Μέσα στον ορυμαγδό της επικαιρότητας, που κοχλάζει ανακατεύοντας βία και αδικία, υπάρχει ένα θέμα που ξεχωρίζει γιατί συνιστά την ακραία ανθρώπινη εμπειρία: τα βασανιστήρια. Η ελληνική πολιτεία αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέμα όταν επλήγη η καλή εικόνα της πατρίδας μας στο εξωτερικό, δηλαδή όταν γράφτηκε άρθρο στη Guardian. Ποιες ήταν οι δύο κινήσεις της απέναντι στις καταγγελίες; Πρώτα κατηγόρησε τον ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε δηλ. στην καταγγελία «γίνονται βασανιστήρια», λέγοντας πως είναι «μνημείο θρασύτητας» να συμπλέει ο ΣΥΡΙΖΑ με τους κουκουλοφόρους, και μετά απείλησε με μήνυση τη Guardian, για να μάθει να μας δυσφημίζει. Η επιχειρηματολογική τακτική είναι ακριβώς η ίδια με της Χρυσής Αυγής: ρωτάς «γιατί εξυμνείτε τον Χίτλερ;» και σου απαντούν «και οι πολιτικοί γιατί κλέβουν;». Πετάμε το μπαλάκι απέναντι, κάνοντας ότι δεν ακούμε.
 
Η φράση στην οποία στάθηκα από το άρθρο της αγγλικής εφημερίδας ήταν η αποστροφή ενός από τους συλληφθέντες, που είπε πως «αν δεν το γράψετε εσείς, δεν θα το γράψει κανείς στην Ελλάδα». Σκεφτόμουν τις μαρτυρίες των πρώτων Ελλήνων που κατέθεσαν στο Συμβούλιο της Ευρώπης στη διάρκεια της χούντας, την Κίττυ Αρσένη και έπειτα και άλλους, που έδειχναν τα σημάδια από τα βασανιστήρια στα κορμιά τους σε εμπειρογνώμονες, για να διαψεύσουν τον Παττακό που δήλωνε στα διεθνή μέσα πως «all these are lies» (Η μαρτυρία της Κ. Αρσένη καταγράφεται στο βιβλίο της «Μπουμπουλίνας 18», εκδ. Θεμέλιο). Μετά η δημοκρατία μας αποκαταστάθηκε, αλλά ο διαβόητος βασανιστής Μάλλιος αθωώθηκε προκλητικά στη δίκη της Χαλκίδας και κατόπιν έγινε στόχος της 17ης Νοέμβρη. Όταν δολοφονήθηκε, δεν μπορεί να πει κανείς ότι ο λαός τον έκλαψε με μαύρο δάκρυ. Με κάποιες εξαιρέσεις, βέβαια: ο Ν. Μιχαλολιάκος είναι ένας από τους ανθρώπους που πρωτοστάτησαν σε επεισόδια εναντίον δημοσιογράφων στην κηδεία του Μάλλιου, μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του.
 
Όσοι έζησαν στο πετσί τους τη χούντα των συνταγματαρχών είναι οι πρώτοι που μας αποτρέπουν από το να σκεφτόμαστε με τέτοιες αναλογίες. Πράγματι, οι περιγραφές τους είναι τρομακτικότερες. Και, αν πάμε πιο πίσω, θα βρούμε ακόμη πιο τρομακτικές περιγραφές. Αν θέλουμε συγκρίσεις, στο Ελ Σαλβαδόρ άφηναν των πτώματα των βασανισμένων στην άκρη του δρόμου, με τρύπα από ηλεκτρικό τρυπάνι στο κρανίο, για παραδειγματισμό. Όμως η τέχνη του βασανιστηρίου εξελίσσεται. Όποιος ενδιαφέρεται να μάθει αν η στέρηση του ύπνου και ο σεξουαλικός εξευτελισμός συνιστούν βασανιστήρια, ας μελετήσει την αμερικανική σχολή, και τις επιδόσεις της σε αυτόν τον τομέα. Σημασία όμως δεν έχουν αυτές οι συγκρίσεις, όσο να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας. 
 
Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση δια των πληρωμένων κονδυλοφόρων της (ένας λογαριασμός ΔΕΗ χωρίς χαράτσι, για τον κ. Αλαφούζο, ας είναι ένα πρόχειρο μικρό παράδειγμα) αγκαλιάζει τη ρητορική των υποτιθέμενων δύο άκρων που απειλούν εξίσου την κοινωνική ειρήνη του χαρίεντος κέντρου. Στην πράξη, το ακροδεξιό άκρο η κυβέρνηση το χαϊδεύει μέρα νύχτα: του κάνει τα χατίρια σε όλα τα βλακώδη μεσαιωνικά ξεσπάσματα εναντίον του Παστίτσιου ή της παράστασης «Corpus Christi», του κάνει τα χατίρια και με τις καταστάσεις αλλοδαπών βρεφών. Στον τομέα της καταστολής, η αστυνομία συνοδεύει φιλικά τα οπλισμένα τάγματα εφόδου των εγκληματιών της Χρυσής Αυγής ξεχνώντας τα περί προληπτικών προσαγωγών, λες και τα γυμναστηριακά κτήνη με τα παλούκια έχουν βγει για πικ νικ. Τα ακολουθεί και τα υπερασπίζεται. Αφήνει να δρουν ανεξέλεγκτα χτυπώντας και σφάζοντας μετανάστες, και την ίδια στιγμή για να κατατεθεί μήνυση στο αστυνομικό τμήμα του Άγιου Παντελεήμονα για ρατσιστική επίθεση, πρέπει ο μετανάστης να πάει αγκαζέ με τη Γιάννα Κούρτοβικ. Και το κερασάκι στην τούρτα: όταν έγινε αντιφασιστική μηχανοκίνητη πορεία, όταν δηλαδή βγήκαν στους δρόμους όχι οι Ναζί αλλά οι εχθροί τους, η αστυνομία επιτέθηκε στους ανθρώπους που συμμετείχαν, και στη συνέχεια αυτούς που συνέλαβε τους βασάνισε, μαζί με κάποιους από τους συντρόφους τους που συγκεντρώθηκαν την επόμενη μέρα για να τους συμπαρασταθούν. (Εδώ βρίσκει κανείς αναλυτικές πληροφορίες για την κατάσταση της αστυνομικής βίας στην Ελλάδα. Έχουμε δώδεκα δίκες και μία [!] καταδίκη τα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια.)
 
Υπάρχουν κάποιοι που επιμένουν ότι η διολίσθηση της κουβέντας στην ατζέντα της Χρυσής Αυγής είναι αποπροσανατολιστική. Με το συμπάθιο, αλλά αποπροσανατολιστικό μπορεί να είναι ένα πυροτέχνημα, όχι ένας βασανισμός. Αποπροσανατολισμό συνιστά οτιδήποτε εκτρέπει την κουβέντα από το σημαντικό στο ασήμαντο. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωσή μας. Όταν η αστυνομία παίρνει τόσο ξεκάθαρα το μέρος των φασιστών (εμπράκτως και ρητώς), έχω να απευθύνω ένα ερώτημα προς όλους τους ανθρώπους του φιλήσυχου κέντρου, με ειλικρινή αγωνία. Αν η αστυνομία προστατεύει τόσο ωμά τους φασίστες, η άλλη πλευρά ή που θα κάθεται να τις τρώει ή που θα πάρει κι εκείνη τα λοστάρια, έτσι δεν είναι; Το ερώτημα λοιπόν είναι το εξής: γιατί να μην πάρει και η άλλη πλευρά τα λοστάρια; Τι θα έπρεπε να τους σταματήσει; Η πίστη στη δημοκρατική νομιμότητα, ότι δηλαδή θα αναλάβει η αστυνομία την υπεράσπιση μεταναστών, ομοφυλόφιλων, τσιγγάνων, αριστερών, αναρχικών, και γενικώς όσων γίνονται στόχοι της Χρυσής Αυγής; Βρισκόμαστε στα όρια της κωμωδίας. Η λαθροχειρία της θεωρίας των δύο άκρων είναι πως τοποθετεί το κράτος σε ένα ουδέτερο κέντρο, που ακούγεται βεβαίως όλο και περισσότερο σαν πικρό αστείο. Αναρχικούς συλλαμβάνει και βασανίζει η αστυνομία με την κάλυψη του κράτους, δεν συλλαμβάνει γενικώς «τα άκρα». Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίον τα πράγματα οδηγούνται ραγδαία σε βίαιη πόλωση. Όσο μπορώ να ζυγίζω τη συγκυρία, πιστεύω ότι τόση και τέτοια είναι η σοβαρότητα της κατάστασης.