του Θάνου Καμήλαλη
Στο κείμενο που έδωσε στη δημοσιότητα την Τρίτη το υπουργείο Παιδείας, εξηγείται λεπτομερώς το νέο καθεστώς μισθοδοσίας των ιερέων. Το καλύτερο, μετά την περιγραφή της επουσιώδους διαφοράς μεταξύ μισθοδοσίας και επιδότησης, είναι στο τέλος:
«Το σημαντικότερο είναι ότι, για πρώτη φορά, όλα τα παραπάνω κατοχυρώνονται με τρόπο που δεν επιτρέπει τη μονομερή ανατροπή τους από την Πολιτεία. Με το υφιστάμενο καθεστώς, τόσο η μισθοδοσία όσο και το υπηρεσιακό καθεστώς και τα δικαιώματα των κληρικών βρίσκονται σε επισφάλεια, καθόσον έχουν παραχωρηθεί με κοινό νόμο, δηλαδή επαφίενται μονομερώς στη βούληση της Πολιτείας, και ανά πάσα στιγμή μπορούν να μεταβληθούν προς το δυσμενέστερο με νεότερο νόμο. Η ξεχωριστή σημασία του προτεινόμενου σχεδίου έγκειται στο ότι προβλέπει την κύρωση της Συμφωνίας με νόμο, με συνέπεια τα συμφωνηθέντα και κυρωθέντα με νόμο να μην είναι πλέον δυνατόν να τροποποιηθούν στο μέλλον μονομερώς, με νόμο του κράτους. Οποιαδήποτε μεταβολή μόνο με νεότερη τροποποιητική συμφωνία των δύο μερών θα είναι δυνατή.»
Καταρχάς, το να γράφει σε μία ανακοίνωση του το υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων το τι δεν θα μπορεί να κάνει η Πολιτεία με τη νέα συμφωνία είναι ένας συμβολισμός που κυμαίνεται μεταξύ του ενοχλητικού και του εξοργιστικού. Πηγαίνοντας στην ουσία, την ώρα που οι ελπίδες των υποστηρικτών της συμφωνίας, «να γίνει τουλάχιστον ένα πρώτο βήμα προς τον διαχωρισμό», διαψεύδονται, επιβεβαιώνεται και με επίσημο τρόπο η ιστορική υποχώρηση του ελληνικού κράτους σε ένα βασικό ζήτημα, τη μισθοδοσία των κληρικών (την οποία το TPP είχε σημειώσει και επικρίνει εξαρχής). Ένα ζήτημα που παρέμενε μετέωρο, όπως ομολογεί το υπουργείο και στο οποίο η Εκκλησία επιβάλλει πάγια αιτήματά της στο Κράτος και μάλιστα ενώ στην εξουσία υποτίθεται ότι βρίσκεται μία «κυβέρνηση της Αριστεράς». Όπως συμβαίνει συχνά κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, πρόκειται για ένα σχέδιο που αν το είχε επιχειρήσει μία κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, οι αντιδράσεις θα ήταν σημαντικές και σφοδρές.
Γιατί δεν είναι μόνο ότι το καθεστώς μισθoδοσία των κληρικών «βρισκόταν σε επισφάλεια». Είναι και ότι μέχρι το 2004 το κράτος, τυπικά τουλάχιστον, δεν αναλάμβανε μόνο του το κόστος της μισθοδοσίας του κλήρο. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι όταν, το 1945, αποφασίστηκε για πρώτη φορά να αναλάβει το κράτος τη μισθοδοσία των κληρικών, είχε θεσπιστεί και μία εισφορά, την οποία όφειλαν να καταβάλλουν οι ενορίες (και λίγο αργότερα οι ναοί) για να καλύπτεται έστω ένα μέρος των εξόδων του Δημοσίου. Μολονότι η εισφορά αυτή φαίνεται να μην τηρήθηκε και να μην εισπράχθηκε ποτέ, τυπικά καταργήθηκε το 2004, προεκλογικά, από την κυβέρνηση Σημίτη. Δηλαδή επί 59 χρόνια είχε προβλεφθεί σε νόμο ότι η Εκκλησία οφείλει να πληρώνει και αυτή για την μισθοδοσία του κλήρου και επομένως, δεν πρόκειται για ένα ζήτημα που ήταν «πάντα έτσι» και απλώς σήμερα επιχειρείται να ρυθμιστεί κι επισήμως.
