του Κωστή Πλεύρη

Από ψηλά η θάλασσα της Λαμπεντούζα δεν έχει σχέση με την εμπειρία της γοητείας που διαφημίζουν τα υπουργεία του νότιου τουρισμού· δε διαθλά το φως σε δεκάδες μπλε αποχρώσεις, κι αν το κάνει, η συνείδηση δεν μπορεί να συγκρατήσει αυτό το φτιασίδι, παρά μόνο αν ανήκει σε ένα σχολαστικό μυαλό που ψάχνει να κρυφτεί από την αλήθεια. Η θάλασσα είναι μια σπορά σακατεμένων σκαφών, ένα νεκροταφείο προσπαθειών που με τη σειρά τους μαρτυρούν πολλαπλάσιες προσπάθειες, που τώρα πια ξαπλώνουν ενάλια και νεκρικά στα μείον εκατό και μείον διακόσια μέτρα.

Πετάμε για να εντοπίσουμε ανθρώπους σε προσφυγική κίνηση και απειλή, πιθανότατα στη μεγαλύτερη προσπάθεια της ζωής τους, δηλαδή στην πάλη να νικήσουν τη μηχανή που λέγεται ευρωπαϊκή φύλαξη συνόρων. Σαρώνω τον χώρο πίσω από το δεξί φτερό του μικρού δικινητήριου. Στα αριστερά ο φωτογράφος κάνει συμμετρικά το ίδιο, έχοντας μαζί και την ευθύνη να εστιάσει τον τηλεφακό του σε όποιο κίνδυνο είναι ανάγκη να καταγραφεί, αφού πρώτα ο πιλότος φέρει το επίπεδο πτήσης από τα 450 στα 150 μέτρα, προσαρμόζοντας συνεχώς τη γεωμετρία του ορίζοντα. Μια αρχηγός, μπροστά δεξιά, συμπληρώνει το πλήρωμα, απαραίτητο να μένει μικρό για να επιχειρεί χωρίς ανεφοδιασμό στα οκτάωρα περίπολα πάνω από την κεντρική Μεσόγειο.

Οι πτήσεις προγραμματίζονται σχεδόν καθημερινά, όμως κάποιες από αυτές συμπυκνώνουν τη σύγχρονη αλήθεια της μεγάλης αυτής περίκλειστης θάλασσας. Έτσι ακριβώς, στις δύο Σεπτεμβρίου συμφωνήθηκε να χτενίσουμε έναν αλμυρό διάδρομο δυτικά του νησιού, στα θαλάσσια σύνορα της Τυνησίας. Αρχίσαμε να φτιάχνουμε στον αιθέρα ένα γωνιώδες φίδι, χαραγμένο αρχικά στον ηλεκτρονικό χάρτη του αεροσκάφους. Οι ενδιάμεσοι δρασκελισμοί της μαιανδρικής γραμμής του διαλέγονται πάντα έτσι, ώστε ο καιρός να μας επιτρέπει να εποπτεύουμε σε όλο τους το βάθος, πριν στρέψουμε ξανά αντίστροφα· υγρό καλοκαίρι εδώ, χωρίς μελτέμια, και με κάκιστη ορατότητα.

Μετά από δυο ώρες πτήσης, ένα υπόλευκο κέλυφος που αναξιόπλοα κουβαλούσε τόσες ψυχές -σχεδόν τριάντα εκτιμήσαμε- μαρτυρήθηκε μόνο σαν μια ελαφριά χρωματική αντίθεση, ίδια θηκαρισμένο μέσα στην ομίχλη. Προσεγγίσαμε με ανοικτούς κύκλους. Δυο τρεις έπιασαν από τη σεντίνα της πολυεστερικής βάρκας κάποια παλιά ρούχα και τα ανέμισαν -σε νεύμα ‘εδώ είμαστε!’ Στα πόδια όλων σωρεύονταν τα πολεμοφόδια της αναμέτρησης με τα σύνορα, σχεδόν πάντα τα ίδια· άδεια πλαστικά μπουκάλια, ζελατίνες συσκευασιών, υφασμάτινα ρετάλια και κάνιστρα βενζίνης. Ωστόσο, άνισα κατανεμημένο στη μάζα του, ίσως μάλιστα ήδη δομικά λαβωμένο στην τελευταία του έξοδο, το σκάφος σερνόταν σε μια σούζα θανάτου, με τα ίσαλα του, δεξιά της πρύμνης, να είναι μόνο λίγο πάνω από το νερό. Η πληροφορία μεταβιβάστηκε με την πυκνότητα που ορίζει η τυπικότητα στις ραδιοεπικοινωνίες: σκάφος σε κίνδυνο, περίπτωση DC897 κι ακόμα συντεταγμένες και πλήθος ανθρώπων.

