«Τον λένε Νσάλα. Δεν κατάφερε να βγάλει την ποσότητα καουτσούκ που προέβλεπαν οι επιστάτες των Βέλγων, και κόψαν το χέρι και το πόδι της κόρης του. Την έλεγαν Μποαλί. Ήταν πέντε χρονών. Κι ύστερα τη σκότωσαν. Ομως δεν είχαν τελειώσει ακόμη. Μετά, σκότωσαν και τη γυναίκα του….»  Άλις Σέιλυ Χάρις, 1904.

Η φωτογραφία που δημοσιεύουμε, και η ιστορία της, αποτελεί μία από τις εκατομμύρια ανάλογες ιστορίες που έγραψε η Βελγική Αποικιοκρατία στο Κογκό, και παράλληλα μία από τις ελάχιστες καταγραμμένες.

Σήμερα, με τον εορτασμό των 60 χρόνων από την «απελευθέρωση» του Κονγκό, ο βασιληάς του Βελγίου Φίλιππος, απόγονος του Λεοπόλδου, υπό το βάρος του παγκόσμιου αντιρατσιστικού κινήματος που γέννησε η δολοφονία του Τζωρτζ Φλόυντ, αποφάσισε ότι ήταν ώρα να αναγνωρίσει με κάποιο τρόπο αυτά τα εγκλήματα – τέτοια «γενναιότητα», όπως τη χαρακτήρισε η πρωθυπουργός της χώρας, Σοφί Βελμές: είναι ο πρώτος, σε πάνω από έναν αιώνα, που λέει πως υπήρξαν «βάσανα και ταπεινώσεις»… Ασχέτως αν είχε προηγηθεί η ανατροπή αγαλμάτων του Λεοπόλδου, και η έντονη αντίδραση δυνάμεων του Βελγικού Λαού στην (νέα) προσπάθεια «εξαγνισμού» των «παλαιών εγκλημάτων» που, όπως λένε οι φιλοβασιλικοί ιστορικοί, «πρέπει να τα δούμε στο ιστορικό τους πλαίσιο». Είναι οι ίδιοι ιστορικοί που προσπαθούν ακόμη να πείσουν ότι τα θύματα του Λεοπόλδου του Β’ και της Βελγικής Αποικιοκρατίας στην αφρικανική χώρα ήταν «μόνον» δύο εκατομμύρια, οι ανεξάρτητες πηγές μιλούν για κοντά στα δέκα εκατομμύρια.

Έτσι, λοιπόν, ο βασιληάς Φίλιππος του Βελγίου, που το δεύτερο όνομά του είναι Λεοπόλδος, εξέφρασε «τη βαθύτατη λύπη του για τα τραύματα» που προκάλεσε η χώρα του στο Κονγκό, αν και δεν μπήκε στον κόπο να ζητήσει συγγνώμη.

Στην επιστολή που απηύθυνε στον πρόεδρο της Λαϊκής Δημοκρατίας, Φελίξ Τσισεκέντι, επί τη επετείω, ο βασιληάς Φίλιππος αναφέρει: «Θέλω να εκφράσω την βαθύτατη λύπη μου για τα τραύματα αυτά του παρελθόντος, ο πόνος από τα οποία αναβιώνει σήμερα από τις διακρίσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν στις κοινωνίες μας». Όταν το αφρικανικό Κονγκό ήταν ιδιοκτησία του πρώην βασιλιά Λεοπόλδου ΙΙ, «διαπράχθηκαν πράξεις βίας και ωμότητας, οι οποίες βαραίνουν ακόμη τη συλλογική μας μνήμη… Η αποικιακή περίοδος που ακολούθησε [του βελγικού Κονγκό, 1908-1960] προκάλεσε επίσης βάσανα και ταπεινώσεις». Η γενοκτονία ενός λαού, οι φρικιαστικές και απάνθρωπες τιμωρίες, το γεγονός ότι η «δράση» του προγόνου του στο Κονγκό οδήγησε στη δημιουργία του όρου «Έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας», είναι τα κατά Φίλιππον βάσανα και οι ταπεινώσεις, και οι πράξεις βίας και ωμότητας. Πολύ απλά, οι λέξεις που χρησιμοποιεί, και επιλέγει, ουδεμία σχέση έχουν με το πραγματικό μέγεθος του Εγκλήματος. Ειδικά, δε, τα περί «βασάνων και ταπεινώσεων» αφήνουν εκτός την δολοφονία του πρώτου ηγέτη του Ελεύθερου Κονγκό, του ηρωικού Πατρίς Λουμούμπα. Και όλα τα Βελγικά εγκλήματα της μεταποικιοκρατίας. Oπως αφήνουν εκτός και την καταστροφή των τοπικών κοινωνιών, επί αιώνες, με το εμπόριο σκλάβων – με την αρπαγή των πιο υγιών, νεώτερων μελών τους, για να τα μεταφέρουν στην Αμερική. Και το μεγάλο τίμημα που πληρώνει, ακόμη και σήμερα, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.

Στις 17 Ιανουαρίου του 1961, ο ηγέτης του αντιαποικιοκρατικού παναφρικανικού κινήματος, και πρώτος πρωθυπουργός του Ελεύθερου Κογκό, ο Πατρίς Λουμούμπα, εκτελέστηκε, διαμελίστηκε και τα κομμάτια του διαλύθηκαν στο οξύ, από Βέλγους, Βρετανούς και Αμερικάνους πράκτορες, και με τις σιωπηρές ευλογίες του ΟΗΕ. Το Στέητ Ντηπάρτμεντ παραδέχθηκε το 2013 ότι ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ είχε δώσει την εντολή εκτέλεσης του Λουμούμπα και η CIA είχε βάλει στην άκρη 100.000 δολάρια για το σκοπό αυτό (σημερινό ένα εκατομμύριο δολάρια). Η Βρετανική MI6 παραδέχθηκε επίσης το βρώμικο ρόλο της – τη χρειάζονταν οι αμερικάνοι, είχε αιώνες τεχνογνωσία… Την διάλυση στο οξύ της σορού του Πατρίς Λουμούμπα επιβλέπαν Βέλγοι αξιωματικοί – και κράτησαν, για ενθύμιο, δύο από τα δόντια του, όπως παραδέχθηκαν χρόνια μετά. Μόλις φέτος, το 2020, το Βέλγιο παραδέχθηκε την ευθύνη του στη δολοφονία, ας σημειωθεί.

Μνήμη Πατρίς Λουμούμπα

Για την, ίδια, ιστορία: η πρωτεύουσα του Κογκό μέχρι το 1966 ονομάζονταν Λεοπολντβιλ – η πόλη του Λεοπόλδου. Σήμερα ακόμη υπάρχει Λεωφόρος Λεοπόλδου Β’ στην πόλη. Tο 2005 έγινε η τελευταία απόπειρα να ξαναστηθεί άγαλμα του Λεοπόλδου στη μέση της Κινσάσα. Σήμερα το άγαλμά του υπάρχει, προστατευμένο, μαζί με του άλλου εγκληματία, του Στάνλεϊ, στον προεδρικό κήπο, γιατί «είναι μέρος της Ιστορίας». Eίναι να απορεί κανείς γιατί δεν έχουμε στήσει στην Ευρώπη αγάλματα του Χίτλερ, με την ίδια λογική… Άγαλμα του Λουμούμπα στήθηκε στην Κινσάσα μόλις το 2002.

 

Ράδιο Venceremos της 12ης Ιουνίου