Με τη συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου όμως, το Κράτος αναλαμβάνει για πάντα τα έξοδα της μισθοδοσία των κληρικών και υποχρεώνεται να καταβάλλει κάθε χρόνο ετησίως περίπου 200 εκατ. ευρώ. Το επιχείρημα της Εκκλησίας που αποδέχεται για πρώτη φορά ολοκληρωικά η Πολιτεία είναι ότι της χρωστάει για την εκκλησιαστική περιουσία απέκτησε μέχρι το 1939 «έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της».Το αντάλλαγμα εδώ είναι τα ακίνητα εντός των πόλεων που δόθηκαν στην Εκκλησία, η οποία τα εκμεταλλεύεται μέχρι και σήμερα, ενοικιάζοντάς τα.
Με πιο απλά λόγια, το Κράτος αναγνωρίζει ότι χρωστάει, μολονότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο για το αν αυτό συμβαίνει και το πόσο είναι αυτό το χρέος. Είναι τόσο μεγάλο το χρέος του Δημοσίου που θα πρέπει να πληρώνεται με 200 εκατ. κάθε χρόνο εσαεί, ενώ έχουν μάλιστα περάσει δεκαετίες αποπληρωμής του; Κανείς δεν ξέρει και μάλλον δεν βολεύει κανέναν να υπολογιστεί, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα στοιχεία της εκκλησιαστικής περιουσίας.
H κυβέρνηση υποστηρίζει ότι θα χρήματα θα καλύπτονται από το δεύτερο μέρος της συμφωνίας, δηλαδή από τα έσοδα του Ταμείου για την διαφιλονικούμενη μεταξύ των δύο πλευρών περιουσία. Αυτό όμως, αν γίνει και όταν γίνει, είναι άσχετο με το θέμα της θεσμοθέτησης ότι το κράτος θα πρέπει να πληρώνει για πάντα και με το γεγονός ότι μία τέτοια συμφωνία θα δεσμεύει και τις επόμενες κυβερνήσεις, αφού (όπως επίσης παραδέχεται το υπουργείο Παιδείας) μόνο με τη σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας θα μπορεί να τροποιηθεί το νέο καθεστώς.
Τα ζητήματα με την Εκκλησία πρέπει να λύνονται μονομερώς και όπου χρειαστεί, με ρήξη. Θα ήταν ουτοπικό βέβαια να ζητήσει κανείς σε μία μέρα να μην πληρώνονται οι κληρικοί από το Δημόσιο. Αλλά θα περίμενε κανείς, από μία κυβέρνηση που αυτοπροσδιορίζεται ως «Αριστερή», είτε να γίνει επαναφορά του φόρο που ίσχυε στο παρελθόν, είτε να μπει ένα συγκεκριμένο και σαφές χρονοδιάγραμμα μερικών ετών, μέσα στο οποίο η Εκκλησία θα υποχρεωνόταν να αναλάβει τα οικονομικά βάρη που της αναλογούν.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα σχεδιάζει να μην κάνει αυτό, αλλά αντίθετα προωθεί μία οικονομική συμφωνία που θα δεσμεύει για πάντα το Δημόσιο και θα λειτουργεί αποτρεπτικά για μελλοντικές αλλαγές προς το καλύτερο. Θα είναι ιστορική δηλαδή, μόνο ως προς το ότι η Ιεραρχία (αν δεν ακούσει την σκληροπυρηνική ακραία πλευρά της) θα την χρησιμοποιεί στο μέλλον για να διατηρεί τα οικονομικά της προνόμια.
Η τραιγκή ειρωνεία τέλος, είναι ότι αυτό προωθείται ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυρίζεται ότι ζητάει την «θρησκευτική ουδετερότητα» του ελληνικού κράτους (μολονότι το προοίμιο του Συντάγματος και η αναφορά σε επικρατούσα θρησκεία δεν τέθηκαν ποτέ υπό αμφισβήτηση). Στο οικονομικό κομμάτι πάντως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κάνει θαύματα για τα συμφέροντα της Εκκλησίας και το χειρότερο είναι ότι η μόνη ελπίδα για να ανατραπούν αυτοί οι σχεδιασμοί είναι η Ιεραρχία να αποφασίσει ενάντια στα συμφέροντα της, ζητώντας ακόμα περισσότερα.