Δεν υπήρχε κοντά κάποιο πλεούμενο να προσεγγίσει, ούτε εμπορικό, ούτε από τον ‘πολιτικό στόλο’, κάποιο δηλαδή από τα είκοσι σκάφη οργανώσεων που συντονίζονται μεταξύ τους στις θαλάσσιες διασώσεις. Διοικητικές καθηλώσεις, υπέρογκα πρόστιμα, ανακρίσεις και τιμωρητικά ταξίδια, ώστε να αποβιβάζονται οι διασωθέντες σε μακρινά λιμάνια και έτσι να χάνεται παραπάνω χρόνος και χρήμα, όλα έχουν δυσκολέψει αφάνταστα τη διαθεσιμότητα περισσότερων χεριών και ματιών στη Μεσόγειο. Η μαλτέζικη ακτοφυλακή, στην οποία ανήκει η ευθύνη μιας πολύ μεγάλης ζώνης της θάλασσας, όχι μόνο δεν σπεύδει για βοήθεια, αλλά δεν απαντά σχεδόν σε καμία κλήση. Η ιταλική προχωρεί μεν στην πλειοψηφία των διασώσεων, αλλά επιχειρεί σε αυτό το ναρκοπέδιο υστερόβουλα υποστελεχωμένη. Συχνά μάλιστα αξιολογεί αν θα επέμβει, εστιάζοντας στις υποχρεώσεις της όλο και περισσότερο μέσα από τα πολιτικά γυαλιά που της φορούν οι κυβερνήσεις. Με τα εικοσάμετρα σκάφη της και τη γρήγορη πρόωση τους, θα έπρεπε να βρεθεί στην περίπτωση DC897 μέσα σε μία ώρα από όταν έλαβε τον συναγερμό, μόλις 24 μίλια νότια του νησιού. Το μήνυμα κινδύνου μας ελήφθη, αλλά δεν έφερε το αυτονόητο. Από την άλλη, η τουριστικά ολόχαρη νύχτα της Λαμπεντούζα δεν επισύρει κακόβουλες καχυποψίες· το βράδυ κοιμόμαστε σαν όλα να οργανώθηκαν για να πάνε καλά.

Δυο πρωινά μετά οι συνάδελφοι με ξυπνάνε νωρίτερα από τον προγραμματισμό μας και μου ζητάν να βρεθώ σε έναν υπολογιστή, όπου ένα λογισμικό επεξεργασίας εικόνας και η αναπαραγωγή ενός βίντεο προβάλλουν ήδη στην οθόνη. Ρωτάνε αγχωμένα· μήπως ταιριάζει η εν λόγω βάρκα που εντοπίσαμε με αυτή που παίζει εδώ και κάποια ώρα στις ειδήσεις; Το απόσπασμα προέρχεται από τις ιταλικές αρχές, με ένα σαφές άρωμα σκηνοθετημένου επαγγελματισμού. Το μοντάζ, βέβαια, κατέχει την τέχνη να υποσκελίζει τους πεθαμένους, πέρα από το γραφειοκρατικό σώριασμα τους σα φρέσκα πτώματα· 21 νεκροί και αγνοούμενοι, οκτώ επιζήσαντες. Μπροστά στη συσκευή, αποφεύγουμε να συνειδητοποιήσουμε ένα σφραγισμένο γεγονός, ότι ήμασταν, δηλαδή, οι δέκτες της τελευταίας τους χειρονομίας· σα να θέλουμε να σταθούμε για λίγα λεπτά έξω από τον κόσμο και να μην αποτελούμε κομμάτι της ανθρωπότητας, ώστε να μην ντραπούμε για τη συλλογική κατάντια. Αλλά και για να ξεφύγουμε ακόμα του βασανιστικού ερωτήματος -τι θα μπορούσαμε να κάνουμε παραπάνω; Βραδυπορούμε να δεχτούμε το προφανές· “δε σου μοιάζει και σένα ότι είναι διαφορετικός ο κινητήρας στο σχήμα του; Κάποια άλλη βάρκα θα είναι κι ας έχουν σχεδόν το ίδιο μήκος και χρώμα…”. Αλίμονο, δεν υπάρχουν διαφορές· οι καμπύλες που διαφοροποιούν ελάχιστα τον παραλληλισμό ανήκουν στο μεταλλικό μπλοκ του κινητήρα κάτω από το καπάκι. Σε μια υπόθεση του τραγικού της τέλους, η μηχανή έσβησε όταν δεν άντεξε την εσωτερική καύση από τις ακτές της Αφρικής και για 200 μίλια. Ίσως τις τελευταίες ώρες κάποιοι πιο έμπειροι να επιχείρησαν να δουν τι ταλαιπώρησε τη χυτή καρδιά της. Όπως και να’ χει, ένα ακυβέρνητο σκάφος είναι ένα καλωσόρισμα θανάτου, ένα σκαρί που έρχεται γρήγορα παράλληλα με τα κύματα και κατόπιν πολιορκείται στη μακριά του πλευρά, για να ταπώσει τελικά υποβρύχια όσους ανθρώπους πρόσκαιρα φιλοξένησε.

