Η Γερμανία είναι που επιμένει και στην παραμονή του ΔΝΤ αλλά και πάση θυσία χωρίς τους όρους του, περί στοιχειώδους ελάφρυνσης του Ελληνικού χρέους και περιορισμού των τρελών στόχων περί πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5%. Και πώς θα λυθεί το αδιεξοδο; Μετά τις Γερμανικές εκλογές, επέμενε μονότονα η προηγούμενη Ελληνική κυβερνητική αφήγηση. Όταν δηλαδή επανεκλεγεί η Μέρκελ, θα χαλαρώσει και θα δέσει το δράκο Σόιμπλε – εξηγούσε η γλαφυρή, παραμυθένια άποψη του παρεπιδημούντων στο Μαξίμου. 

Τώρα όμως τα δεδομένα άλλαξαν: Η προθεσμία φαίνεται να τελειώνει στις 20 Φεβρουαρίου. Μπορεί να αντέξει η Ελληνική κυβέρνηση αποχώρηση του ΔΝΤ και διακοπή της χρηματοδότησης μέχρι να επιτευχθεί και να επικυρωθεί κοινοβουλευτικά μια νέα -ενισχυμένη- “ενδοευρωπαϊκή” συμφωνία; Γιατί βέβαια, αν δεν υπήρχε το ΔΝΤ θα έπρεπε να το εφεύρουμε. Οι δομικές αντιφάσεις του Τρίτου Μνημονίου και τα μοχθηρά φαντάσματα των δύο προηγουμένων, δεν επιτρέπουν μεγάλη ευχέρεια κινήσεων σε μια χώρα που έχασε κάθε πρόσχημα δημοσιονομικής και νομοθετικής αυτοδιάθεσης και κατεύθυνσης.

Και λοιπόν, τι θα γίνει; Θα ψηφίσουμε νέα μέτρα για μετά το 2018; Έχει πλέον καμία σημασία; Αν η κυβέρνηση πείσει τον εαυτό της ότι δεν έχει σημασία και ψάξει spin  για να περάσει νέα μέτρα, κινδυνεύει άμεσα με εξαέρωση της όποια εκλογικής βάσης της και μάλιστα από ένα παρόμοιο ερώτημα σε διαφορετικό τομέα από την οικονομία. Στην πολιτική: «Και λοιπόν, τι θα γίνει; Θα γίνουν εκλογές; Και έχει πλέον καμία σημασία;»