λάδια σε καμβά 35Χ25εκ.
του Γιώργου Μικάλεφ

Κείμενο: Νάντια Ρούμπου

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ (Vincent Willem van Gogh), ήταν Ολλανδός ζωγράφος που βίωσε το «παράδοξο» που δεκάδες κορυφαίοι καλλιτέχνες έχουν βιώσει.  Εν ζωή, το έργο του δεν σημείωσε σχεδόν καμία επιτυχία ούτε ο ίδιος αναγνωρίστηκε ως σημαντικός καλλιτέχνης. Ωστόσο, μετά το θάνατό του, η φήμη του εξαπλώθηκε πολύ γρήγορα. Πλέον αναγνωρίζεται ως ένας από τους σημαντικότερους ζωγράφους όλων των εποχών.

 
Γεννήθηκε σε χωριό της Ολλανδίας σαν σήμερα, στις 30 Μαρτίου του 1853 και ήταν ο μεγαλύτερος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας. Η υπηρέτρια της οικογένειας τον περιέγραψε ως «ένα περίεργο, απόμακρο παιδί που έμοιαζε πιο πολύ με γέρο άντρα».

Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company. Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος από τον πατέρα του που ήταν πάστορας. Ωστόσο, η ειλικρίνεια που ήταν βασικό χαρακτηριστικό του, καθιστούσε δύσκολο για εκείνον να πουλήσει έργα τέχνης, κάνοντας έτσι αρκετά σύντομη την καριέρα του στο εμπόριο τέχνης. Σχετικά με αυτό είχε γράψει στην αδελφή του Γουιλελμίνα: «Οι γκαλερί είναι υποχείρια όσων έχουν τα χρήματα. Μόλις το ένα δέκατο όλων των αγοραπωλησιών έχουν σχέση με την πραγματική τέχνη». 


Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύττει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής, η ευαισθησία του για την κατάσταση που βίωναν οι άνθρωποι τον έκαναν να προβληματιστεί ιδιαίτερα. Οι κακουχίες του φαινόντουσαν άδικες με αποτέλεσμα η πίστη του για τον θεό να εξασθενεί μέρα με την μέρα περισσότερο. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει και αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.
 
Παράτησε την θεολογία και επέστρεψε στο πατρικό του σπίτι, που εκείνη την περίοδο φιλοξενούσε την πρώτη ξαδέρφη του, Κι Βος.Την ερωτεύτηκε και χωρίς δεύτερες σκέψεις της εξέφρασε τα συναισθηματά του με την κοπέλα να συγκλονίζεται από την ανηθικότητα του ξαδέρφου της, που τόλμησε να έχει ερωτικά συναισθήματα για μία τόσο κοντινή συγγενή του. Παρά την απόρριψη της, ο Βαν Γκογκ δεν το έβαλε κάτω και την επισκέφτηκε πολλές φορές στο σπίτι της.Η αγαπημένη του Κι Βος δεν ανταποκρίθηκε ποτέ. Όταν η οικογένεια του έμαθε για όλα αυτά τον έδιωξαν απ’ το σπίτι.
 
Εκείνη την περίοδο, σε ηλικία 27 ετών, ξεκινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα.Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αμβέρσας, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ. Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι και ζει εκεί με τον αδελφό του, επιτυχημένο έμπορο τέχνης, στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Εντγκάρ Ντεγκά, Καμίλ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. 
 
Εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, γνωρίζει τον ζωγράφο Πολ Γκόγκεν αναπτύσσουν στενή φιλία, και συγκατοικούν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυο τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκογκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.

 
Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και αφού ανάρρωσε, κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο με τη θέλησή του. Βρισκόταν σε έξαρση και έφτασε σε σημείο να ζωγραφίζει ένα πίνακα κάθε μέρα.Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πολ Γκασέ. Στις αρχές Ιουλίου του 1890, έστειλε γράμμα στον αδερφό του: «Νιώθω… αποτυχημένος. Αυτό είναι όλο. Νιώθω ότι αυτό είναι το πεπρωμένο μου και το αποδέχομαι. Δεν θα αλλάξει ποτέ». Λίγες μέρες μετά, αυτοπυροβολήθηκε.Τα τελευταία λόγια που είπε στον αδερφό του ήταν: «Η θλίψη θα κρατήσει για πάντα».
 
Η φήμη μετά τον θάνατο του εξαπλώνεται ραγδαία με μεγάλες εκθέσεις έργων του στο Παρίσι, το Βερολίνο και τη Νέα Υόρκη τα αμέσως επόμενα χρόνια. Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια, που η σημερινή αξία τους είναι τεράστια, εν ζωή ωστόσο κατάφερε να πουλήσει μονάχα έναν πίνακα.