Από όταν το εντοπίσαμε, δυο μέρες πριν, το σκάφος διήνυσε μια ακόμη κοπιώδη απόσταση και βυθίστηκε μόλις 10 μίλια έξω από το νησί. Οι μελλοθάνατοι δεν είχαν να στείλουν άλλο σήμα κινδύνου.

Καμιά ανάκριση δε θα ρίξει ευθύνες σε όσους πλημμελώς ή εσκεμμένα απέχουν από τα προαιώνια καθήκοντα της διάσωσης ανθρώπων στη θάλασσα. Πολύ περισσότερο, όταν η μισοκοιμισμένη ορχήστρα παίζει κάτω από τη μπαγκέτα ενός κακόβουλου μαέστρου. Τον ξέρουν όλοι σαν ‘Ευρωπαϊκή Επιτροπή’ και εκτός από κερδοφόρος μουσικός είναι μαζί εισαγγελέας και δικαστής. Την τελευταία δεκαετία έχει δώσει εργολαβία τη φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων σε όμορους δικτάτορες και αυτοί με τη σειρά τους συχνά υπεργολαβία σε ντόπιους πολέμαρχους. Τους έχει εξοπλίσει με ραντάρ και συστήματα θερμικού εντοπισμού, μοιράζεται τις πληροφορίες της Frontex μαζί και, φυσικά, τους μπαλώνει τους γενικούς τους προϋπολογισμούς, κάνοντας τις προσφυγικές ροές ευκαιρία, όπως αρχετυπικά το δοκίμασε στην Τουρκία. Οι σφουγγοκωλάριοι νομοθέτες της κρίνουν ασφαλείς όσες χώρες κείτονται σε τέτοια γεωπολιτική θέση που μπορούν να σταματήσουν τους πρόσφυγες και τις προσφύγισσες· η Τυνησία, η Λιβύη, αλλά και νωρίτεροι σταθμοί των ροών, όπως η Νιγηρία, κρίνονται συνομιλητές για να διαπραγματευτούν τα δικαιώματα τους, την ίδια στιγμή που βασανίζουν τους ίδιους τους πολίτες τους. Και όταν στο φονικό αυτό παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι κάποιο σκάφος καταφέρει και περάσει τον 34ο παράλληλο, βόρεια των αραβικών κρατών, και οφείλει η ίδια η Ευρώπη να το προστατέψει και να εξετάσει αν δικαιούνται άσυλο τα κορμιά που αμφίβολα κουβαλά, υπάρχει και για αυτό επικαιροποιημένη πρόβλεψη: ταχύτατη απρόσωπη εξέταση, κλειστά κέντρα κράτησης, κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης και απέλαση σε ‘ασφαλείς’ χώρες.

Κατεβαίνω στο δρόμο της μικρής πόλης που τώρα κάνει τους οικονομικούς απολογισμούς του αποκαλόκαιρου. Βάζω μηχανικά να ακούσω ένα τραγούδι· η τέχνη μοιάζει τόσο αναγκαία όταν η πραγματικότητα δεν μπορεί να περιγραφεί ούτε από τις σκέψεις. Διαλέγω συνειρμικά το πρώτο που μου προτείνει το κινητό και ακούγεται το ευγενικό γρέζι του Κώστα Χατζή, μα φυσικά στο “Απ’ το αεροπλάνο”. Ο αλγόριθμος κάτι κρυφάκουσε, κάτι υπολόγισε, δεν ξέρω, όμως σπάνια πέφτει έξω πια, σκέφτεται για μας μια χαρά. Σε λίγα χρόνια ίσως αναλαμβάνει και την ευθύνη και τότε όλα θα ναι ακόμα καλύτερα. Όμως δεν είναι η ώρα για τέτοιους συλλογισμούς, άλλωστε το κομμάτι έχει μια μοναδικότητα. Η φωνή του Χατζή εκπροσωπεί τη σωρευμένη καταπίεση κι ακόμα διαλέγει καταπώς τις λέξεις ώστε να διαφυλαχτούν μικρές φωλιές νερού μέσα στο πύρινο σύμπαν των δυνατών: μην πάρεις τον κόσμο στα σοβαρά, μας συμβουλεύει, μη σε θαμπώνει ο πλούτος, μη πικραίνεσαι από τα βαριά λόγια, έλα μαζί εκεί ψηλά να τα ξεχάσουμε όλα, να, ένας αιθέριος περίπατος για τους αξιοπρεπείς.

