπο με τον οποίο στήθηκε ο εκβιασμός της Τρόικας με τα capital controls εκφράζοντας μάλιστα την στεναχώρια του που δεν μπορεί να βρεθεί ένας τρόπος να προκληθεί ένας νέος κίνδυνος χρηματοπιστωτικού γεγονότος που θα ανάγκαζε τους πάντες να συρθούν στις θέσεις του Ταμείου.
Δεν γνωρίζω μάλιστα αν οι παραπάνω αποκαλύψεις είναι αρκετές προκειμένου το ελληνικό σύστημα δικαιοσύνης να κινηθεί αυτεπάγγελτα κατά των τεχνοκρατών του ΔΝΤ που παραδέχονται παιχνίδια κατά του ελληνικού λαού.
Ο Πόλ Τόμσεν θεωρεί ότι η Γερμανία δεν μπορεί να περάσει στο κοινοβούλιο της ένα πακέτο σωτηρίας που δεν θα περιλαμβάνει το ΔΝΤ (ουσιαστικά επιβεβαιώνοντας τον διχασμό μεταξύ Σόιμπλε και Καγγελαρίου).
Ο Τόμσεν θεωρεί επίσης ότι η στρατηγική της Γερμανίας είναι αυτή της αναβολής (άλλη μια απόδειξη ότι δεν λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι και οι αναφορές στη Γερμανία αποκλειστικά που δείχνουν ποιος κάνει κουμάντο και πόσο δεν υπολογίζεται κανένας άλλος στην ΕΕ). Υποστηρίζει ότι η Μέρκελ θα σταματήσει οποιαδήποτε διαδικασία όταν θα πλησιάζει το δημοψήφισμα για το Brexit και αναρωτιέται αν η συγκυρία αυτή είναι αρκετά καλή ώστε να στηθεί ένας νέος εκβιασμός και προς την Ελλάδα αλλά και προς την Γερμανία.
Η Ελλάδα αυτοπυροβολήθηκε;
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο των συνομιλιών είναι ότι στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνεται απέναντι σε αυτούς που λένε ότι η όλη διαδικασία είναι ψεύτικη και ότι η ελληνική κυβέρνηση απλά δέχεται εντολές ως υποτακτικός. Δυστυχώς αυτό είναι και το μοναδικό θετικό στοιχείο.
Οι αποκαλύψεις του Wikileaks δεν εκθέτουν μόνο το ΔΝΤ αλλά και την ελληνική κυβέρνηση. Υπό το φως της δημοσίευσης η ελληνική στρατηγική της ομερτά, των ελεγχόμενων διαρροών και της επίθεσης σε οποιονδήποτε αποκλίνει από αυτές είναι εντελώς ακατανόητη.
Γιατί δεχόμαστε να παίζουμε το παιχνίδι της «γάτας με το ποντίκι» ανακοινώνοντας ημερομηνίες που γνωρίζουμε ότι είναι είτε ανεδαφικές είτε ψεύτικες; Χαρακτηριστικό είναι και το απόσπασμα που η Βαλκουλέσκου λέει κυνικά «εντάξει θα πούμε ότι υπάρχει πρόοδος και βλέπουμε».
Γιατί ο Αλέξης Τσίπρας δεν ανοίγει την διαπραγμάτευση στους πολίτες της χώρας μας; Γιατί δεν παραδέχεται τα μέτρα που έχουμε ήδη αποδεχτεί και συνεχίζει να τα διαψεύδει; Γιατί δεν έχει κάνει γνωστές τις απαιτήσεις του ΔΝΤ παρά μόνο κάθε μια εβδομάδα ένα μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας απλά βγαίνει και το καταγγέλλει; Γιατί δεν ακολουθεί έστω την τακτική του 2015 με τα διαγγέλματα προς τον ελληνικό λαό;
Η υπογραφή της συμφωνίας του περασμένου καλοκαιριού μας έχει δέσει τα χέρια πισθάγκωνα και τώρα γίνεται σαφές ότι η 17ωρη διαπραγμάτευση μάλλον περίπλεξε τα πράγματα δημιουργώντας ένα επιπλέον επίπεδο διαφωνίας που μπορεί να μας οδηγήσει από την καταστροφή έως την εφαρμογή και ενός παράλληλου 4ου μνημονίου. Και όλα αυτά χωρίς να ξεκινάει ουσιαστική συζήτηση για το χρέος.
Ποιος έχει δίκιο;
Το ερώτημα μοιάζει δύσκολο αλλά στην πραγματικότητα η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή: Αν η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι οι εκτιμήσεις της είναι ακριβείς έχει κάθε λόγο να προσπαθεί να βγάλει το ΔΝΤ από την εξίσωση, ιδιαίτερα όσο η Ε.Ε. φαίνεται διατεθειμένη -και εξαιτίας της προσφυγικής κρίσης- να κάνει υποχωρήσεις. Είναι προφανές ότι η Ελλάδα προσπαθεί να αντικαταστήσει την συμμετοχή του Ταμείου με ένα επιπλέον πακέτο στήριξης από τον ESM ή ακόμα και χωρίς άλλα χρήματα μέχρι το 2018, δεδομένου και του μικρότερου ποσού που χρειάστηκαν τελικά οι ελληνικές τράπεζες στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση.
Αν όμως τα νούμερά μας είναι πειραγμένα όπως υποστηρίζει το ΔΝΤ η προσπάθεια να κλωτσήσουμε το πρόβλημα στο άμεσο μέλλον θα έχει δυσβάσταχτες συνέπειες και κατά την προσωπική μου άποψη θα σημάνει και το τέλος του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος (τουλάχιστον για την Ελλάδα αν όχι για όλη την Ευρώπη).
Και στις δύο περιπτώσεις πάντως η κυβέρνηση δεν έχει κανένα δικαίωμα να συνεχίσει την τακτική των κλειστών συνεδριάσεων και των ελεγχόμενων διαρροών. Υποσχέθηκε διαφάνεια στην διαπραγμάτευση αλλά πλέον δεν τίθεται ζήτημα τήρησης ή μη της υπόσχεσής της. Η άμεση διακοπή αυτής της τακτικής πρέπει να είναι απαίτηση όλων μας. Κάθε τι διαφορετικό αποτελεί στην πραγματικότητα ένα είδος εθνικής προδοσίας.