Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να μείνει κανείς ξάγρυπνος. Σπάνια όμως διαλέγουμε αυτό που μας κρατάει ξύπνιους.

Στα φαινόμενα των διαταραχών του ύπνου που περιγράφονται ως parasomnia δεν περιλαμβάνεται μόνο η υπνοβασία. Ο άνθρωπος μπορεί όχι απλώς να περπατήσει, αλλά να κάνει ποδήλατο ή να οδηγήσει στον ύπνο του. Οι ειδικοί εξηγούν ότι ο ύπνος και η εγρήγορση δεν χωρίζονται με στεγανά. Υπάρχουν καταστάσεις όπου ένα μέρος του εγκεφάλου κοιμάται και ένα μέρος γρηγορεί. Σε αυτή την ενδιάμεση κατάσταση, μπορεί κανείς να “κοιμάται όρθιος”, να ζει σε αυτό το μεταίχμιο που ο γείτονας τον βλέπει με το βρακί στον κήπο του -ακόμη και να εργάζεται και να ψηφίζει, να μου επιτρέψετε να προσθέσω- αλλά ο ίδιος δεν καταλαβαίνει τι κάνει.

Καλώς ορίσατε στις αλληγορίες του ύπνου.

Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ζώα που εκμεταλλεύονται αυτή την ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ύπνου και εγρήγορσης προκειμένου να πετούν ή να κολυμπούν ενώ “κοιμούνται”. Τα λευκόφρυδα σπουργίτια είναι ένα τέτοιο είδος.

Εσείς που δεν είστε κοινωνιολόγοι ίσως να πιστεύετε ότι ο ύπνος είναι μια βιολογική λειτουργία. Έχει ανάγκη ο οργανισμός μας να κλείνει το μαγαζί, και το κλείνει. Εγώ όμως που έχω διαβάσει το βιβλίο 24/7, ο ύστερος καπιταλισμός και το τέλος του ύπνου, πληροφορήθηκα εμβρόντητος ότι από τις αρχές του 20ου αιώνα ο ύπνος έχει μειωθεί κατά μέσο όρο σχεδόν στο μισό. Η προηγούμενη γενιά κοιμόταν οκτώ ώρες το εικοσιτετράωρο, στις αρχές του 20ου αιώνα οι άνθρωποι κοιμόντουσαν δέκα ώρες, σαν μωρά, και ο μέσος όρος για τις ΗΠΑ σήμερα είναι οι 6,5 ώρες.

Ο ύπνος, εξηγεί ο συγγραφέας, είναι το μοναδικό κομμάτι της ανθρώπινης ζωής που δεν είναι (προς το παρόν) διαθέσιμο προς οικονομική εκμετάλλευση. Θα νόμιζε κανείς πως είναι αδύνατο να καταναλώσουμε στον ύπνο μας. Αν όμως έχουμε πενήντα εκατομμύρια Αμερικανούς που πήραν υπνωτικά με συνταγή και πολλούς άλλους χωρίς, αντιλαμβανόμαστε ότι πάντα υπάρχουν λύσεις.

Υπάρχουν καταγεγραμμένες περιπτώσεις ανθρώπων οι οποίοι έχουν κυλιόμενο βιολογικό ρολόι. Σε αυτό το ρεπορτάζ του BBC μπορείτε να ακούσετε την ιστορία ενός 17χρονου ο οποίος από την ηλικία των 14 ετών κοιμάται μία ώρα αργότερα κάθε μέρα.

Το αποτέλεσμα είναι ότι τώρα πια περνάει μόνο μερικές μέρες το μήνα που είναι συντονισμένος με τις ώρες εργασίας και ανάπαυσης της υπόλοιπης κοινωνίας, αλλά κατά τα λοιπά ζει σε συνθήκες ενός μόνιμου, βασανιστικού τζετ λαγκ (μιας μόνιμης “χρονικής υστέρησης βιολογικού ρολογιού”, όπως θα λέγαμε αν αντιπαθούσαμε τις ξένες λέξεις), ενός μόνιμου αποσυντονισμού από το πρόγραμμα του περιβάλλοντός του. “Μετεβλήθη εντός του ο ρυθμός του κόσμου”, όπως θα έλεγε ένας Έλληνας συγγραφέας, μετρ της αϋπνίας, ο Γεώργιος Βιζυηνός.

Ο γιατρός της κλινικής ύπνου που μιλάει στη συνέντευξη εξηγεί ότι αυτό είναι πάρα πολύ σπάνιο να συμβεί σε έναν άνθρωπο χωρίς προβλήματα όρασης, έναν βλέποντα, ενώ είναι μία πάθηση η οποία εμφανίζεται πολύ συχνά σε τυφλούς.

Οπότε δεν είναι μόνο πως έχουμε να κάνουμε με έναν έφηβο που δυσκολεύεται να συντονιστεί με το ρολόι του κόσμου, αλλά ακόμη χειρότερα, ότι αυτός ο συντονισμός με το ρολόι του κόσμου απαιτεί ανοιχτά μάτια, δηλαδή κάποιον που κοιτάζει προς τα έξω τις συνήθειες των άλλων και συντονίζεται μαζί τους.