Τελειώνει το μουσικό ταξίδι και μένω να σκέφτομαι· τι ποίηση να γραφτεί άραγε όταν δεν υπάρχει καν η επιλογή να μείνεις αξιοπρεπής; Όταν, δηλαδή, οι σιδερένιοι νόμοι του δυτικού κόσμου σε τακτοποιούν στο τίποτα. Πίσω σου έκοψαν τα σκοινιά για πάντα, στο τέρμα δεν έφτασες για κανένα λόγο και στη μέση είσαι το θύμα που δεν ήθελε ποτέ να παίξει στη ρώσικη ρουλέτα που την είπαν θαλάσσια φρούρηση.

Και πως τελειώνουν αυτά τα κείμενα; Η απλή ανταπόκριση κρατάει την απόσταση· οι προσευχές κάνουν το ιδιωτικό τους καθήκον και μετά τέλος· η υπενθύμιση μας γεμίζει εφήμερες ενοχές, κάτι από διανθισμένες τύψεις και από υποθηκευμένες πράξεις -άλλωστε ζούμε από μωρά με την ενοχή και είναι ένα τόσο συνοδοιπόρο κομμάτι του πολιτισμού μας. Να κάνουμε ότι μπαίνουμε στη θέση άλλων, ούτε λόγος, θα ήταν υποκριτικά αλληλέγγυο. Η στάση ζωής που πρέπει να κρατήσουμε θα έλεγα ότι οφείλει να είναι διαφορετικά βιωματική: τι θα κάναμε άμα βρισκόμασταν μάρτυρες στη σκηνή ενός εγκλήματος; Ας πούμε ότι εφορμούν να σκοτώσουν μια έφηβη κι εμείς είμαστε στο τζάμι του διαμερίσματος μας. Θα κοιτάξουμε ψυχρά το ανεπίστρεφο γεγονός της σφαγής; Θα λουφάξουμε προς τα μέσα σαστισμένοι, τραβώντας την κουρτίνα και προσέχοντας μην αντιφεγγίσει; Θα μουδιάσουμε επί τόπου, αδύναμοι, με τις ελάχιστες μας δυνάμεις, μπροστά στην ανυπέρβλητη σκληρότητα του κόσμου; Όχι, δεν μπορεί η γειτονιά να σαστίζει αμέτοχη κι ούτε η θάλασσα να ξεπλένει αέναα τα εργαλεία του φονιά.

 

 

Ο Κωστής Πλεύρης συμμετέχει εθελοντικά στις θαλάσσιες και εναέριες αποστολές διάσωσης της Sea-Watch. Οι πρώτες φωτογραφίες είναι του Mika Grunwaldt· αποτυπώνουν ένα μνημείο της Λαμπεντούζα που ανεγέρθηκε μετά από το μεγάλο πνιγμό 366 ατόμων, λίγες δεκάδες μέτρα από τις ακτές της τον Οκτώβριο του 2013. Αντί να φοράει στην τραγικότητα τα ρούχα μιας ακίνδυνης ευαισθησίας, το γλυπτό δείχνει να σέβεται τους νεκρούς, αφού υπενθυμίζει τον σκληρό λόγο που τους έδιωξε από αυτό τον κόσμο, δηλαδή, όπως αναφέρει, ‘την αδιαφορία’.

Η τελευταία φωτογραφία απεικονίζει τη θεά “Ίσις Πελαγία”, μια αρχικά αιγυπτιακή θεότητα, προστάτιδα των θαλασσινών, της οποίας η λατρεία κατόπιν μεταφέρθηκε στον ελλαδικό χώρο. Εδώ αναπαριστάται να κάνει το σώμα της κατάρτι και το χιτώνα της ιστίο για να τιθασεύσει τον άνεμο. Βρέθηκε και κείτεται στη Δήλο, άκαμπτος μάρτυρας της προαιώνιας ώσμωσης της ανθρωπότητας.