Η νύχτα εξάλλου αποτελεί μία αλληγορία της αμαρτίας. Από τον Καβάφη και το θρυλικό “όταν  έλθ’ η νύκτα με τες δικές της συμβουλές” μέχρι τον Κασιδιάρη και “τις καλύτερες δουλειές που γίνονται τη νύχτα”, το σκοτάδι κρύβει τις αμαρτίες μας.

Η σύγχρονη βιομηχανική εποχή χαρακτηρίζεται πριν από όλα τα άλλα από το φως. Αυτή ήταν η πρωταρχική εμπειρία των ανθρώπων που κατέφθαναν στην πόλη τον 19ο αιώνα αλλά και αργότερα: το δέος μπροστά στην ημέρα που επεκτείνεται τεχνητά μέσα στη νύχτα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 υπήρχε το σχέδιο να τεθούν σε τροχιά δορυφόροι που θα αντανακλούσαν το ηλιακό φως στη Γη. Ανακλαστήρες με διάμετρο 200 μέτρων θα έστελναν αρκετό φως για να φωτίσουν μία περιοχή 26 στρεμμάτων, με φωτεινότητα 100 φορές μεγαλύτερη από εκείνη του φεγγαριού. Αυτό αφορούσε βιομηχανικές περιοχές στη Σιβηρία, οι οποίες σήμερα δεν φωτίζονται, αλλά θεωρητικά υπήρχαν συζητήσεις και για να επεκταθεί το ίδιο σχέδιο σε μητροπολιτικούς χώρους που δεν θα σταματούσαν να φωτίζονται ποτέ. Έτσι θα είχαμε επιτέλους το όραμα μιας κοινωνίας λουσμένης στο φως, σε μια συνθήκη μόνιμης αϋπνίας, άγρυπνου παραγωγικού οίστρου.

Η τρίτη μορφή της αϋπνίας, μετά τη βασανιστική αϋπνία του ανθρώπου που ζητάει βοήθεια και την οργανωμένη αϋπνία του συστήματος που δεν κοιμάται ποτέ, είναι η αϋπνία του ξενύχτη. Όσοι είχαν τη σπάνια τύχη να με γνωρίσουν από κοντά γνωρίζουν ότι είμαι ένας άνθρωπος που δεν πίνει και δεν καπνίζει. Είμαι δηλαδή αυτό που λέμε ξενέρωτος.

Έχω ωστόσο ένα μικρό μερίδιο στην αγάπη για το ξενύχτι, που οφείλεται στο ότι φτάνει το τέλος της ημέρας και καταλαβαίνουμε ότι δεν έχουμε κάνει τίποτα από αυτά που θα θέλαμε. Η μέρα δεν μπορεί να ξαναρχίσει από την αρχή, αλλά μπορεί να παραταθεί προς το πρωί. Αυτό σπανίως είναι καλή ιδέα, ιδίως για μένα που έχω την κατάρα να μην μπορώ να ξυπνήσω αργά, αλλά είναι μια τάση αναπόφευκτη, όσο το να καθυστερήσει η Αθηνά στην Οδύσσεια τον ερχομό της αυγής, μετά την επανένωση του Οδυσσέα με την Πηνελόπη.  Για να κρατήσει κι άλλο η νύχτα, που τελειώνει και παίρνει μαζί της αυτά που πρόλαβαν να πουν οι εραστές.

Το καλό ξενύχτι είναι η προσπάθειά μας να διαρκέσει κι άλλο η ζωή. Και ενώ όλοι έχουμε πετάξει ώρες ύπνου από το παράθυρο, χωρίς να περιμένουμε τίποτα, εξακολουθώ πάντοτε να αντιμετωπίζω με σεβασμό αυτή την τρικλοποδιά στην κανονικότητα, που είναι το ξενύχτι. Βεβαίως κάθε ξενύχτης δεν γράφει ποιήματα, πολύ περισσότερο δεν γράφει καλά ποιήματα, αλλά από την άλλη η πολλή κανονικότητα φτιάχνει ικανοποιητικούς γείτονες, που δεν ενοχλούν τη μεσημβρινή ανάπαυση, αλλά δεν δίνουν τους καρπούς της λοξής ματιάς που κάνουν έναν άνθρωπο να μιλάει και να θέλουμε να τον ακούσουμε.

Το ξενύχτι κάνει τον άνθρωπο ταλαίπωρο, τσακισμένο, αλλά έτσι είναι αυτά, ο καθένας με τους ήρωές του. Στην Κοινωνία της κόπωσης διαβάζουμε για αυτόν τον κόσμο που κυριαρχείται από “πλεόνασμα θετικότητας”, σε βαθμό εμφράγματος. Διαβάζουμε για επαγγελματίες που ντοπάρονται ευθαρσώς με “neuro-enhancements”,  τόσο ώστε να φαντάζεται ο συγγραφέας μια πινδάρεια ωδή για έναν κουρασμένο, αντί για τον νικητή.

Αυτό το κείμενο, που δεν είναι πινδάρεια ωδή, ας είναι ένας ύμνος στους μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια όσων αδυνατούν να συνεφέρουν το βιολογικό τους ρολόι.